"Yet if hope has flown away,
In a night, or in a day,
In a vision or in none,
Is it therefore the less gone?"

-E. A. Poe

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

Το σκηνικό του τρόμου



Εκείνη τη μέρα θα πηγαίναμε σινεμά. Μου είχες πεί ότι είχες βρεί μια υπέροχη ταινία, από εκείνες που μου άρεσαν, από εκείνες τις περίεργες με τα πολλά πρόσωπα και τους δολοφόνους. Σε έβλεπα να με κοιτάς και αναρωτιόμουν αν έπρεπε να στο πώ. Θα σε έκανε τόσο ευτυχισμένο μα και τόσο λυπημένο ταυτόχρονα. Σε όλη την ταινία δεν μπορούσα να το βγάλω από το μυαλό μου και εσύ ακόμα με κοιτούσες να γελάω αχνά χωρίς να καταλαβαίνεις γιατί.
Βγήκαμε έξω στο διάλλειμα και βαλθήκαμε να κοιτάμε τις αφίσες παλιών ταινιών. Δεν μπορώ να θυμηθώ ποιές ήταν αλλά εσύ, τις ήξερες όλες και εγώ σε θαύμαζα με ένα αθώο παιδικό ύφος. Άρχισες να μου λές ιστορίες από την εποχή που ήσουν παιδί. Πέρασες δύσκολα χρόνια τότε, το ξέρω, μου το είχες ξαναπεί όταν σε είχα πρωτογνωρίσει. Ο πατέρας σου πέθανε πρίν σε γνωρίσει και η μητέρα σου σε εγκατέλειψε λίγα χρόνια μετά αφού δεν μπορούσε να σε συντηρήσει. Μεγάλωσες σε μια φάρμα, έξω από το Κεντάκυ, σε ένα ζευγάρι που σε αγάπησε περισσότερο από όσο θα μπορούσα ποτέ εγώ να σε αγαπήσω. Κάθε φορά που μου έλεγες την ιστορία τα μάτια σου έλαμπαν και τα σωθικά σου έσπαγαν σε μια προσπάθεια να μην χυθεί αυτή η λάμψη στα μάγουλα σου. Σου έπιασα το χέρι και σου είπα ότι όλα ανήκουν πια στο παρελθόν. Ό,τι και αν είχε γίνει, εγώ θα ήμουν εκεί πλέον. Το ήξερα, μα πάνω απ' όλα, το ένιωθα ότι τίποτα δεν ήταν καλά και πώς έπαιρνα μεγάλο βάρος πάνω μου, αλλά ήθελα να το κάνω. Άλλωστε είχα τα καλύτερα νέα να σου αναγγείλω.
Μπήκαμε ξανά στην αίθουσα μόλις χτύπησε το κουδούνι και καθίσαμε στις ίδιες θέσεις. Κάτι είχε αλλάξει μεταξύ μας. Δεν με κοιτούσες πια καθόλου, και έμενες σιωπηλός ότι και αν έκανα. Ένιωθα τους παλμούς σου να χτυπούν φρενιασμένα και άρχισες να ιδρώνεις. Όταν η ταινία μπροστά μας έσβησε απότομα γύρισα και σε κοίταξα με αγωνία.
"Και τώρα τι?" σε ρώτησα.
"Τίποτα. Τίποτα απολύτως" ψέλλισες ενώ γύρισες να με κοιτάξεις με το πιο παγωμένο βλέμμα που είχα δει ποτέ.
Ο κόσμος γύρω μας αγχώθηκε, αναδεύτηκε. Ακούστηκε ένα βουητό σαν να έβγαινε από τα σπλάχνα της γής και εγώ πιάστηκα σφιχτά από το μπράτσο σου. Η αίθουσα σείστηκε, σαν να ήθελε να μας αποτινάξει όλους από μέσα της. Άρχισαν να τρέχουν έξω και σε τράβηξα. Ήσουν ακίνητος σαν πέτρα και χλωμός. Σου φώναζα, "αγάπη μου, έλα σε παρακαλώ, πάμε έξω, λατρεία μου κινδυνεύουμε έλα," μα εσύ, τίποτα. Δεν ήθελες να κουνηθείς. Έκανα να φύγω και εκείνη την στιγμή μου άρπαξες το χέρι. Πρίν γυρίσω να σε κοιτάξω σκέφτηκα ότι το κόλπο μου έπιασε, είχα καταφέρει να σου αποσπάσω την προσοχή. Μα όταν σε είδα κατάλαβα ότι έπρεπε να φύγω όσο πιο γρήγορα γινόταν από κοντά σου. Τα μάτια σου είχαν γουρλώσει και το πρόσωπο που τόσο αγάπησα είχε διαστρεβλωθεί σε μια γκροτέσκα, σκοτεινή μορφή που με κοιτούσε απειλητικά. Μου ξέφυγε μια κραυγή και κατάφερα να χαλαρώσω την λαβή σου τραβώντας απότομα το χέρι μου.
Η μόνη μου σωτηρία ήταν τα πόδια μου. Σκόνταψα πολλές φορές ενώ σε άκουγα από πίσω μου να βρυχάσαι και να φτύνεις καθώς προσπαθούσες να παραμερίσεις το πλήθος που βρισκόταν σε έκσταση. Προσπάθησα να ανέβω τις σκάλες, γλίστρισα σαν παιδάκι, και έπεσα κάτω. Η μύτη μου μάτωσε και κανείς δεν σταμάτησε να με βοηθήσει. Ήταν σαν αυτή η τυχαία αίθουσα σε αυτό το τυχαίο σινεμά να είχε εκπέμψει κάποιο αέριο που έκανε τους πάντες τρελούς. Τους πάντες εκτός από εμένα.
Σηκώθηκα όπως μπορούσα και έφτασα επιτέλους έξω. Μια γυναίκα με στολή σερβιτόρας του 60 στεκόταν μπροστά από την είσοδο με γυρισμένη την πλάτη. Η πόλη ήταν άδεια, και είχε ξαναβγεί ο ήλιος, παρ' όλο που δεν είχαν περάσει καν δύο ώρες από την ώρα που σκοτείνιασε. Σαν ταινία, οι δρόμοι που έφτανε το μάτι μου ήταν σκονισμένοι, βρώμικοι και άδειοι. Εφημερίδες σκορπισμένες εδώ και εκεί, και ένα ελαφρύ αεράκι να περικυκλώνει το χαμένο χώρο. Πλησίασα την σερβιτόρα η οποία φαινόταν να μιλάει στο κενό. Πέρασα μπροστά της, ακουμπώντας την απαλά και αντίκρυσα το ίδιο το χάος στο πρόσωπο της.
