"Yet if hope has flown away,
In a night, or in a day,
In a vision or in none,
Is it therefore the less gone?"

-E. A. Poe

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2011

Η πορεία του παιχνιδιού (Prt. Ι)





Μιά φορά και ένα καιρό,
ήταν ένα μικρό κοριτσάκι, καθόλου όμοιο με όλα τα άλλα. Ήταν ένα μικρό,τοσοδούλικο κοριτσάκι, με έξυπνα, μαύρα, σπιρτόζικα μάτια που κοιτούσαν μέσα από το περιτύλιγμα. Ένα τόσο δα παιδί, που όμως είχε τον κόσμο στα πόδια του. Είχε τον κόσμο όπως τον ήθελε, μόνο με την δύναμη που ασκούσε το πνεύμα και τα μάτια της ψυχής του.
Ήταν ένα μικρό, πολύ-πολύ μικρό κοριτσάκι που του άρεσε να κάνει βόλτες στο σκοτάδι, μόνο του.
Το φώς του φεγγαριού το έβρισκε μαγευτικό. Και το φώς του ήλιου. Και όλα ήταν μαγευτικά όσο ήταν έξω στην φύση, στις λίμνες, στα βουνά, στις πεδιάδες και στα δάση.

Δάση. Της άρεσαν τα δάση πιο πολύ από όλα. Δεν χανόταν ποτέ, πάντα ήξερε που βρισκόταν και που πήγαινε.
Ίσως προσανατολισμός.
Ίσως διαίσθηση.
Ίσως τύχη.
Κάποια μέρα,λοιπόν, βγαίνοντας ένα κρύο φθινοπωρινό απόγευμα από το σπίτι, έτυχε να πάρει μαζί της μια καινούργια τράπουλα. Περπατούσε και περιεργαζόταν το αντικείμενο, και περπατούσε, και το κοιτούσε , και δεν έβλεπε που πήγαινε, που βάδιζε. Δεν φοβόταν, δεν ανησυχούσε. Ποτέ δεν αμφέβαλλε για τις δυνατότητες της.
Αρκετή ώρα μετά, αφού έβγαλε ένα τελικό συμπέρασμα για αυτά τα σκληρά χαρτιά με τους αριθμούς που κρατούσε στα χέρια της, ένιωσε μια ανεπαίσθητη απειλή στην ατμόσφαιρα.


Σκοτάδι περικύκλωσε τα βήματα της και μπροστά της απλώθηκε ένα πελώριο μονοπάτι, στοιχισμένο αριστερά και δεξιά με ψηλά, φουντωτά, σκούρα δένδρα.
Το μονοπάτι απλωνόταν μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι της, και το βάθος όλο και σκοτείνιαζε.
Η μικρή, τόση δά, καρδούλα της σφίχτηκε. Κοίταξε το ατελείωτο μονοπάτι με αβεβαιότητα και κοίταξε πίσω της. Για μια μόνο στιγμή, ο φόβος φώλιασε βαθιά στο στήθος της. Τα χεράκια της πάγωσαν και το βλέμμα της στυλώθηκε ξανά στο μονοπάτι.
Αυτή δεν φοβόταν. Δεν χανόταν. Δεν τρόμαζε.
Η σιγουριά μέσα της σειόταν από περιπτώσεις και πιθανότητες..
Τα μάτια της πετάριζαν νευρικά ενώ η μάχη της απόφασης μέσα της, ανάλωνε την ψυχική της υπόσταση.
Χωρίς καν να το σκεφτεί, κάνει το πρώτο βήμα μπροστά. Το πρώτο και αρχικό βήμα.
Στέκεται ξανά, κοιτώντας τον ουρανό. Δεν είχε ακόμα πολύ χρόνο μέχρι να σκοτεινιάσει. Αν ήταν να πάρει μια απόφαση, θα έπρεπε να την πάρει τώρα.
Και ήξερε ότι έπρεπε να την πάρει.
Ποιός μπορούσε να εγγυηθεί ότι το μονοπάτι ήταν το σωστό?
Ποιός μπορούσε να της πεί με σιγουριά ότι θα είναι ασφαλής στον δρόμο που δεν έχει βαδίσει ποτέ?
Μόνο ο εαυτός της. Και είχε υπερβολικά πολύ εμπιστοσύνη στον εαυτό της.
"Προχώρα" τον πρόσταξε.
Εκείνος, ανήμπορος να μην υπακούσει τον αφέντη του, ξεκίνησε.


