"Yet if hope has flown away,
In a night, or in a day,
In a vision or in none,
Is it therefore the less gone?"

-E. A. Poe

Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2012

Η αλληγορία του παράσιτου




Η φύση ήταν υπέροχη. Η άνοιξη στόλιζε τα κλαδιά με νιφάδες φωτός, ο ουρανός χαμογελούσε στα πουλιά και τα λουλούδια ανέδιδαν το ομορφότερο τους άρωμα. Η φύση τα πήγαινε τέλεια. Μόλις είχε φύγει ένας βαρύς χειμώνας, με χιόνια και μεγάλες καταστροφές, ακόμα και αν δεν είχε κρατήσει μεγάλο χρονικό διάστημα. Είχε γδύσει το χώμα από το γρασίδι του και είχε θανατώσει πολλά πουλιά και ζώα. Δεν ήταν ανεπανόρθωτη καταστροφή όμως σίγουρα χρειαζόταν χρόνο για ανάπλαση. Και η ανάπλαση είχε ολοκληρωθεί επιτυχώς.
Σύννεφα έκρυψαν για μερικά δευτερόλεπτα τον ήλιο. Σκιές εμφανίστηκαν και όλα τα ζώα πίστεψαν πώς έρχεται καταιγίδα. Έτρεξαν γρήγορα να κρυφτούν, μα πριν καλά καλά προλάβουν, τα σύννεφα έφυγαν το ίδιο άξαφνα όπως είχαν έρθει. Στο βάθος, πίσω από ένα μεγάλο αιωνόβιο δέντρο εμφανίστηκαν δύο φωτεινά και καθαρά μάτια. Ένα γυαλιστερό τρίχωμα κοσμούσε το πλάσμα που έκανε δειλά δειλά την εμφάνιση του. Ένα πλάσμα που η φύση δεν είχε ποτέ ξαναδεί. Με κόκκινο χρώμα και χωρίς νύχια στα χέρια του, το ζώο περπατούσε άτσαλα και συμπαθητικά. Η φύση το κοίταξε με θέρμη. Του χαμογέλασε, και το άφησε να περάσει, να γευτεί την ομορφιά της, να πιεί από τις πηγές της και να παίξει με τα υπόλοιπα ζωάκια. Αν δεν ήθελε, είχε καλώς. Το ζωάκι φαινόταν άκακο, ας έκανε ότι ήθελε.
Η φύση για μερικές μέρες αδιαφόρησε. Είχε καλύτερα πράγματα να σκέφτεται. Έπρεπε να ετοιμαστεί ξανά για τον χειμώνα, να προφυλαχθεί καλύτερα από τον προηγούμενο. Όμως το μικρό, νέο ζωάκι, λίγες μέρες μετά την άφιξη του, ρώτησε για έμαθε για την φύση. Τα άλλα ζωάκι την αγαπούσα, την σέβονταν, άλλωστε ήταν η μητέρα-φύση! Το κοκκινόχρωμο πλασματάκι ενδιαφέρθηκε, ήθελε να μάθει πιο πολλά, ήθελε να γνωρίσει από κοντά τον ευεργέτη του, τον προστάτη του. Ρώτησε λοιπόν τα υπόλοιπα ζώα, δέντρα και φυτά, και πήγε να βρεί την μαμά-φύση.
Δεν χρειάστηκε να πάει μακρυά. Η μαμά-φύση ήταν μια νύμφη, μια νυριήδα, κυκλοφορούσε στην φύση σαν οπτασία, σαν αιθέρια ύπαρξη που μια την έχανες, μία την έβρισκες. Καθόταν στις ρίζες των δέντρων που την αγκάλιαζαν και κοιμόταν τις ζεστές νύχτες. Έγραφε ποιήματα και τραγουδούσε στις πανσελήνους με την πιο μελωδική φωνή που είχες ακούσει. Η μαμά-φύση ήταν παντού. Και έτσι, το νέο ζωάκι την βρήκε γρήγορα.
Την πλησιάσε ντροπαλά και χαρωπά και την ευχαρίστηκε θερμά για την φιλοξενία της. Η φύση εξεπλάγην, ευχαρίστησε το ζωάκι για την ευγνωμοσύνη του και συνέχισε την πορεία της προς το δάσος.