Τα χαρακτηριστικά της είχαν λιώσει σε ένα ανάποδο χαμόγελο, ενώ τα μάτια της χύνονταν πρόστυχα στα σάπια μάγουλα της. Μια άναρθρη κραυγή ξέφυγε από τα μαυρισμένα χείλη της και εγώ άρχισα ξανά να τρέχω, να γλιτώσω από αυτόν τον παραμορφωμένο εφιάλτη. Το πλήθος στο σινεμά προσπαθούσε να βγεί και να τρέξει και αυτό, μα κάτι το εμπόδιζε. Δεν ξέρω ακόμα και σήμερα γιατί απλά δεν άνοιγαν τις πόρτες. Ήταν σαν να είχαν παραλύσει και τα χέρια τους να μην λειτουργούσαν πλέον. Με διέκρινες φευγαλέα όταν ήρθα αντιμέτωπη με τον τρόμο και ούρλιαξες από προσμονή. Έσπασες τις πόρτες και άφησες το ξέφρενο κύμμα από παραζαλισμένους ανθρώπους να ξεχυθεί στους δρόμους.
Και εγώ συνέχισα να τρέχω, με εσένα από πίσω μου να κραυγάζεις, να ουρλιάζεις, να σου φωνάζω πώς με τρομάζεις και να μην με ακούς...
Προσπάθησα να σε κάνω να χαθείς. Θυμάμαι ξεκάθαρα τα στενά του βρώμικου λιμανιού που σε οδήγησα μα εσύ με μύριζες. Ακολουθούσες την αχνή όψη της οσμής μου και σχεδόν στρατηγικά, ανίχνευες τον χώρο γύρω σου για να με εντοπίσεις. Δάκρυα αυλάκωναν τα μάγουλα μου και η καρδιά μου σπάραζε αλλά δεν σε ένοιαζε. Δεν διέσχισαν σκιές τα γαλανά σου μάτια, ούτε πληγώθηκε η ψυχή σου στο βωμό της αγάπης μας. Απλά συνέχισες να με κυνηγάς ενώ έτρεχαν τα σάλια από τις άκρες του στόματος σου. Σωστό αγρίμι.
Σαν τελευταία προσπάθεια διαφυγής, έτρεξα όσο άντεχα προς το δικό μου οχυρό, το σπίτι μου. Με το ζόρι κρατήθηκα όρθια και αναζήτησα τα κλειδιά μου στην βαθιά τσέπη που κοσμούσε το φόρεμα μου. Η ανάσα σου που ακουγόταν τόσο κοντά μου, μα και τόσο μακρυά μου ταυτόχρονα με άγχωνε και μου πήρε αρκετή ώρα μέχρι να καταφέρω να ανοίξω την πόρτα. Ούρλιαζα κάθε φορά που τα χέρια μου έτρεμαν και δεν έβρισκαν τον στόχο και αυτό σε βοηθούσε να με βρείς. Όταν επιτέλους άνοιξα, αντίκρυσα το τελειωτικό χτύπημα της παράνοιας.
Στον άδειο χώρο μπροστά μου οι τοίχοι είχαν βαφτεί κάτασπροι και ένα ογκώδες, ψηλό έπιπλο στεκόταν δίπλα στον τοίχο. Πίνακες στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο, κρεμόντουσαν αφύσικοι πάνω στον τοίχο μπροστά και δεξιά του επίπλου. Δύο μίζερες, αποστεομένες κοπέλες καθόντουσαν δίπλα δίπλα στο ογκώδες έπιπλο, και κοιτούσαν το κενό. Η γυμνία τους τις έκανε να τρέμουν και να κλάινε κάτω από το αδηφάγο βλέμμα ενός δυνάστη ζωγράφου, που ζωγράφιζε χωρίς χρώμματα.
Η σκηνή με τρέλανε. Τα μάτια μου δεν νοούσαν την κατάσταση, δεν αντιλαμβάνονταν το περιστατικό και γι' αυτό του εναντιώθηκαν την στιγμή που το πρωτοείδαν. Όρμησα φρενιασμένα πάνω στους στοιβαγμένους πίνακες και τους έσκισαν με τα νύχια και τα δόντια μου. Οι κοπέλες τρόμαξαν από την αναμαλλιασμένη και βρώμικη όψη μου αλλά δεν αντέδρασαν. Παρέμειναν ακίνητες, τα αποστεομένα, περήφανα μοντέλα ενός τρελού αχρήστου. Ο ζωγράφος με κοιτούσε με απόλυτη απάθεια, λές και οι πίνακες δεν ήταν δικοί του, σαν να μην τον ενδιέφερε ούτε στο ελάχιστο. Γύρισα και τον κοίταξα με τον θυμό να ξεχειλίζει από τα σωθικά μου και εκείνη την στιγμή ακούστηκε ένας απίστευτος κρότος.
Στεκόσουν εσύ, πίσω μας έχοντας σπάσει την πόρτα και εισβάλει μέσα. Ο παρανοικός ζωγράφος χαμογέλασε και κούνησε ενδεικτικά το καθαρό πινέλο του στη μεριά σου. Σαν υπνωτισμένος υπάκουσες, και έκατσες και εσύ στο ογκώδες έπιπλο δίπλα στα μοντέλα. Ακίνητος, με μάτια που γυάλιζαν σαν να ήταν φτιαγμένα από λευκό γυαλί.
Τελικώς, απευθυνόμενος σε εμένα, ο ζωγράφος έκρωξε με την πιο σατανική φωνή που έχω ακούσει ποτέ μου να κάτσω κάτω, στην βάση του επίπλου. Τα χείλη του δεν κινήθηκαν ούτε στιγμή, μα η φωνή του ακούστηκε καθάρια στο μυαλό μου. Χωρίς να το θέλω, γδύθηκα με αηδία και φρίκη και έκατσα στο πάτωμα. Ο μικρός Θεός μας κοίταξε, χαμογέλασε και πάλι, και ξεκίνησε τον αόρατο πίνακα του, με τα αόρατα χρώματα του, από την αρχή. Τα δάκρυα των κοριτσιών από πάνω μου ράντιζαν τα μαλλιά μου αλλά δεν μίλησα.
Όσο περνούσαν οι μήνες και εμείς μέναμε εκεί, αναλλοίωτοι και ακίνητοι, η κοιλιά μου φούσκωνε. Δεν στο  είπα ποτέ, τελικά, ότι είμαι έγγυος. Η συνεχής αλλαγή στο σκηνικό του τρόμου που είχαμε συνθέσει, έστελνε τον ζωγράφο κάθε μέρα σε έκσταση, την ίδια που είχαν αντιμετωπίσει τα μάτια μου μια μέρα πριν με σκοτώσει.
Γιατί, αυτό το σκηνικό του τρόμου, μόνο αιώνιος θάνατος μπορεί να είναι.


Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2011

Χωρίς Λόγο



Μα κάθε φορά που κουνιόταν, ο πόνος σούβλιζε τα πλευρά του σαν να τον διαπερνούσε μια λάμα από κακόβουλο ψύχος. Κάθε φορά που έκανε οποιαδήποτε κίνηση, το σώμα του του θύμιζε ότι πλέον δεν είχε αντοχές, δεν είχε το κουράγιο να αντέξει το βάρος της κατάστασης. Δεν θα έφτανε ώς το τέλος. Σύντομα θα πέθαινε και θα γλίτωνε από την ανάμνηση της πτώσης, της μετάνοιας και του πόνου.
Ήταν εκείνο το βράδυ που μη έχοντας τίποτα παραγωγικό να κάνει, είχε βγει μια βόλτα στο πάρκο να ηρεμήσει το μυαλό του. Η δουλειά δεν πήγαινε καλά, αυτό ήταν πια γνωστό και σύντομα η τέχνη του θα αποτελούσε παρελθόν. Οι καιροί ήταν δύσκολοι, ποιός ξόδευε πλέον έστω και μια δεκαρούλα για πολύπλοκα θεατρικά και δύσκολα διηγήματα? Άλλωστε είχε περάσει καιρός από την τελευταία του έκδοση, που μπορούσε να παραδεχτεί και ο ίδιος ότι ήταν ένα μεγαλειώδες φιάσκο. Έπρεπε απλώς να το δεχτεί. Ο κόσμος δεν έδειχνε κανένα ενδιαφέρον πλέον για το συγγραφικό του ταλέντο. Όσο πιο γρήγορα το δεχόταν, τόσο πιο γρήγορα θα εξοικειονόταν με την ιδέα να αναζητήσει την τύχη του σε κάποιο άλλο επαγγελματικό κλάδο, μακρυά από τον καλλιτεχνικό χώρο και την αβεβαιότητα που προσέφερε.
Απορροφημένος λοιπόν από τις σκέψεις του, και προχωρώντας όλο και βαθύτερα στο πάρκο της γειτονιάς του, η έμπνευση εισέβαλε στο κουρασμένο του κεφάλι, και ξεκίνησε να πλέκει πιθανότητες και τραγωδίες, γέλιο και πόνο, χαρά και θάνατο, εκατοντάδες, χιλιάδες, αναρίθμητες πιθανότητες ιστοριών με άπειρους χαρακτήρες και άπειρα περιστατικά που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην απόλυτη κατάρρευση του προσώπου. Ανέκαθεν τους χαρακτήρες του, τους σκότωνε ή τους τρέλαινε. Κάποια φυσική η παραφυσική πλοκή προκαλούσε την σταδιακή κατάρρευση και παράνοια του άτυχου μυαλού του χαρακτήρα. Συνήθως πιο πρίν δηλωνόταν η καλή φυσική και νοητική κατάσταση του εξιλαστήριου θύματος για να γίνει πιο τραγική η κατάληξη. Και φυσικά, στο τέλος, στις τελευταίες συνήθως λέξεις πετούσε και τίποτα πιο μυστηριακό και αινιγματικό, έτσι, για να αφήσει μια τρομακτική αίσθηση στον αναγνώστη ή στον θεατή. Αυτό ήταν το αγαπημένο του σημείο.
Είχε αφήσει στα νιάτα του πολλά ανολοκλήρωτα έργα, κυρίως γιατί οι εφηβικές ορμόνες δεν του επέτρεπαν την αφοσίωση στο αντικείμενο. Το ταλέντο του είχε αναγνωριστεί σχετικά νωρίς και έκτοτε, έκρυψε τις αδυναμίες και τα πάθη του στην σκιά του. Σαν ντροπαλός χαρακτήρας ποτέ δεν μιλούσε εύκολα, ούτε ξεκινούσε συζήτηση, μα ούτε και προσπαθούσε για την ανθρώπινη επαφή. Δεν το παραδεχόταν, αλλά στην πορεία θα καταλάβαινε ότι βρισκόταν στα πρώιμα στάδια κατάθλιψης, καθώς πλέον ήταν 42 χρονών και ακόμα τραγικά μόνος. Ποτέ του δεν παντρεύτηκε, ούτε και έκανε παιδιά. Διάολε, δεν θυμόταν καν πότε ήταν η τελευταία φορά που είχε ακουμπήσει γυναίκα. Όμως κάθε φορά που τον έπιανε το παράπονο, και στριφογυρνούσε στο μυαλό του η σκέψη ότι αυτός έκανε το λάθος και η ζωή του κατέληξε τόσο μίζερη, έβρισκε ξανά κάλυμμα στο έμφυτο ταλέντο του και δικαιολογούσε τον εαυτό του, σαν αδιάβαστο σχολιαρόπαιδο το πρωί της Δευτέρας. Ήταν από τις χειρότερες του μέρες όταν συνέβαινε αυτό. Κάπως έτσι βρέθηκε να περιφέρεται άσκοπα σε ένα σκοτεινό, μουντό πάρκο θρηνώντας τα εξίσου άσκοπα χαμένα του χρόνια και γεμίζοντας για ακόμη μια φορά το κεφάλι του με ψεύτικα πλασμένα πρόσωπα, παρηγορώντας τον εαυτό του. Αυτή ήταν η δική του πραγματικότητα.
Τα δέντρα γύρω του σχημάτιζαν σκιές στους τοίχους των διπλανών κτηρίων και του θύμιζαν τις φορές που είχε συνθέσει στα νιάτα του ένα μαύρο κουκλοθέατρο. Τα παιδιά ξετρελαίνονταν με αυτό. Μια τόσο λιτή, χοντροκομμένη φιγούρα μπορούσε να φέρει συναισθήματα στην επιφάνεια, συναισθήματα που μόνο μέσω των χαρακτήρων του είχε καταφέρει να ζήσει. Σε συνδυασμό με τα αχνά φώτα που διακρίνονταν ελάχιστα στην υγρασία της νύχτας, το τοπίο θα χαρακτηριζόταν το λιγότερο, μαγικό. Αν και δεν ήταν λάτρης του σκοταδιού, αυτή η ώρα της ημέρας αναγκαστικά έφερνε στο μυαλό του απόκοσμες υπάρξεις και τραγικά επεισόδια..που φυσικά όλα λάμβαναν μέρος στα βάθη του μυαλού του. Ποιός χαρακτήρας θα υπέφερε στην άβυσσο της τρέλας αυτή τη φορά? Ποιανού το μυαλό θα βασάνιζε μέχρι θανάτου? Η απάντηση στην ερώτηση αυτή δεν έμελλε να είναι παρά μόνο “ο εαυτός σου” και βαθιά μέσα του το ήξερε. Ο επικείμενος κίνδυνος όμως, δεν ήταν αρκετά φανερός για να τον υποψιάσει. Φαίνεται πώς οι σκέψεις του τον είχαν αποσπάσει αρκετά από την πραγματικότητα και τώρα πλέον βάδιζε σε δρόμους που, όπως έλεγαν οι ντόπιοι, έκρυβαν πολλά μυστικά. Και ποιός μπορεί να είναι τόσο ανόητος, να τους βαδίσει τόσο απερίσκεπτα?
