"Yet if hope has flown away,
In a night, or in a day,
In a vision or in none,
Is it therefore the less gone?"

-E. A. Poe

Δευτέρα 2 Απριλίου 2012

"Ο κόσμος δεν αξίζει το μίσος σου."



Κάποτε, κάποιος περαστικός, μου είχε φωνάξει από μακρυά: " Ει...εσύ εκεί!". Είχα γυρίσει με τον τσαμπουκά και το ύφος να στάζουν από κάθε μεριά του σώματος μου, μάτια που έκαιγαν δάση και χωριά και είχα φωνάξει στον άντρα: "Τι θές;". Ο άντρας δεν έκανε ούτε ένα βήμα πίσω. Έμεινε εκεί να με κοιτάει με τα χαρούμενα μεγάλα μάτια του που το μόνο που φανέρωναν είναι ειλικρίνεια. Με πλησίασε λίγο ακόμα και τα δικά μου πόδια οπισθοχώρησαν. Το κατάλαβε και γέλασε ελαφρώς, χαμηλώνοντας το κεφάλι του. Σκυφτός, έσκασε το ομορφότερο χαμόγελο που είχα δει ποτέ και έπιασε το αριστερό μου χέρι, ακόμα διατηρώντας μια απόσταση. Οι κινήσεις του είχαν κάτι το αριστοκρατικό, κάτι που μου θύμιζαν κατάλλειπα του πλούτου της Σμύρνης και της Μικράς Ασίας και είχαν κάτι το τρομακτικά οικείο. Δεν κατάφερα να κουνηθώ, ούτε να αντισταθώ. Οι λεπτεπίλεπτες κινήσεις του με καθήλωσαν και το θρασύ υφάκι ειρωνείας μου κατέρρευσε με ένα παρανοικό κρότο μέσα στο κεφάλι μου.
Ο άντρας είχε γυρίσει την παλάμη μου και την έψαχνε. Πρόσεξα ότι το χέρι του δεν είχε σημάδια, ήταν καθαρό, μαλακό και προσεγμένο. Σαν να μην ήταν αυτό που έμοιαζε σε όλον τον υπόλοιπο κόσμο, σαν να είχα διαπεράσει κάποιο υποθετικό στρώμα καμουφλάζ και έβλεπα το εσωτερικό να ακτινοβολεί. Ένα άρωμα προσέδιδε στην ατμόσφαιρα άλλο αέρα, τα λουλούδια που είχαμε στις καλοκαιρινές διακοπές στο χωριό, το σπιτικό φαγητό πίσω στην πόλη μου, τα εφηβικά μου φιλιά και οι μυρωδιές από εφηβικές αγορίστικες κολώνιες...
Το ρεύμα που με διαπέρασε όταν πίεσε το εσωτερικό της παλάμης μου το θυμάμαι ακόμα και τώρα, με μεθάει τις νύχτες και με μαγεύει στις πανσελήνους. Δεν ήταν ανθρώπινο άγγιγμα, δεν ήταν γήινο. Ο άνθρωπος αυτός ζεί στους αιώνες, γνωρίζει τα πάντα και διατηρεί την δομή του κόσμου σαν να ήταν ο στόχος της ζωής του. Είναι ο ισσοροπιστής του σύμπαντος, η συνδετική κλωστή ανάμεσα σε δύο κουρέλια που τραβιούνται από δύο σκυλιά.
Τα πόδια μου λύγισαν και με έπιασε πριν πέσω. Το χαμόγελο του με ζέσταινε και μου προκαλούσε μια εξωπραγματική ιδέα προστασίας. Η αγκαλιά αυτού του αγνώστου ήταν πιο ασφαλής και από την αγκαλιά της μάνας στο έμβρυο. Ο κόσμος γύρω μας χάθηκε και ξεκίνησα να κλαίω χωρίς να μπορώ να προσδιορίσω το γιατί. Ποιό ήταν το συναίσθημα που μου ξεκίνησε τα δάκρυα είναι άγνωστο....να ήταν η οικειότητα σε κάτι που ήταν δικό μου και το είχα χάσει; Η ιδιαίτερη χημεία που είχα με τον άνθρωπο που συμπλήρωνε τον πατέρα και την μητέρα μου, ο ίδιος ο χαμένος μου εαυτός, η απύθμενη αγαλλίαση της ασφάλειας;
Έσκυψε από πάνω μου, κουρνιασμένη καθώς ήμουν στα αγγελικά του χέρια, και μου ψιθύρισε: "Θα πέσεις,αλλά θα το αντέξεις. Ο κόσμος δεν αξίζει το μίσος σου."
Και εκείνη τη στιγμή σήκωσα το κεφάλι μου και είδα μόνο μια σκιά χαμόγελου, πρίν εξαφανιστεί εντελώς η παρουσία του. Η ζεστασιά πάνω μου, έμεινε για πολλές πολλές μέρες ακόμα. Όμως, εκείνη τη στιγμή, εγώ έπεσα από τα σύννεφα, ίσια κάτω στο σκληρό πεζοδρόμιο, και στην απτή πραγματικότητα. Όταν πια σηκώθηκα, είχε βραδιάσει, και το φεγγάρι στόλιζε τον ουρανό σαν υπέρλαμπρο διαμάντι.