"Yet if hope has flown away,
In a night, or in a day,
In a vision or in none,
Is it therefore the less gone?"

-E. A. Poe

Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2013

H αληθινή ιστορία της νύχτας I



Έστιψε ένα τσιγάρο και με κοίταξε πρόστυχα. Έλαμπε ολόκληρη από χαρά, τα μάτια της σπινθύριζαν κάτω από το φώς της φωτιάς. Έβλεπα το τσιγάρο να μπλέκεται στα δάχτυλα της και να ξεπροβάλλει από τις χλωμές παλάμες της και τότε κατάλαβα πώς ήταν ώρα για αφήγηση. Πήγα λοιπόν κοντά της, έκατσα οκλαδόν μπροστά στη φωτιά και την κοίταξα με ενδιαφέρον. Εκείνη χαμογέλασε κλείνοντας τα μάτια της και άναψε το τσιγάρο. Ήταν έτοιμη να αρχίσει.
"Δεν ξέρω αν σου έχω μιλήσει ποτέ...για την νύχτα. Την ίδια την νύχτα, το βάθος της, το σκότος της, το είναι της.." ψέλλισε και κοίταξε έξω,στο απέραντο σκοτάδι.
"Όχι...ποτέ." Με το ζόρι κρατούσα την περιέργεια μου να μην της επιτεθεί με ερωτήσεις και φράσεις,στις οποίες ήξερα ότι δεν θα έπαιρνα ποτέ απάντηση. Έπρεπε να μου πεί την ιστορία με τον δικό της τρόπο και στον δικό της χρόνο.
"Έχεις μουδιάσει από την αγωνία, το νιώθω. Όλο σου το κορμί έλκεται από το δικό μου στόμα. Η γλώσσα βλέπεις είναι πολύτιμος σύμμαχος."
Έκανε μια μακρυά παύση ρίχνοντας μου κλεφτές ματιές να δεί αν θα συγκρατηθώ. Με δοκίμαζε κάθε φορά πριν μου εμπιστευτεί την σοφία της, αλλά την είχα πλέον συνηθίσει οπότε δεν έβγαλα τον παραμικρό ήχο.
"Ξέρω ότι είσαι έτοιμος να μάθεις.Δεν ξέρω αν εγώ είμαι έτοιμη να σου πώ, αλλά δεν με νοιάζει. Πρέπει να ξέρεις...
Δεν πρέπει να ήμουν 15 χρονών όταν έκανα τα πρώτα μου βήματα στην μαγεία, αγόρι μου. Ήμουν μικρή αλλά το πάθος και η ένταση της περιέργειας μου δεν με άφησαν να ησυχάσω. Έπρεπε να εξελιχθώ, έπρεπε να μαθαίνω συνεχώς περισσότερα, όλο και περισσότερα και πάλι ένιωθα αχόρταγη. Δεν θέλω να μπώ σε λεπτομέρειες,άλλωστε τις ξέρεις και εσύ. Όμως αυτό που μου έκανε πάντοτε την περισσότερη εντύπωση ήταν ένα. Όση δύναμη και αν εξέπεμπε ο ήλιος,πάντα η σελήνη εξέπεμπε περισσότερη. Όσο φώς και αν προσέδιδε ο ήλιος, το φεγγάρι πάντοτε στις πανσελήνους τον νικούσε. Όσο όμορφο και αν ήταν το κίτρινο, ζεστό του χρώμα, τόσο μαγική, μυστήρια ήταν η ασημένια χροιά της σελήνης. Σαν παιδιά δεν θέλουμε το κοινότυπο αλλά ψάχνουμε το εξεζητημένο, ψάχνουμε εκείνο  που δε βλέπεις κάθε μέρα γιατί έτσι το συνηθίζεις. Και εγώ μαγεύτηκα και ερωτεύτηκα παράφορα,γιέ μου, την σελήνη.