Πέρασε αρκετή ώρα μέχρι να παρατηρήσει ότι πλέον γύρω του δεν υπήρχαν ξεκάθαρα φώτα. Οι δρόμοι είχαν πλέον σκοτεινιάσει σε βαθμό να μην ξέρει που πατάει. Την πρώτη φορά που σκόνταψε δεν ενοχλήθηκε, ούτε όταν βούλιαξε το πόδι του σε λακούβα με λασπόνερο. Η στιγμή που άρχισε να νιώθει μια απειλή να πλανιέται στην ατμόσφαιρα ήταν όταν συνειδητοποιήσε πώς πλέον δεν υπήρχαν ήχοι πόλης. Καμία πόλη δεν είναι απόλυτα ήσυχη, πόσο μάλλον η δική του που έχει ξεπεράσει το πολεοδομικό όριο κατοίκων της από τότε που καταστράφηκε το Δυτικό Βερολίνο λόγω αποτυχημένης κυβέρνησης.
Πρίν από περίπου μια δεκαετία το κύμα μετανάστευσης ήταν αβάσταχτο, αναγκάζοντας την πόλη να διευρύνει τους ορίζοντες τις ενσωματώνοντας παλιές, υποανάπτυκτες, περιφερειακές περιοχές, περιοχές που αποτελούσαν απαγορευμένα όρια για έναν νομοταγή πολίτη. Εκείνος είχε μεταναστεύσει λίγο πρίν την μεγάλη καταστροφή, στην συγκεκριμένη πόλη, χωρίς να γνωρίζει που ακριβώς πάει και τι ζωή θα βίωνε εκεί. Το μόνο που τον ενδιέφερε είναι ότι ήταν ομόγλωσση, αν και του είχε φανεί περίεργο καθώς όλη η υπόλοιπη χώρα μιλούσε μόνο Ιταλικά. Ο ίδιος δεν αντιμετώπισε πρόβλημα λόγω της έμφυτης αγάπης τους για τις γλώσσες, συνεπώς ταξίδευε συχνά στην υπόλοιπη χώρα, με αποτέλεσμα να μην γνωρίζει σχεδόν καθόλου την ίδια του την πόλη. Γι' αυτό και εκείνο το βράδυ, θα επιβεβαίωνε και ο ίδιος ότι είχε πλέον απόλυτα χαθεί.
Η αίσθηση του ότι πλέον δεν είχε τον έλεγχο τον έκανε να βγει από τις σκέψεις του και να κοιτάξει γύρω του απορημένος. Φυσικά και δεν θυμόταν πώς είχε καταλήξει στα στενά του παλιού λιμανιού, σε εκείνα τα στενά που το μόνο φώς το οποίο σε βοηθούσε το βράδυ ήταν αυτό του φεγγαριού. Για κακή του τύχη, εκείνο το βράδυ, φεγγάρι δεν υπήρχε. Βάδιζε απολύτως μόνος, χαμένος, στα σκοτεινά. Οι πέτρινες πλάκες που τον περικύκλωναν από τα γύρω κτήρια είχαν φθαρεί από τον καιρό και τις πλημμύρες κάνοντας την επιφάνεια τους να φαίνεται σάπια και μουχλιασμένη. Κάποιο είδος φυτού αναπτυσσόταν ανάμεσα στις χαραμάδες τους, και έμοιαζε σαν να δέσποζε εκεί καρτερικά περιμένοντας το επόμενο θύμα που θα ήθελε να κόψει κάποιο από τα μικροσκοπικά λουλουδάκια του. Αγκάθια κάλυπταν την περισσότερη επιφάνεια του φυτού, σκούρα και γερά. Καθώς περιεργαζόταν την πρωτοφανή για εκείνον χλωρίδα της παρακμιακής γειτονιάς, άκουσε ξαφνικά βήματα από πίσω του. Ερχόντουσαν γρήγορα και νευρικά πρός το μέρος του, κουβαλώντας μαζί τους μια ογκώδης σκιά που στο σκοτάδι δύσκολα διακρινόταν.
“Παρακαλώ...ποιός είναι εκεί?” είπε με όσο το δυνατόν πιο σταθερή φωνή. Ευχόταν το τρέμουλο στα χέρια του να μην φαινόταν στο σκοτάδι. Δεν ήθελε να καταλάβει κανείς την σύγχυση του που χάθηκε, ούτε τον παράλογο φόβο του για το σκοτάδι.
Τα βήματα δεν αποκρίθηκαν στο κάλεσμα του. Συνέχισαν να περπατούν γρήγορα και νευρικά, και εκείνος τα άκουγε όλο και πιο κοντά του. Ήταν σαν να προσπαθούσε κάποιος να ξεφύγει από κάτι που τον κυνηγάει, χωρίς όμως να βιάζεται τόσο πολύ για να τρέξει, ή να μην φοβάται καθόλου έτσι ώστε απλά να περπατήσει. Τα βήματα είχαν τον χαρακτηριστικό βηματισμό, τον χαρακτηριστικό ήχο που ο ίδιος είχε χρησιμοποιήσει πάμπολλες φορές στα κείμενα του. Το θύμα συνήθως περπατούσε με αυτό το βήμα όταν ένιωθε απειλή, όταν φοβόταν σαν παιδί, χωρίς όμως να θέλει να το δείξει. Ήταν το παιδικό, νευρικό βηματάκι σαν να ψάχνει την μαμά του ένα οχτάχρονο.