Τα μικρά, μικρούλικα ποδαράκια της έκαναν σταθερά μα αβέβαια βήματα πρός το υπέροχο, μαγευτικό αυτό σκότος. Η έλξη που έβγαινε μέσα από την άβυσσο της φύσης, τράβαγε όλο το είναι της μικρής μας ηρωίδας.
Με την τράπουλα στα χέρια, σφιχτά κλεισμένη στις δύο μικρές της παλάμες, το κοριτσάκι προχωρούσε όλο και πιο βαθιά. Όλο και πιο ασταθή.
Αμφιβολίες γέμισαν τα σωθικά της. Μήπως δεν έπρεπε να μπεί? Μήπως είχε ακόμα περιθώριο να γυρίσει πίσω? Μήπως ήταν η πρώτη φορά που θα χανόταν?
"Όχι!" της φώναξε η φωνή στο κεφαλάκι της.
"Όχι. Τώρα το ξεκίνησες και θα το τελειώσεις. Δεν είσαι δειλή εσύ."
Μα ίσως να είμαι.
"Όχι. Δεν είσαι. Μπορείς να κάνεις τα πάντα αρκεί να το θέλεις."
Ίσως να μην μπορώ.
Η φωνή δεν απάντησε. Την άφησε να σκεφτεί τι είχε μόλις πεί.
Το ατρόμητο, πανέξυπνο κοριτσάκι είχε μόλις δηλώσει ότι δεν ήταν αρκετά έξυπνο ή ατρόμητο. Είχε δηλώσει ότι δεν ήταν αρκετά θαρραλέο και ότι δεν μπορούσε να καταφέρει ό,τι εκείνο ήθελε. Το μοναδικό στον κόσμο κοριτσάκι που ό,τι φανταζόταν μπορούσε να το κάνει πραγματικότητα με μοναδικό όπλο την πίστη και την εμπιστοσύνη στον εαυτό της, δήλωνε τραναχτά στο πνεύμα της: "Θα αποτύχεις!"
Τα άκρα της είχαν παγώσει, και εκείνη συνέχισε να περπατάει, κάθε βήμα και πιο αργά. Ο αέρας φύσηξε και έφερε χώμα στα καθαρά ματάκια της, που αμέσως δάκρυσαν. Το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί την δεδομένη στιγμή ήταν το σπίτι της.
Είχε λυγίσει. Και είχε ξεχάσει κάθε στόχο, κάθε σκοπό, κάθε στοίχημα που έβαλε ποτέ στο παρελθόν με τον εαυτό της να μην το κάνει.
Και εκεί, στο σκοτάδι των δέντρων και στο σκοτάδι που έπεφτε σιγά σιγά πάνω από το σωματάκι της, έκατσε σε μια ρίζα, κούρνιασε, και έβαλε τα κλάματα.

Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2011

Η κατάρα της συγγραφέως



[Γυναίκα στην σκηνή, καθισμένη σε μια καρέκλα, κοιτάει το κενό μπροστά της, χαμμένη στις σκέψεις της]

Καλώς ήρθες. Κάθισε. Βολεύεσαι? Μπράβο...ήρθες για να μιλήσουμε? Ξέρεις δεν νομίζω πώς είμαι σε θέση για την συζήτηση που θές να κάνουμε. [απάντηση αφανή άνδρα-παύση] Μάλιστα. Ναι, καταλαβαίνω. Μπορείς ελεύθερα να φύγεις. Φύγε. Σήκω.[παύση καθώς φεύγει ο αφανής άνδρας]

[Κοιτάει πίσω με την ίδια απάθεια με πρίν. Ξαναγυρνάει μπροστά το κεφάλι της και καρφώνει το βλέμμα στο ίδιο σημείο με πρίν.]