Τάχθηκα υπέρ της και την υποστήριξα με όποιο τρόπο μπορούσα όποτε μπορούσα. Είχαμε πλέον γίνει ένα. Μου μιλούσε τις νύχτες που φοβόμουν και με συμβούλευε τις νύχτες που περιφερόμουν έξω άσκοπα. Ο ήλιος ήταν απλά ένας πατέρας που γνωρίζεις την ύπαρξη του αλλά δεν παίρνει ποτέ παραπάνω τον χρόνο σου,ούτε και ασχολείται και πολύ μαζί σου. Τον σέβεσαι, σου δίνει ζωή, αλλά ώς εκεί.  Η σελήνη ήταν η μάνα, που σε προσέχει, σε φροντίζει, σε νοιάζεται και είναι εκεί σε κάθε σου βήμα. Ακόμα και τώρα που στα λέω αγάπη μου νιώθω το ζεστό της χάδι στο μάγουλο μου, την βεβαίωση της ότι όλα θα πάνε καλά. Μεγάλωσα λοιπόν και εγώ, εξελίχθηκα σε γυναίκα, κόρη της σελήνης και πλέον ενήλικη. Από τότε άρχισα να την αγνοώ, είχα έναν ολόκληρο κόσμο ενηλικίωσης να εξερευνήσω και να δοκιμάσω..τόσες γεύσεις, αρώματα, εμπειρίες! Η σελήνη έμεινε μόνη της...ο ήλιος λίγα μόνο μπορούσε να κάνει για να την παρηγορήσει καθώς δεν είχε και πολύ χρόνο στη διάθεση του κάθε μέρα.Μόνο τη στιγμή που συναντιόντουσαν τα βλέματα τους πριν αποχωρήσει ο ένας από τους 2 για να δώσει την θέση του στον άλλο. Η σελήνη πληγώθηκε βαθιά και εγώ ήμουν τυφλή από τα νιάτα, δεν έβλεπα πόσο κακό της έκανα. Σταμάτησε να με βοηθάει, δεν ακολουθούσε κάθε βήμα μου, δεν την ένιωθα κοντά μου και το χειρότερο είναι ότι δεν με ένοιαζε. Δεν με ενδιέφερε πλέον η σελήνη, δεν θεωρούσα ότι μου χρειάζεται, πίστευτα ότι ήμουν αρκετά μεγάλη να χειριστώ τα πάντα μόνη μου. Ένιωθα ολοκληρωμένη και παντοδύναμη.
Μέχρι που το σκότος άρχισε να κυριαρχεί. Ο ήλιος ήταν ανύμπορος να κυριαρχήσει επί του χάους και σκιές μας κυνηγούσαν στους δρόμους. Είχε λυθεί όλη η δαιμονική πλάση και έτρεχε ξέφρενη μετά την αποχώρηση του ηλίου. Η σελήνη, χαμένη στην θλίψη της, πέτρωσε και δεν ξαναολοκληρώθηκε να δώσει το μαγευτικό της φώς στον κόσμο. Οι δαίμονες ήταν πλέον παντού. Κρυμμένοι μέσα σε άλλους ανθρώπους, θαμμένοι στα έγκατα της γής, κάτω από την επιφάνεια του νερού, πάνω στον ουρανό, είχαν κατακλύσει τον πλανήτη. Και εγώ να τρέχω σαν μανιακή στους δρόμους να ξεφύγω από τους εφιάλτες μου ευχόμενη με όλη την ψυχή μου να ξημερώσει, να μην πονάνε άλλο οι τύψεις και οι καταχνιές. Αλλά ο ήλιος δεν μπορούσε να κάνει τίποτα και εγώ έτρεχα και έτρεχα λαχανιασμένη ψάχνοντας κάπου σωτηρία. Οι νύχτες του παρελθόντος είχαν πια περάσει ανεπιστρεπτί, αυτές οι νύχτες που φώναζες κάτω από το φώς Της, "κάνει να μην ξημερώσει μάνα! Κάνε να μην φύγει ποτέ αυτό το βράδυ!". Όχι,όχι, αυτές οι νύχτες ήταν πια ξεχασμένες. Κυρίως για εμένα. Σε βλέπω και ανατριχιάζεις αγόρι μου...σε εκπλήσει να με βλέπεις τόσο ανήμπορη και υπαίτια? Ήμουν μικρή...δεν ήξερα. Δεν ήξερα. Η δύναμη του σκότους ώς τότε ήταν άγνωστη παρουσία για μένα.