“Παρακαλώ...ποιός είναι? Που πάτε, έχετε χαθεί?” Το τρέμουλο άρχισε να ξεφεύγει από τα σωθικά του. Όσο πιο κοντά του άκουγε τους ήχους των βημάτων του αγνώστου ατόμου, τόσο πιο πολύ ένιωθε την ανάγκη να τρέξει ουρλιάζοντας προς οποιαδήποτε κατεύθυνση του φαινόταν πιο ασφαλής. Όντως, όμως, εκείνη την στιγμή το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να κλείσει τα μάτια του, να πάρει μια βαθιά ανάσα και να μείνει εκεί, ακίνητος, ένα με τον τοίχο δίπλα στο περίεργο φυτό. Ο τοίχος γλιστρούσε λόγω της υγρασίας και η απότομη επαφή της πλάτης του με αυτόν, έκανε το σώμα του να μετατοπιστεί απότομα στο πλάι. Μια μικρή κραυγή του ξέφυγε καθώς ένιωθε αόρατα χέρια να απλώνουν τα δάχτυλα τους και να διατρέχουν όλο του το σώμα, σαν μια σκοτεινή μάζα από πυκνό καπνό να παραβίαζε τα ρουθούνια του και να γέμιζε τα ταλαιπωρημένα του πνευμόνια.
Τα βήματα σταμάτησαν ακριβώς εκεί, ακριβώς μπροστά του. Ένιωθε μάτια να στυλώνονται πάνω του γεμάτα μίσος, γεμάτα σκοτεινό πάθος που αναζητούσε ζεστό αίμα και σάρκα να μασήσει.
Σύνελθε! Ούρλιαξε η φωνή μέσα στο κεφάλι του.
Σύνελθε γιατί αν δεν ανοίξεις τα μάτια σου να αντιμετωπίσεις ό,τι ή όποιον είναι μπροστά σου, δεν σε βλέπω καλά!
Επέμεινε η φωνή της λογικής. Και η φωνή της λογικής από όσα μπορούσε να θυμηθεί συνήθως είχε δίκιο. Μια απόφαση ήταν άλλωστε. Τι μπορούσε να στέκεται εκεί μπροστά του? Κάποιο μικρό αβοήθητο κοριτσάκι που θα το ηρεμούσε, θα το ανέβαζε στην πλάτη του και θα πήγαιναν μαζί να βρούν τούς γονείς του. Κάποιο μικρό παιδί που θα ήταν τόσο παρανοϊκά αβοήθητο όσο και εκείνος και αντί να χρειαστεί να το παρηγορήσει αυτός, θα τον παρηγορούσε εκείνο.
Όχι! Ξανά το ουρλιαχτό στο κεφάλι του.
Εσύ είσαι ο ενήλικας, για όνομα του Θεού! Άνοιξε τα μάτια σου και βοήθα το παιδί!
Μα δεν υπήρχε τίποτα. Τίποτα, απολύτως τίποτα, κενό ησυχία. Καμία σκιά στο βάθος να πλησιάζει, κανένας ήχος να τον τρομάζει με το σταθερό ρυθμό του, κανείς να τον κυνηγάει, τίποτα. Απολύτως τίποτα. Πλέον από μέσα του αναδυόταν ο θυμός.
“Μα μου κάνετε πλάκα?” Κραύγασε στο πουθενά. “Είσαστε σοβαροί? Τέτοιο άγχος και φόβος για να μου κάνετε μια γαμημένη πλάκα? Ποιός είναι? Βγείτε βρε δειλοί από τις κρυψώνες σας, γίνετε άντρες!”
Όμως κανείς δεν απαντούσε, και τίποτα δεν φαινόταν να βγαίνει από κάποιο μυστικό σημείο. Ήταν μόνος του, το ίδιος μόνος του όπως και την στιγμή που έβγαινε από το σπίτι του, την στιγμή που βάδιζε στο πάρκο, και στο δρόμο με τα ψηλά δέντρα. Παρέμενε το ίδιο μόνος, όπως ήταν πάντα.
Έριξε το κεφάλι κάτω και προσπάθησε να συνέλθει. Αργά η πλάτη του σύρθηκε στον γλιστερό τοίχο και έκατσε στα λυγισμένα πόδια του βάζοντας το κεφάλι στις παλάμες. Τίποτε από όλα αυτά δεν μπορούσε να είναι αληθινό. Σωστά? Σωστά. Τίποτε δεν είχε ακούσει πραγματικά? Σωστά? Σωστά?
Τότε τι είναι οι ήχοι που ακούγονται?
Σήκωσε τα μάτια του που γυάλιζαν βουτηγμένα στην τρέλα και την έλλειψη λογικής για να αντικρίσει γύρω του μαζεμένους αιωρούμενους ανθρώπους. Ο καθένας από αυτούς είχε μεγάλα μαύρα απαθή μάτια, με ανοιχτά στόματα και σκούρα πρασινωπά δέρματα, αποτέλεσμα της σήψης. Η απόκοσμη μάζα ανέδιδε μια μυρωδιά θυμιάματος και βρεγμένου χώματος. Η αιώρηση δεν ήταν σταθερή και οι φιγούρες κινούνταν ατάκτως πάνω και κάτω, ενώ μερικές ήταν σαν να έσβηναν, σαν να είχαν χιόνια, όπως πολύ συχνά του συνέβαινε και του ίδιου με την τηλεόραση του. Ίσως στο μυαλό του, ίσως στην μεταφυσική ατμόσφαιρα των ψευδαισθήσεων με τις οποίες ερχόταν αντιμέτωπος, η φιγούρες αυτές να έβγαζαν από μέσα τους ένα περίεργο, υπόκωφο βουητό. Σαν οι φωνητικές χορδές των φαντασμάτων να είχαν διαστρεβλωθεί με τέτοιο τραγικό τρόπο που τα ανοιχτά τους στόματα να μπορούσαν να προκαλέσουν μόνο αυτόν τον ήχο.
Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα σπαραξικάρδιο ουρλιαχτό που έβγαινε απευθείας από την ψυχή του. Κάτι μέσα του είχε σπάσει, κάποιο μικρό κομμάτι του μυαλού του δεν ήταν στο σημείο που έπρεπε να είναι. Τα πόδια του τον έβγαλαν από αυτή την κινητή παράνοια που συνέχισε να τον ακολουθεί για πολύ δρόμο, μέχρι που εξαντλημένος έφτασε στο σπίτι του. Τα χέρια του είχαν λερωθεί από τα χώματα των δρόμων, καθώς και το τζιν του. Έπεσε πολλές φορές στην προσπάθεια του να βγει από εκείνο το βρώμικο λιμάνι, και να φτάσει έστω και σωματικά σώος στο σπίτι του.
Μα σίγουρα, σίγουρα τα πράγματα μόνο χειρότερα θα μπορούσαν να εξελιχθούν.
Ω, αλήθεια. Το ήξερε. Ήταν μόνο η αρχή.