Άλλωστε εγώ θα προσποιηθώ ότι είσαι ακόμα εδώ. Γιατί είναι σκοτεινή νύχτα σήμερα και χρειάζομαι παρέα.[ Σαν να ξεμουδιάζει αρχίσει να αποκτά κίνηση και έκφραση] Τις σκοτεινές νύχτες όλοι θέλουμε κάποιον δίπλα μας. Ακόμα και αν δεν μας μιλάει, ακόμα και αν δεν μας κοιτάει. Απλά πρέπει να ξέρουμε ότι είναι εκεί. Δίπλα μας. Εγώ παλιά..πρίν σε γνωρίσω...είχα ένα μολύβι και ένα κομμάτι χαρτί. Και αν φύγεις...πάλι θα έχω ένα μολύβι και ένα χαρτί. Αλλά τώρα δεν έχεις φύγει, σωστά? [Ξανακοιτάει από εκεί που έφυγε ο αφανής άνδρας με προσμονή. Γυρνάει αρκετά λυπημένη. Σφίγγεται να μην κλάψει] Ναι, εκεί είσαι. Εκεί είσαι ακόμα, και ακόμα και αν δεν είσαι εγώ θα προσποιηθώ ότι είσαι. Και ξέρεις γιατί? Γιατί το έχω ανάγκη! Έχω ανάγκη να σε φαντάζομαι εκεί. Γιατί νομίζεις ότι σε βρήκα εξ'αρχής? Γιατί σε χρειαζόμουν..γιατί ήθελα έναν άνθρωπο.  Γιατί όλα τα αναθεματισμένα μολύβια και χαρτιά που μπορώ να βρώ δεν είναι το ίδιο! Δεν είναι εσύ! Και πώς τολμάς να φεύγεις έτσι, μια τέτοια σκοτεινή νύχτα? Πώς τολμάς να με εγκαταλείπεις όταν μου τα έχεις πάρει όλα?
Περιμένεις ότι θα κάτσω, ύσηχα, εδώ στην καρέκλα μου [κάθεται ήρεμα] και θα περιμένω να γυρίσεις? Ότι θα κοιτάω το κενό απαθής [κοιτάει το ίδιο σημείο με πρίν, απαθέστατα, όσο και πρίν] και θα μιλάω στον εαυτό μου?Και εσύ θα φεύγεις, και θα φεύγεις και εγώ θα πονάω και θα γράψω και θα σκίζω την χαρά νομίζοντας ότι θα σωθώ. Θα καταστρέφω τις αναμνήσεις μας για να γλιτώσω από το παρελθόν γιατί δεν θα το θέλω, θα με πληγώνει. Και όταν βαρεθώ να προσποιούμαι..θα βγώ στους δρόμους να σε ψάχνω? Και αν δεν σε βρώ...θα καταφύγω πάλι στα χαρτιά, στην αρρωστημένη έξαψη που σε έπιανε και εσένα με την δημιουργία, στην διαολεμένη κατάρα του Θεού να χρειάζομαι τα χαρτιά, χαρτιά και μολύβια, πόνο για να βγεί το τέρας από μέσα μου που με κατατρώει μέρα με την μέρα! Ανάθεμα σε, και το φεγγάρι απόψε είναι ολοστρόγγυλο ,και έφυγες, έφυγες χωρίς να πείς ένα γειά, χωρίς να με βοηθήσεις να το βγάλω από μέσα μου[ γρατσουνάει το στέρνο της σαν να γδέρνεται] Θεέ μου ο πόνος![κλαίει ελαφρά, πέφτει]
Και θα συνεχίσω να χρειάζομαι χαρτιά...και σκοτεινές νύχτες..και πόνο για να θρέψω την αρρώστεια μου. Θα συνεχίσω να σε φαντάζομαι κάθε βράδυ σαν να μην έφυγες ποτέ...θα συνεχίσω να σε ψάχνω σαν τρελή στους δρόμους κάθε πανσέληνο και θα φωνάζω, θα κραυγάζω με όλη μου την δύναμη για να με ακούσεις. Και το σκοτάδι θα καλύπτει κάθε σου βήμα, κάθε σου λέξη σαν να μην υπήρξες ποτέ!
Και ίσως κάποια μέρα να γυρίσεις και να διώξεις τους εφιάλτες και τις κραυγές, να διώξεις τα μολύβια, τα χαρτιά και τα ποτήρια γεμάτα με αλκόολ..να μην χρειάζονται πια, να μην τα θέλω για να ζήσω...
Και ίσως..κάποια μέρα...[σηκώνεται, αργά, συνέρχεται] να μην χρειάζεται να προσποιούμαι την παρουσία σου για να μπορώ να γράφω...[έχει κάτσει στην καρέκλα, καρφώνει για λίγο την ματιά της στο κενό και γράφει στο χαρτί που έχει πάρει από το πάτωμα]


Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2011

Υπέροχοι Άνθρωποι



Είναι δύσκολο να το πιστέψουμε. Ο κόσμος μας αποτελείται αποκλειστικά και μόνο από αυτόνομα υπανθρωπίδια που δεν γνωρίζουν την αλήθεια. Καμία αλήθεια. Δεν γνωρίζουν ποιοί είναι ή γιατί βαδίζουν στον κόσμο αυτό. Προσπαθούν να επιβιώσουν μέσα από μία σειρά πράξεων και κινήσεων που δεν ανταποκρίνονται στις ηθικές και τις αρετές που χρειάζεται η κοινωνία. Τα σαρκικά πάθη έχουν ορίσει την καθημερινότητα τους, καταλύοντας κάθε σκέψη, έκφραση, δημιουργία, πνευματικό πάθος...άγνωστες λέξεις σε λευκό χαρτί. Άγνωστα συναισθήματα που δεν εκφράζονται παρά μόνο υποθετικά. Κανείς δεν τους βοήθησε να τα βρούν μέσα τους, ή να τα ψάξουν στους άλλους παρατηρώντας τους. Οι ψυχές τους είναι χαμένες εξ' αρχής, χαμένες σε αυτή τη δίνη που παρουσιάζεται σαν φυσιολογικός τρόπος ζωής.
Όμως υπάρχουν οι Υπέροχοι Άνθρωποι. Εκείνοι που φωτίζουν τις βραδιές με συζητήσεις. Εκείνοι που με τις αξίες και τα ιδανικά τους κατακτούν όλο τον κόσμο όπως ο ηθοποιός κατακτά τον χώρο της σκηνής. Τους ανήκει ο κόσμος χωρίς καμία αμφιβολία. Μπορεί να είναι αμαθείς, ή ημιμαθείς, όμως είναι Υπέροχοι με κάθε πιθανό τρόπο που μπορείς να συλλάβεις με το μυαλό σου.
Οι τρόποι τους συνήθως είναι λεπτοί και έχουν αποκτηθεί μετά από πολύ περισυλλογή και εμπειρίες. Μπορεί να μην είναι  πιστοί στα κοινωνικά πρότυπα που προβάλει σαν σωστά η υψηλή κοινωνική τάξη, αλλά είναι ευγενικοί. Θα ακούνε πολύ, και θα σε κατευθύνουν αργά πρός το σημείο που κρύβεται η αλήθεια.
Οι Υπέροχοι Άνθρωποι γνωρίζουν ένα μέρος της αλήθειας. Οι ίδιοι θεωρούν ότι δεν γνωρίζουν τίποτα, αλλά εγώ ξέρω. Ξέρω πώς αυτοί θα μας δείξουν τον δρόμο για τα ιδεώδη. Αυτές οι αρχαίες, ιδανικές ψυχές θα καταφέρουν να επαναφέρουν την τάξη στην κατεστραμμένη, σάπια πολιτική κυριαρχία του σύγχρονου κόσμου. Με απόλυτη επίγνωση του σκοπού τους, θα βρούνε τον δρόμο πρός την αποτελεσματική αποκατάσταση του Αρχαίου Ελληνικού πνεύματος. Είναι λάτρεις της τέχνης, όσο αυτή μπορεί και προβάλει τα σωστά πρότυπα. Η τέχνη είναι για αυτούς τους Υπέροχους Ανθρώπους ένα μέσο επικοινωνίας με τον βαθύτερο τους εαυτό που βγαίνει σπάνια στην επιφάνεια. Κρατούν κρυφό ένα κομμάτι της ψυχής τους, το φυσικό, το αναλλοίωτο για να μην γίνουν ευάλωτοι. Γνωρίζουν ότι ο κόσμος δεν είναι ακόμα έτοιμος να τους υποδεχθεί. Θα προσπαθήσει να τους γειώσει, να καταστρέψει τα αιθερικά όνειρα τους με το σφυροδρέπανο του κομμουνισμού και με την αναρχική γροθιά.
Αντιλλαμβάνονται το πρόβλημα. Το σκέφτονται. Το αναλύουν. Και καταστρώνουν ένα σχέδιο βάση αυτού του σκοπού που μπορούν να πετύχουν στο κοντινό μέλλον. Η ζωή τους είναι η συνεχής αναζήτηση της αλήθειας που θα οδηγήσει στην επίλυση του εκάστοτε προβλήματος. Χωρίς τους Υπέροχους Ανθρώπους, αυτό ο κόσμος θα ήταν καμμένος, μαύρος, σκοτεινός και ανήθικος. Τον κρατάνε με νύχια και με δόντια να μην πέσει στα Τάρταρα, να μην αυτοκτονήσει λόγω της λανθασμένης, τιποτένιας ύπαρξης του. Τον συντηρούν όσο τους επιτρέπει το κοινωνικό πλαίσιο, και φροντίζουν γύρω τους να έλκουν και άλλους Υπέροχους και μη ανθρώπους. Μέσω του διαλόγου εκφράζουν τις απόψεις τους, γνωρίζουν με τι είδος συνομιλητή έχουν να κάνουν και προσαρμόζονται για να τον κατευθύνουν στην αλήθεια.
Δεν φοβούνται. Ποτέ δεν φοβήθηκαν να εκφράσουν την πραγματικότητα. Η πραγματικότητα είναι μπροστά σου, και θα έπρεπε να την βλέπεις. Αυτοί είναι οι μόνοι που άνοιξαν τα μάτια τους. Κοιτάνε και κρίνουν. Είναι οι Υπέροχοι Άνθρωποι.
Οι Υπέροχοι Άνθρωποι που είναι δύσκολο να βρεθούν. Αλλά όταν τους βρείς καταλαβαίνεις...ξέρεις ότι είναι μία στις χίλιες. Ξέρεις ότι αυτός γνωρίζει την αλήθεια. Υποσυνείδητα γνωρίζει τα πάντα.
Και αυτό είναι Υπέροχο.