Ο κόσμος έχασε την αγνότητα του. Μαζική παράνοια κατέκλυσε όλους τους ανθρώπους. Κανείς δεν γλίτωσε. Αργότερα από ερευνητές ειπώθηκε ότι αυτό έγινε ώς αντίδραση του εγκεφάλου να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Και αφού τα δεδομένα ήταν εκτός λογικής,ο εγκέφαλος προσπάθησε να την αποβάλλει. Οποιαδήποτε μορφή λογικής. Η τρέλα κυριάρχησε..Άνθρωποι πέθαιναν, οι έγγυες αυτοκτονούσαν, οι άντρες σφάζονταν μεταξύ τους, οι γέροι δεν έβγαιναν από τα σπίτια τους και βίωναν ένα αργό και ψυχοφθόρο θάνατο.Όλα φαίνονταν μάταια και όλοι ήθελαν μέσα στην τρέλα τους επιβεβαίωση. Κάπου να κρατηθούν, να τους πεί κάποιος ότι όλα θα πάνε καλά. Αυτά δεν θα τα βρείς σε κανένα βιβλίο ιστορίας, σε κανένα χειρόγραφο, σε καμία βιβλιοθήκη. Μόνο κάτι παλιές μάγισσες σαν και εμένα μπορούν να στα πούν και κάποιες τα έχουν αποτυπώσει σε απαγορευμένα βιβλία μαγείας περιγραφικά. Ο "μαύρος θάνατος" όπως ονομάστηκε αργότερα δεν φαινόταν να αποδυναμώνεται.
Η μόνη που ουσιαστικά μπορούσε να αντιδράσει ήταν η σελήνη. Όμως μέσα στην θλίψη της είχε αποσυρθεί πίσω από τον ήλιο και κρυβόταν στα πιο απομονωμένα σημεία. Ήταν αδύνατο να βρεθεί και μόνο ένα άτομο γινόταν να επικοινωνήσει μαζί της. Δεν πρόκειται να σου πώ πώς αγόρι μου, μην με κοιτάς έτσι. Έχω ορκιστεί και θα το πάρω στον τάφο μου μαζί μου.Δεν μπορώ να σου πώ το πώς το έκανα. Θέλω απλά να ξέρεις ότι το έκανα. Και την έπεισα να γυρίσει, και την έπεισα ότι είναι παντοδύναμη και ξόρισε τα άψυχα δολερά πλάσματα στα έγκατα της γής.
Αυτό δεν θές να ακούσεις? Κρίμα που δεν έγιναν έτσι τα πράγματα. Οι δαίμονες ξέσκιζαν σάρκα και ψυχή καθε βράδυ σε όλο τον πλανήτη. Οι μάγισσες και οι μάγοι προσπαθούσαν να επικαλεστούν την μάνα σελήνη, χωρίς αποτέλεσμα. Αργότερα προσπάθησαν να απωθήσουν έστω και προσωρινά τα δαιμόνια, έχοντας μικρή επιτυχία. Μια χρονιά ξεκληρίστηκαν 20 οικογένειες μάγων από αυτά τα θανατηφόρα πλάσματα ως επίδειξη δύναμης και κυριαρχίας. Λούστηκαν το αίμα των θυμάτων και για ένα βράδυ φανερώθηκαν σε όλες τις πόρτες αφήνοντας σημάδια αίματος σε κάθε αυλή, πόρτα,πόμολο...Παντού το έκαναν να μοιάζει με θυσιαστήριο.Οι εναπομείναντες μάγοι, έχοντας εξ'αρχής λιγότερο κουράγιο και θάρρος, έκαναν πίσω και δεν ξαναπροσπάθησαν ποτέ να αντιταχθούν στις σκοτεινές δυνάμεις.Μερικοί από αυτούς αποφάσισαν να ακολουθήσουν τα βήματα τους. Μερικοί αποσύρθηκαν στα βουνά προσπαθώντας να ησυχάσουν,χωρίς αποτέλεσμα. Κάθε βράδυ τα δαιμόνια τους ζητούσαν και μια θυσία. Ένα κομμάτι της ψυχής τους κάθε βράδυ. Μέχρι που πέθαναν όλοι όσοι είχαν παραιτηθεί από την προσπάθεια να εξοντώσουν τους κατακτητές.
Βλέποντας τα αυτά η σελήνη,κρυμμένη πίσω από τον καυτό ήλιο, έπεσε σε ακόμα βαθύτερη θλίψη. Ένιωθε υπαίτια της καταστάσεως και χωρίς αυτοσυγκέντρωση και εμπιστοσύνη στον εαυτό της δεν θα κατάφερνε τίποτα. Την μέρα ο ήλιος προσέφερε λίγες ώρες ηρεμίας και το βράδυ όλα ήταν ξανά τα ίδια. Μέχρι που ήρθε το καλοκαίρι,κάτι που τα ήδη χαζά δαιμόνια δεν είχαν υπολογίσει.

Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2013

Η παραίτηση του συγγραφέα


Είναι πραγματικά λυπηρό που τόσες κόλλες μένουν κενές και εσύ ποτέ δεν ξέρεις πότε και πώς να ξεκινήσεις. Ακόμα πιο λυπηρό είναι και που όταν ξεκινάς μένεις μετέωρος πάνω από τα σβησμένα σου. Είναι η άρνηση να δεχτείς ότι όλα έχουν αλλάξει αλλά δεν μπορείς να προσδιορίσεις τι ακριβώς σε έχει απογοητεύσει πιο πολύ από όλα, ο εαυτός σου ή μήπως τα υπόλοιπα? Και τι είναι τα υπόλοιπα?
Στηρίζεις το κεφάλι σου στα χέρια και καταρρέεις χαμένος στο λαβύρινθο των όσων δεν μπορείς να πείς. Υποτίθεται όμως ότι εσύ μπορούσες πάντα να εκφράζεσαι ελεύθερα και συνειδητά στο γράψιμο σου.  Αντίθετα με το παρελθόν τώρα είσαι φιμωμένος. Δεμένος χειροπόδαρα, ούτε καν αλληγορία δεν μπορείς να φτιάξεις! Κοίτα σε στον καθρέφτη, κοίτα τι ράκος που κατέληξες! Που είναι τα περασμένα σου μεγαλεία, οι πόλεις, τα ρομάτζα, οι ανείπωτοι τρόμοι και φόβοι τις νύχτες? Σε τι κρεβάτια θυσίασες τα όνειρα σου, συγγραφέα, σε τι χαμένα στενά έχασες την επιθυμία σου για καταξίωση και αξιοπρέπεια? Ποιός ρούφηξε από μέσα σου κάθε δύναμη, κάθε ασπίδα, κάθε ίχνος ζωής? Κλάψε συγγραφέα, γιατί τώρα κανείς δεν θα σε σώσει. Ούτε οι στάχτες από το τασάκι,ούτε τα άδεια μπουκάλια, ούτε καν η συντροφία. Τώρα είσαι στα χέρια της μοναξιάς.
Με ακούς? Κοίτα πώς είσαι! Κοίτα! Δεν έχει πάτο το βαρέλι για σένα? Δεν έχει τέλμα η κάθοδος της απαξίωσης! Α, κοίτα. Κάνεις πως δεν ακούς...Εγώ όμως δεν ήρθα για να φύγω με άδεια χέρια. Εγώ ήρθα για να σε πάρω μαζί μου. Και αλήθεια, δεν πρόκειται να φύγω όσο και αν με αγνοείς, όσο και αν κάνεις ότι δεν με ακούς. Μπορεί να μην μπορώ να σε φέρω με την βία, μπορεί να είμαι ανίκανη επαφής αλλά μπορώ να σε πληγώσω πάρα πολύ. Μην με δοκιμάσεις σε παρακαλώ. Μην με φέρεις σε εκείνο το σημείο.
Μην ανάβεις τσιγάρο ανθρωπάκο, εκεί που πάμε δεν έχει τασάκια.Τι λές? Θέλεις να μείνεις εδώ? Μα πριν λίγο δεν με φώναξες? Επικαλέστηκες με φανερή οργή την αυθεντία μου και τώρα με διώχνεις? Αυτά δεν γίνονται, εγώ καλέστηκα και θα ανταμειφθώ και ας πάρει όλο το βράδυ. Θέλεις να μιλήσουμε, να σε βοηθήσω να το δεχτείς πιο εύκολα? Όχι? Τώρα δεν θα μου μιλάς καθόλου?
Εντάξει λοιπόν...δεν μου αφήνεις άλλη επιλογή. Κοίτα και τις δικές σου επιλογές και σε παρακαλώ μην αρχίσεις να παραληρείς. Τιποτένιες πράξεις χωρίς σημασία, αποφάσεις παρμένες χωρίς λόγο...Μη σβήνεις τα φώτα!! Δεν θα εξαφανιστώ ούτε θα με τρομάξει το σκότάδι. Ανήκω στο σκότος του, όπως και εσύ. Παιδί του είσαι και αγαπημένο τέκνο. Έλα...έλα σταμάτα να κλαίς. Ω έλα εδώ...έχω έναν ώμο και για σένα. Ξέρω ότι θυσιάστηκες. Ξέρω ότι πονάς. Αλλά δεν θα σε αγαπήσει πότε όσο σε αγαπάει η τέχνη. Είναι ανίκανη να το νιώσει αυτό το αίσθημα όπως όλοι οι απλοί άνθρωποι. Έπρεπε και εσύ να αγγίξεις την ευτυχία για να καταλάβεις ότι μόνο δυστυχία κρύβει στις πτυχές της. Έπρεπε να χαιδέψεις τα μαλλιά της και να γευτείς την γλυκιά της μυρωδιά για να συνειδητοποιήσεις ότι δεν θα σου ανήκει ποτέ όπως σου ανήκει αυτή η πένα και αυτό το χαρτί. Η ευτυχία φίλε μου είναι δίκοπο μαχαίρι. Ποτέ δεν επεφύλασε κάτι αποκλειστικά καλό. Το είδες και μόνος σου ότι μόνο κακό σου έχει κάνει. Έλα, έλα μαζί μου συγγραφέα...πάμε κάπου που ανασφάλεια δεν υπάρχει και θα έχεις ότι χρειάζεσαι. Θα είναι δίπλα σου μονάχα αυτοί που σε νοιάζονται. Θα είμαι και εγώ, πιστή σου φίλη, η μοναξιά..Θα έχεις όλο τον χώρο δικό σου για να γράφεις, για να πονάς, για να τρέφεις την πληγή σου...έλα...έλα...έλα...