Πέρασαν αρκετές μέρες που η φύση σκεφτόταν το ζώο. Πώς ήρθε, από που, γιατί...και όλες αυτές τις μέρες το κοκκινόχρωμο πλάσμα δεν είχε ξαναφανεί. Είχε εξαφανιστεί, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Η φύση αναρωτήθηκε σε τι οφειλόταν η απουσία του, ρώτησε τα πλάσματα γύρω της μα απάντηση δεν πήρε. Πέρασαν μερικές ακόμα μέρες και το θέμα της απουσίας του ξεχάστηκε. Η ζωή όλων συνεχίστηκε κανονικά. Άλλωστε δεν ήταν η πρώτη φορά που έρχονται πλάσματα για φιλοξενία και όχι για μόνιμη παραμονή. Ας είναι...η φύση δεν είχε άλλωστε καμία επαφή μαζί του. Ας έκανε ότι ήθελε.
Με αυτές τις σκέψεις, ο ουρανός ούρλιαξε. Όλοι κάλυψαν τα αυτιά τους, η φύση τυλίχθηκε γύρω από τα κλαδιά που θα την προστάτευαν και τα ζώα έτρεξαν να κρυφτούν. Όμως, ξανά, πριν προλάβουν να εξαφανιστούν, το κοκκινόχρωμο ζώο εμφανίστηκε ώς δια μαγείας από το πουθενά. Όλοι γούρλωσαν τα μάτια τους όταν το ζώο φώναξε από μακρυά για να δείξει την χαρωπή και φρέσκια παρουσία τους.
Όλοι έπεσαν στην αγκαλιά του κόκκινου ζώου, και η φύση αποσύρθηκε πιο ανάλαφρη και χαρούμενη απ' ότι πρίν.


Ο καιρός περνούσε, το κόκκινο ζώο ήταν ευχάριστο με όλους και συνέχιζε να είναι ευγνώμων στην μαμά-φύση. Την είχε πλησιάσει, είχαν γίνει καλοί φίλοι. Η μαμά-φύση του διάβαζε παραμύθια και αυτό αποκοιμόταν στην αγκαλιά των δέντρων δίπλα της. Έπαιζαν μαζί και όταν βρισκόντουσαν σε απόσταση φώναζαν για να βρεθούν κοντά. Το ζώο μεγάλωσε άλλωστε και είχε περισσότερες ικανότητες, πόσο μάλλον όταν είχε την εύννοια της μαμάς-φύσης.
Η φύση ήταν πολύ ευχαριστημένη από την εξέλιξη των πραγμάτων. Όλα πήγαιναν κατ' ευχήν και το ζώο όντως ήταν μια πολύ ευχάριστη παρέα, όχι μόνο για την ίδια αλλά και για όλους. Κανένας δεν είχε παράπονο, ίσως εκτός από μερικούς παράγοντες που δεν είχαν τόση σημασία.
Και η φύση άρχισε να εξαρτάται από το μικρό κόκκινο ζώο πριν καν το καταλάβει.


Το ζώο εξαφανιζόταν συχνά, όπως την πρώτη, παρθενική του εξαφάνιση. Ο ουρανός άνοιγε, διαμαρτυρόταν κάθε φορά που γυρνούσε, όμως μετά όλα επέστρεφαν στο φυσιολογικό. Το μεγάλωμα του ζώου έφερε και άλλες αλλαγές. Γινόταν δύστροπο προς την μαμά-φύση και τα τέκνα της, κλεινόταν σε σκοτεινιές σπηλιές που ήταν απαγορευμένες, και χρησιμοποιούσε βία και επιθέσεις σε αδύναμα όντα. Η μαμά-φύση δεν μπορούσε να αντιδράσει, ήξερε ότι η διαδικασία αλλαγής και ωρίμανσης είναι απαιτητική και θέλει θυσίες. Η μαμά-φύση άρχισε να χάνει το κύρος της μπροστά στα υπόλοιπα πλάσματα. Το κοκκινότριχο ζώο ήταν άπιαστο, μία θα συμπεριφερόταν σαν δυνάστης και μία σαν άγγελος. Η φύση του μιλούσε, προσπαθούσε να το συνετήσει. Ήταν γνωστό πια ότι του είχε αδυναμία, δεν μπορούσε έτσι απλά να το εξορίσει. Όμως έπρεπε να παραδεχτεί ότι οι μέρες που εξαφανιζόταν της έλειπε, όπως έλειπε και σε όλα τα υπόλοιπα πλάσματα. Η φύση ολόκληρη είχε αναπτύξει μια μεγάλη αγάπη προς το πλάσμα, ακόμα και αν δεν ήταν ο καλύτερος χαρακτήρας που θα μπορούσε να είναι. Ίσως ήταν το έντονο κόκκινο τρίχωμα του που τους μάγευε, ίσως η ομορφιά που ανέδιδε η φωνή του όταν είχε όρεξη. Η φύση είχε αγαπήσει μια διπλή προσωπικότητα. Μια προσωπικότητα ενός σκληρού δύστροπου δυνάστη και ενός υπέροχου εραστή που λατρεύει την ερωμένη του περισσότερο κάθε μέρα.