Το πρωί, το κεφάλι του το ένιωθε κάτι παραπάνω από τεράστιο και βαρύ. Το ένιωθε παραβιασμένο. Σπασμένο. Ραγισμένο. Προσπάθησε να σηκωθεί μα το μόνο που συνάντησε ήταν τραγική αντίσταση. Σαν να του κρατούσε κάποιος το κεφάλι κάτω, αφού το είχε γεμίσει με άμμο. Σύρθηκε και έπεσε από την ασφάλεια του κρεβατιού, στο οποίο δεν θυμόταν καν πώς είχε βρεθεί. Χωρίς να το περιμένει, πέφτοντας αντίκρισε άλλο ένα κορμί δίπλα του. Ένας ξαπλωμένος άνδρας βρισκόταν σε ένα ντιβάνι δίπλα στο κρεβάτι του. Ένας άνδρας που μόλις τώρα ξυπνούσε, και δεν μπορούσε με τίποτα να αναγνωρίσει.
Χωρίς πια να μετράει καθόλου το πώς ένιωθε το κεφάλι του, τινάχτηκε πάνω με γουρλωμένα μάτια. Έτρεξε στην κουζίνα του, κατά τα άλλα μικρού διαμερίσματος του, και αναζήτησε με πανικό το τηλέφωνο του. Έριξε μια ολόκληρη στοίβα με χαρτιά, χτύπησε μια καρέκλα που βρισκόταν μπροστά του, μα το χάος του διαμερίσματος του όσο και αν παραγκωνιζόταν δεν θα φανέρωνε το τηλέφωνο. Γιατί το τηλέφωνο βρισκόταν στο χέρι του ήρεμου άντρα που ερχόταν νυσταγμένος από το δωμάτιο του.
“Αυτό ψάχνεις?” είπε ψύχραιμα, τείνοντας το χέρι του. Έκλεισε τα μάτια και χασμουρήθηκε δυνατά.
Το φρενιασμένο βλέμμα του φαίνεται πώς τρόμαξε τον συνομιλητή του. Μα πώς τον έλεγαν? Δεν μπορούσε να θυμηθεί πώς τον έλεγαν. Γιατί για να βρίσκεται εκεί, άνετος και ψύχραιμος, του προσφέρει το τηλέφωνο για όνομα του Θεού, αυτόν τον άνθρωπο τον ήξερε και δεν μπορούσε να θυμηθεί ποιός είναι!
“Είσαι καλά...?” ρώτησε ο άγνωστος με ένα βλέμμα έντονης ανησυχίας. Τώρα πλέον πραγματικά ανησυχούσε.
“Ναι, ναι, είμαι μια χαρά. Πρέπει να πάω στο μπάνιο.”
Έκανε να φύγει περνώντας από δίπλα του, και ο άγνωστος τον λοξοκοίταξε με περιέργεια.
Δεν πειράζει, όλα είναι καλά. Απλά πρέπει να συνέλθεις. Όπως και εχθές, απλά έχεις κολλήσει. Τα παθαίνουν αυτά οι συγγραφείς.
Όχι. Δεν έπιανε. Δεν μπορούσε να πείσει τον εαυτό του ότι όλα ήταν καλά. Δεν μπορούσε να πείσει τον εαυτό του ότι θα θυμόταν ποιός ήταν αυτός ο άνδρας και τι έκανε στο διαμέρισμα του. Μα πάνω απ' όλα...δεν θυμόταν το ίδιο του το όνομα.
Μάρκ...όχι. Μάικ...όχι, όχι, σίγουρα όχι. Μικέλ! Όχι, δεν ήταν Λατίνος..όχι, όχι, δεν συνέβαινε αυτό, δεν γίνεται να έχει ξεχάσει το όνομα του!
Η γρήγορη ματιά που έριξε στον καθρέφτη του μπάνιου δεν του θύμισε τίποτα από τον παλιό εαυτό του. Μπροστά του βρισκόταν ένας άγνωστος άνδρας, το ίδιο άγνωστος με τον άνδρα που τώρα έπινε καφέ στην κουζίνα του. Πρόσταξε τον εαυτό του να συγκεντρωθεί. Δεν ήταν φυσιολογικό να μην θυμόταν το όνομα του. Δεν ήταν φυσιολογικό να μην ξέρει ποιός ήταν αυτός εκεί μέσα. Δεν ήταν φυσιολογικό, τίποτα από όλα γύρω του δεν ήταν φυσιολογικά. Ο κόσμος καταστρεφόταν, και τον έβρισκε στο κέντρο.
Τα χέρια του αυτόματα βρήκαν τον δρόμο τους αγκαλιάζοντας το κεφάλι του. Έσυρε την πλάτη του αργά στην πόρτα του μπάνιου και έκατσε κάτω με ένα μικρό τράνταγμα. H κίνηση αυτή, του θύμισε το χθεσινό βράδυ και ένας αναστεναγμός σκαρφάλωσε στα χείλη του από την ανάμνηση. Πρώτη φορά ένιωθε πραγματικά συναισθήματα, πραγματικές εμπειρίες. Δεν ήταν δημιουργήματα του μυαλού του, δεν τα ζούσε κάποιος ψεύτικος φανταστικός χαρακτήρας, δεν τα άλλαζε αυτός όπως ήθελε, τίποτα από όλα αυτά δεν τα προκαλούσε ο ίδιος. Του συνέβαιναν πραγματικά, και αυτός δεν ήξερε τι να κάνει. Μα το Θεό, δεν θυμόταν το ίδιο του το όνομα. Το όνομα που τον συντρόφευε εδώ και τόσα χρόνια.
Περίμενε. Πόσα χρόνια?
