"Yet if hope has flown away,
In a night, or in a day,
In a vision or in none,
Is it therefore the less gone?"

-E. A. Poe

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012

Μην νομίζεις ότι δεν μου χρωστάς.



Κοιτούσε συνέχεια τον ουρανό. Είχα καιρό να τον δώ και θύμιζε παλαιά καρικατούρα του εαυτού του. Δεν ξέρω γιατί γυρόφερνε εκείνη τη νύχτα στη λίμνη, ίσως έψαχνε την ηρεμία του, ίσως λύτρωση, ίσως κάποιο σημάδι να του την θυμίζει. Ακουγόταν στην πόλη ότι σύμμαχος του είχε γίνει το ποτό και το τσιγάρο, οι πιο κλισέ καταχρήσεις. Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι τα μάτια του στέγνωναν κάθε βράδυ όταν έπεφτε στο κρεβάτι για να κοιμηθεί. Φαντάζομαι ότι θα άπλωνε το χέρι του στην δεξιά μεριά του κρεβατιού και δεν θα ένιωθε να πάλεται κανένα σώμα, καμία αιθέρια ύπαρξη. Κανένα κορμί δεν θα έγερνε πάνω του το βράδυ για να νιώσει την καρδιά του να χτυπάει, κανείς δεν τον έψαχνε στη μέση της νύχτας επειδή είχε εγκαταλείψει την βραδινή του ονειροπόληση.
Και όμως, εκείνο το βράδυ ένιωθε ότι κάποιος τον έψαχνε. Όχι για να τον γυρίσει στο κρεβάτι, αλλά για να τον τραβήξει έξω. Ακολούθησε λοιπόν το κάλεσμα του ανέμου και ήρθε να με βρεί στο πλάι της λίμνης, εκεί που σύχναζε παλιά, πρίν χαθεί στην δίνη της αβύσσου.
Έκατσε δίπλα μου, γύρισε το κεφάλι του και μου έριξε ένα φευγαλέο βλέμμα. Μετά έστρεψε ψηλά τα μάτια του και κάρφωσε το βλέμμα του στα αστέρια.  Δάκρυα άρχισαν να κυλλάνε στα μάγουλα του, να στάζουν στα χείλη του, στη μύτη του, στο λευκό του μπλουζάκι...Ένα ποτάμι από δάκρυα. Και μόνο τότε μίλησε.
"Είναι μια από αυτές τις μέρες...Από αυτές τις μέρες που οι χειρότεροι σου εφιάλτες φαντάζουν παιδικά παραμύθια."
Έσκυψε το κεφάλι, σκούπισε βιαστικά τα μάτια του και κλείνοντας τα, έγειρε πίσω και ξάπλωσε. Λίγες ώρες αργότερα έσπασε τη σιωπή με ένα ψίθυρο: " Μην νομίζεις ότι δεν μου χρωστάς κάτι καλό Σύμπαν...μην νομίζεις ότι δεν μου χρωστάς."

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012

Με καπνό, αλκόολ και ψέμα.

Είχε πάει 4 και 12 και εγώ κυκλοφορούσα σαν την άδικη κατάρα στο σπίτι μου, με ένα μεγάλο νεροπότηρο, γεμάτο τσικουδιά. Όχι, αυτό είναι ένα ψέμα. Στο δεξί χέρι μου κρατούσα ένα μαγνητόφωνο και στο αριστερό το μπουκάλι ολόκληρο της τσικουδιάς. Ένα πλαστικό μπουκάλι νερού που περιείχε την γνωστή τσικουδιά, σπιτικής παραγωγής, ελαχίστως νερομένη, με ένα αδιάψευστο άρωμα καθαρού οινοπνεύματος. Αυτό λοιπόν ήταν το χθεσινό μου βράδυ που, τρελή, σηκώθηκα το χάραμα από το κρεβάτι μου για να νιώσω την δροσιά της νύχτας, ανοίγοντας όλες τις πόρτες και τα παράθυρα του διαμερίσματος μου. Μου φαινόταν τόσο φυσιολογικό, αλλά όταν δεν κοιμάσαι καλά το μυαλό σου παίρνει απότομες στροφές. Δημιουργείς αναμνήσεις που θεωρείς ότι ανακαλείς και πάνω σε αυτές χτίζεις συμπεράσματα από παράλλογες νοήσεις πραγματικότητας. Υποθέτω ότι οι τάσεις φυγείς με οδήγησαν στο μπαλκόνι, καθισμένη οκλαδόν με ένα άτεχνα στριμμένο τσιγάρο. Δεν καπνίζω.
Και αυτό είναι ψέμα. Καπνίζω. Και μάλιστα πολύ. Γι' αυτό έχω παντού τασάκια στο σπίτι, στάχτες πεταμένες εδώ και εκεί, κάνοντας το διαμέρισμα να μοιάζει με αποτυχημένο πίνακα του Πικάσο. Είναι η υπενθύμηση ότι έχω γεράσει. Δεν χρειάζομαι καθρέφτες στο σπίτι, τους έχω σπάσει ή κρύψει όλους. Ξέρω ότι το πρόσωπο μου είναι αυλακωμένο από ρυτίδες και πληγές, μαύρους κύκλους και ματωμένα μάτια. Ποιό το νόημα να αρνούμαι την αλήθεια, θα με κυνηγάει όπου και αν πάω. Οι περασμένες δόξες έχουν μείνει πάνω στους τοίχους να μου θυμίζουν την ομορφιά των νιάτων και της δόξας που κάποτε είχα. Αχ και οι νύχτες εδώ είναι ατελείωτες. Το ξέρεις ότι το φεγγάρι κάθε βράδυ με κοιτάζει περιπαικτικά και γελάει με εμένα?
Το μαγνητόφωνο είχε πέσει δίπλα μου, και εγώ είχα ακόμα αγκαλιά την τσικουδιά βγάζοντας πρόστυχα καπνό. Απλά ευχόμουν να ξημερώσει για να καταφέρω επιτέλους να κοιμηθώ. Όχι, είναι και αυτό ένα από τα ψέματα μου. Πρέπει να ελέγξω τον εαυτό μου. Έχω χτίσει τα πάντα σε ένα ψέμα και κάθε φορά που το συνειδητοποιώ καταρρέω. Δεν ήθελα να ξημερώσει. Ήθελα να απορροφηθώ από την νύχτα, να γνωρίσω τους δικούς της καπνούς και να εισβάλω στα κόκκινα φώτα της. Ήθελα να νιώσω όπως παλιά, όπως τότε που είχα νόημα και σκοπό, ένα προορισμό. Ήθελα να βγώ έξω στον δρόμο, σαν χαμένη, και να δώ τον εαυτό μου να με ακολουθεί με όλα μου τα χαρτιά, τους πίνακες, την έμπνευση μου, που έδιναν νόημα στο παρελθόν. Το ήθελα όμως. Και το ήθελα πολύ περισσότερο από το να δώ τα φλεγόμενα μάτια του από το απέναντι μπαλκόνι.
Και αυτό, είναι ψέμα.