Ο κόσμος γύρω τους, μαύρισε. Έπεσε σκοτάδι, και πολλά φυτά μαράθηκαν. Τα πουλιά πέθαιναν κάθε μέρα και η μαμά-φύση καθόταν στις ρίζες των δέντρων που έκλαιγαν ρίχνοντας τα φύλλα τους. Έκλαιγε και αυτή, έκλαιγαν και τα δέντρα, έκλαιγε και ο κόσμος όλος. Το ζώο είχε φύγει εκείνες τις μέρες και η φύση ένιωθε μόνη και προδομένη. Η εξάρτηση είχε φτάσει σε εξωφρενικά επίπεδα. Όλη η φύση είχε εξαρτηθεί από την παρουσία της φωτεινής κόκκινης παρουσίας είτε ήταν στις καλές της, είτε στις κακές της. Η μαμά-φύση δεν τραγουδούσε πια τις νύχτες με φεγγάρι, δεν χόρευε σε άγνωστους ρυθμούς.
Και τι δεν είχε κάνει για να πείσει αυτό το κέρινο ομοίωμα της κόκκινης αλεπούς να μείνει. Είχε διατάξει την φύση να υπακούει στις βουλές του, είχε χορέψει μόνο για εκείνο, του είχε χαρίσει φτερά για να πετάει παρά την απουσιά τους από την φύση του,  του είχε δοθεί ολοκληρωτικά. Σε αντάλλαγμα όμως, εκείνο έφευγε, χανόταν, εξαφανιζόταν για μέρες, εβδομάδες ίσως και μήνες. Ακόμα και όταν γυρνούσε ήταν ξανά ένα άγνωστο ζώο που ασκούσε αυτήν την ανόητη έλξη σε όλους παρά την δυστροπία του.


Ο καιρός περνούσε και ο κόσμος έπεφτε όλο και βαθύτερα στο κενό. Τα δέντρα πέθαιναν. Τα πουλιά είχαν εξαφανιστεί ή είχαν πεθάνει. Το ρυάκι είχε στερέψει, δεν κελαηδούσε το νερό πια. Η μαμά-φύση, ασπρισμένη και ματωμένη έψαχνε στο δάσος το χαμένο ζώο που της είχε κλέψει την ψυχή. Εξουθενωμένη και μούσκεμα στο αίμα, κάθισε στην άκρη ενός βράχου. Μπροστά της απλωνόταν το απόλυτο κενό. Δεν είχε ποτέ ξαναφτάσει ώς εκεί. Δεν διέκρινε τίποτα παρά το απόλυτο σκοτάδι. Ένα κενό πιο βαθύ από τα φριχτότερα της όνειρα. Το κοίταζε, όλο και πιο βαθιά, όλο και πιο κοντά...το πλησίαζε, το ένιωθε να την αρπάζει. Τρόμαξε, ξύπνησε και άρχισε να τρέχει. Τα πόδια της πονούσαν, η γή από κάτω της είχε γίνει σκληρή και άγονη. Έτρεχε, έτρεχε και ούρλιαζε το όνομα που μόνο εκείνη ήξερα για το ζώο μα εκείνο δεν απαντούσε. Έπεσε πολλές φορές, χτύπησε τα χέρια της, το πρόσωπο της, γρατσουνίστηκε ολόκληρη και απέκτησε μόλωπες στο αδύναμο κορμί της. Τελικώς χτύπησε το γόνατο της και έκατσε στις ρίζες ενός νεκρού πλέον δέντρου. Το κοκκινόχρωμο παράσιτο εμφανίστηκε από πίσω και ξεκίνησε να γλύφει τις πληγές της. Δεν το κοίταξε, δεν μπορούσε. Το άφησε εκεί, να γλύφει τις πληγές της. Όμως ένιωθε ένα εντονότερο κάψιμο, ένα βαθύτερο πόνο που προερχόταν από το εσωτερικό των πληγών. Κοίταξε τα πόδια της και στα σημεία που είχε γλύψει το ζώο το δέρμα σάπιζε ταχύτατα. Δεν αντέδρασε, το άφησε να συνεχίσει να γλύφει. Η αίσθηση την ικανοποιούσε αν και το ζώο φαινόταν να μην το απολαμβάνει. Ήταν σαν να της έκανε χάρη. Μια χάρη που της κόστιζε την ελάχιστη ζωή της.
Πήρε το ζώο αγκαλιά και εκείνο αντέδρασε. Αποστασιοποιήθηκε και την κοίταξε με μίσος και απέχθεια. Έκανε μερικούς κύκλους και τα μάτια του διέγραψαν ξεκάθαρα τον οίκτο και την αηδία. Καθρέφτιζαν την δική της οπτασία που πλέον είχε  κατατσακιστεί και γρεμιστεί.
Και ξάφνου, σαν το φώς που ανάβει μές το σκότος η μαμά-φύση ξύπνησε. Η μητέρα φύση νευρίασε με αυτό που έβλεπε στα μάτια του ζώου. Οίκτος? Απέχθεια? Αηδία? Για εκείνη?
Μα ποιό νόμιζε ότι ήταν τέλος πάντων? Τι πίστευε ότι έκανε? Θα της κατέστρεφε όσα είχε χτίσει με τόσο κόπο?
Κοίταξε γύρω της...το χώμα είχε μαυρίσει, τα δέντρα είχαν πεθάνει, ο ουρανός έλιωνε σε στάχτη και τα μόνα έμβια όντα ήταν τα σκουλήκια που μαζευόντουσαν πάνω της σαν να ήταν νεκρή.
Η μητέρα φύση ένιωσε ένα κάψιμο να ξεκινάει από τα σωθικά της και τα μάτια της εξεράγησαν σε πύρινες φλόγες. Το δέρμα της άρχισε να λιώνει ενώ εκείνη ούρλιαζε από οργή και μίσος. Μίσος για το μικροσκοπικό ζώο που της είχε κλέψει την ζωή με τόση ευκολία, μίσος προς τον εαυτό της που επέτρεψε κάτι τέτοιο να γίνει, μίσος για την αφέλεια της που μαγεύτηκε από τα νάζια και την γλύκα ενός υποκριτικού παρασίτου. Όσο όμορφα και αν ήταν αυτά τα μάτια, δεν ήταν τα μάτια που είχε πρωτοδεί.