Τον έπιασε ξανά πανικός. Πλέον ήταν σίγουρος ότι η τρέλα είχε χτυπήσει την πόρτα του. Όλα έβγαζαν νόημα. Οι παραισθήσεις, οι ήχοι, η αμνησία, ένας Θεός ήξερε πώς έφτασε χθές σπίτι του, δεν θυμόταν το όνομα του ούτε καν την ηλικία του και...
“Όλα καλά εκεί μέσα?” φώναξε ο άγνωστος απ' έξω διακόπτοντας τις σκέψεις του.
“Ναι, φυσικά...σε λιγάκι βγαίνω” αποκρίθηκε. Κανείς δεν έπρεπε να καταλάβει τίποτα. Θα έβγαζε άκρη μόνος του. Σκούπισε τα μάτια του που είχαν δακρύσει, σηκώθηκε όσο πιο αποφασιστικά μπορούσε και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Η μορφή του τον τρόμαζε, αλλά έπρεπε να την δεχτεί και να την βελτιώσει. Θα ζούσε με αυτήν για την υπόλοιπη ζωή του. Όπως ζούσε και όλα τα προηγούμενα χρόνια...χωρίς να το θυμάται.
Βγήκε έξω όσο πιο ήρεμα και χαρωπά γινόταν. Δύσκολο μεν, αλλά το είχαν κάνει χιλιάδες φορές οι χαρακτήρες του πριν από αυτόν. Αυτός δεν θα τα κατάφερνε? Αδύνατον. Πείσμωνε τόσο απελπιστικά εύκολα όσο ένα γαϊδούρι.
Ήρεμος και πάνω απ' όλα προσποιούμενος ψυχραιμία, πλησίασε τον άγνωστο που πλέον φαινόταν απερίγραπτα αγχωμένος και ανήσυχος. Για κάποιο περίεργο λόγο όλα ξαφνικά θα έβγαζαν νόημα αν παραδεχόταν μια απλή φράση. Μια απλή λέξη, που θα την ανέπτυσε σε μια πρόταση. Δύο λέξεις μόνο που έκρυβαν μέσα τους την αλήθεια όλου του κόσμου, την αλήθεια που θα τον λύτρωνε από την μιζέρια και το άγχος και τον φόβο που είχε φωλιάσει στην καρδιά του.
Είμαι τρελός.
Κοιτώντας με νόημα τον άγνωστο, προσπάθησε να το προσεγγίσει διαφορετικά. Αν το έλεγε ξεκάθαρα θα τον τρόμαζε. Τον έβαλε λοιπόν να κάτσει κάτω, για να μην τον ταράξει πολύ. Ήδη το βλέμμα του δήλωνε απόλυτη ταραχή. Ας έκανε σταθερά, μικρά βηματάκια. Ω, ας ήταν τόσο εύκολο όσο πίστευε. Ας ήταν τόσο εύκολο να πεί σε κάποιον που ήξερε και έμενε σπίτι του ότι του είχε στρίψει, ότι ήταν θεότρελος, διαταραγμένος, σαν τους χαρακτήρες που έφτιαχνε κάθε μέρα προσποιούμενος τον παντοδύναμο στην δική του μικρή μιζέρια. Ω, ας ήταν εύκολο να το παραδεχθεί.
Μα όχι, όχι...δεν θα ήταν. Κανείς δεν θα του έκανε την χάρη. Ξαφνικά, δεχόμενος την κατάσταση επαναλαμβάνοντας την μέσα του, ήθελε μόνο ένα πράγμα. Ήθελε απλά να τρέξει, να χαθεί κάπου στο κενό της πλάνης του, να μην χρειαστεί να κάνει αυτό που έπρεπε να κάνει. Να μην κάνει τίποτα.
Και χωρίς να λογαριάσει τίποτα και κανέναν, τινάχτηκε πάνω φρενιασμένος και άρχισε να τρέχει. Η αντίσταση που συνάντησε στο γυαλί του παραθύρου δεν τον πείραξε την δεδομένη στιγμή. Όσο περνούσε η ώρα όμως, η πτώση τον έσκιζε στα δύο και η καρδιά του ούρλιαζε από τρόμο. Τα μάτια του δάκρυσαν σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να συνειδητοποιήσει τι είχε κάνει μόλις. Είχε πέσει οικειοθελώς από ένα παράθυρο πολυκατοικίας. Μόνος του. Οικειοθελώς.
Ήδη από τα πρώτα δευτερόλεπτα, και σταματώντας τον χρόνο το μετάνιωσε. Εκεί, στον αέρα, πέφτοντας στο χώμα, μετάνιωσε τον αυθορμητισμό της κατά τα άλλα αφύσικης κίνησης του. Γιατί δεν μίλησε σε κάποιον? Έστω γιατί δεν προσπάθησε λίγο ακόμα να το λύσει μόνος του? Καλύτερα να έβλεπε για όλη την υπόλοιπη ζωή του φιγούρες που δεν υπήρχαν, καλύτερα να μην θυμόταν καν ποιός είναι αλλά όχι, όχι αυτό. Δεν σκέφτηκε, όχι, δεν ήθελε να πεθάνει. Ήταν πολύ γρήγορη απόφαση, δεν έπρεπε να την πάρει.
Μα ήταν αργά πλέον. Εκείνος δεν θα μάθαινε το όνομα του αγνώστου και ο άγνωστος δεν θα καταλάβαινε ποτέ τι συνέβη, κανείς δεν θα μάθαινε ποτέ τι ένιωσε σε μόλις λίγες ώρες. Θα μείνει στην ιστορία ώς ένας άγνωστος, μέτριος συγγραφέας που αυτοκτόνησε χωρίς λόγο. Χωρίς λόγο.
Όχι από τρέλα.
Χωρίς κανένα, απολύτως λόγο.


Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2011

Θέλω να σε δώ να υποφέρεις.




Θέλω να δώ τα δάκρυα να κυλούν στο χονδρό και ατελές προσωπείο που έχεις στήσει.Να δώ το τσίρκο σου να χάνεται στην ομίχλη της θεικής οργής. Πρέπει να πέσεις, να χτυπήσεις, να πονέσεις, να παρακαλέσεις για βοήθεια. Καθώς τα σίδερα θα φυλακίζουν τα σωθικά σου και εσύ θα προσπαθείς να μην δείξεις πως πονάς, εγώ θα θερμαίνω το μέταλο που θα σε πυρώσει στο μέτωπο με την λέξη "ΠΡΟΔΟΤΗΣ". Θα γελάω σαν παρανοικός, σαν παιδί σε πάρκο και θα σε πονάω.

Θα βγάλω ένα ένα όλα σου τα δόντια και θα τα διασκορπίζω στο πάτωμα ενώ εσύ θα βλέπεις. Θα σε αναγκάζω εγώ να βλέπεις. Θα κόψω τα μαλλιά σου που τόσο αγαπάς, σε ένα δωμάτιο με χιλιάδες καθρέφτες και θα ουρλιάζεις. Οι τούφες σου θα συλλέγονται σε ένα κουβά που στο τέλος θα γεμίσει με πύρινες φλόγες. Χαρακιές θα στιγματίσουν το σώμα σου και θα δηλώνουν τις χειρότερες ιδιότητες σου. Ασέβεια, εκμετάλλευση, μίσος, ζήλεια, όλα θα φαίνονται στα πιο κρυφά και φανερά σου μέρη.

Το σώμα σου θα ατιμαστεί με κάθε πιθανό τρόπο. Θα ψάχνεις τα χαμένα σου κομμάτια, αυτά που έσπασες με δική σου θέληση και τα σκόρπισες, ένα σε κάθε κρεβάτι. Τα κομμάτιασες με μίσος, πιστεύοντας ότι έτσι θα κερδίσεις σεβασμό και καταξίωση. Θεώρησες ότι η συμβίωση με τον πόνο θα προκαλούσε δέος, και ότι η αναισθησία θα έκανε πιο εύκολη την χρήση ναρκωτικών. Όχι όμως.

Μα τι συμβαίνει άραγε κάθε φορά που πέφτεις το βράδυ να κοιμηθείς? Σε κατακλίζει η ευχαρίστηση του εαυτού σου? Σε τραβάει η δίνη της ικανοποίησης που επιτρέπει να μην αυτοτιμωρείσαι για τις πράξεις σου? Δεν έχεις κανένα ενδοιασμό άραγε? Και αν έχεις, τον λαμβάνεις υπ' όψιν σου για να μην επαναληφθεί? Γιατί προτιμάς να πληγώνεις από το να ευχαριστείς? Τι συμβάν σε κατέστρεψε τόσο πολύ που να θέλεις να εκδικηθείς το ανθρώπινο γένος?

Δεν έφταιγαν ποτέ οι άλλοι. Εσύ έφταιγες πάντα, όλα, εξ' αρχής, ήταν δικές σου πράξεις. Δικοί σου χειρισμοί, και παρ' όλο που ήξερες ότι ήταν λάθος εξακολουθούσες να τους επιλέγεις.
Γι' αυτό και η τιμωρία σου τώρα δεν είναι άδικη. Δεν είναι ούτε στο ελάχιστο.
Γι' αυτό και θα αφήσω το καλύτερο για το τέλος...

Θα σου γδάρω τον φλοιό των ματιών σου, και θα σε αναγκάσω να εισπνεύσεις τόση κοκαίνη... ω, τόση κοκαίνη και όπιο και θα σε βάλω να πάρεις πρέζα ενώ θα σε γδύνω από τις αμαρτίες σου βάζοντας φωτιά στο δέρμα σου.

Θέλω να σε δώ να υποφέρεις.