Τώρα το ζώο έπαιρνε την μορφή ενός αποκρουστικού τεράστιου σκουληκιού. Η μητέρα-φύση φύσηξε πάνω του την πύρινη λαίλαπα που περιέκλυε το σώμα της και το είδε να καίγεται βγάζοντας μια τσιριχτή κραυγή που όμως δεν μπορούσε να διαπεράσει τον θυμό της και να την αγγίξει. Το σκουλήκι άρχισε να κλαίει και να σφαδάζει, εναλλάσοντας μορφές, μια σκουλήκι, μια ζώο με κόκκινο τρίχωμα προσπαθώντας να ξεφύγει. Η μητέρα φύση έτρεξε προς το μέρος του και το οδήγησε σε μια ξέφρενη καταδίωξη προς το σημείο του κόσμου που δεν είχε δημιουργήσει ποτέ. Το μαύρο και απόλυτο κενό.


Το σκουλήκι-παράσιτο έπεσε στην παγίδα και λίγο πριν χαθεί στο κενό προσπάθησε να αρπάξει το πόδι της μητέρας φύσης με την μορφή του ζώου. Η μητέρα φύση το άφησε να την ικετεύει ενώ μέσα της ο πόθος για εκδίκηση της προκαλούσε οργασμό. Κούνησε το πόδι της και κλότσησε το μισό σκουλήκι και μισό ζώο στα μάτια. Έπεσε ουρλιάζοντας στο κενό και έχασε πια εντελώς την μορφή του όμορφου ζώου, διατηρώντας τη μορφή του βρώμικου σκουληκιού.


Η μητέρα φύση έκανε μεταβολή και αντίκρυσε το κατεστραμμένο τοπίο. Πήρε μια βαθιά ανάσα, έσκυψε το κεφάλι της και έβαλε τα κλάμματα. Χωρίς δράματα, εντάσεις, και καταρρεύσεις. Σήκωσε το χέρι της και η φωτιά κάλυψε όλη την πλάση.  Ο χώρος είχε καθαρίσει όλα τα μικρόβια και την αηδία που είχε αφήσει πίσω του το βρωμμερό παράσιτο.


Και όλα θα έφτιαχναν από την αρχή. Όπως είχαν ξαναφτιάξει χιλιάδες φορές στο παρελθόν από επιθέσεις παρασίτων.