"Yet if hope has flown away,
In a night, or in a day,
In a vision or in none,
Is it therefore the less gone?"

-E. A. Poe

Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2010

Καινούργιους τόπους δεν θα βρείς, δεν θα βρείς άλλες θάλασσες...






Είπες, “Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μιά πολις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.

Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή,

κ’ είν’ η καρδιά μου -σαν νεκρός- θαμένη.

Ο νούς μου ως πότε μες τον μαρασμόν αυτόν θα μένει.

Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω,

ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,

που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα”

Καινούργιους τόπους δεν θα βρείς, δεν θα βρείς άλλες θάλασσες.

Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς τους ίδιους.

Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς, και μες τα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.

Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις.

Για τα αλλού -μη ελπίζεις- δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.

Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ στην κώχη τούτη την μικρή, σ’όλην την γή την χάλασες.
 Καβάφης: Αλεξάνδρεια 1863 - 1933


Όταν είχα πρωτοδιαβάσει το συγκεκριμένο ποιήμα δεν το είχα νιώσει. Δεν είχα αντιληφθεί το βάθος του, ούτε και την απόλυτη σημασία του. Σήμερα, τα πράγματα είναι διαφορετικά....

Προσωπικά, η φωνή της Λαμπέτη, με μαγεύει πιο πολύ...


Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2010

Lover with Unknown





Look at me
Can't you see?
Where this feeling goes, where this feeling holds

Feel the pain
Die in vain
Where the sky goes, where the sky holds

Let me die
Make me cry
I cannot say no, i cannot go on


But when I say I leave, this means I leave for good
And when your vision goes, and when the world explodes
You shall not exist, you shall not remain
And before the final task, before the final mask
Look into your soul, you will not regret.

Hold my hand
Take me, and,
Whisper me your wish, whisper me your lie

Create a lie
Make them die
Let them go, innocence shall be


Life to the dead
Death to the living
Black and white, gray and black
The world has changed after you

Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου 2010

Θεία Δίκη



«Δεν έχω πολύ χρόνο. Αλλά πριν φύγω πρέπει να αφήσω το στίγμα μου πίσω. Δεν μπορώ να φύγω χωρίς μια εξήγηση, χωρίς τίποτα. Αλλά νιώθω ήδη την καρδιά μου να αδυναμεί. Ναι, ναι δεν έχω πολύ χρόνο…»




Η ραδιοφωνική εκπομπή που άκουγε τον είχε καθηλώσει. Μα ήταν, μα το Θεό, πολύ έξυπνο να βάλουν έναν εκφωνητή να διαβάζει νουβέλες τρόμου τις βραδινές ώρες. Αυτός δεν διάβαζε ποτέ…ούτε τον χρόνο είχε ούτε τα λεφτά για ένα τέτοιο άθλημα. ‘Έτσι αυτή η πειρατική ραδιοφωνική εκπομπή, τον βόλευε, ειδικά τώρα που δούλευε βράδυ. Βοηθούσε στο να μην κλείνουν τα μάτια του όσο ήταν στο τιμόνι. Είναι αλήθεια όμως ότι πέραν του γυμνασίου που είχε τελειώσει πριν πολλά χρόνια δεν είχε ανοίξει βιβλίο.
Μισούσε το σχολείο, και όταν πια πάτησε πόδι στο σπίτι του για να το σταματήσει τον έδιωξαν. Έτσι, μάζεψε τα κομμάτια του και μετά από πολύ καιρό που ζούσε σε άθλιες συνθήκες, κατάφερε να ορθοποδήσει με αυτή τη δουλειά.
Οδηγός νταλίκας.
Ακουγόταν πολύ άσχημα έτσι? Ναι το σκεφτόταν πολύ τα τελευταία χρόνια…αλλά από αυτό ζούσε και δεν μπορούσε απλά να το εγκαταλείψει. Να είναι καλά ο εργοδότης του που παρόλο που δεν είχε δίπλωμα στα 18 του, τον βοήθησε να μάθει να οδηγάει και του έδωσε δουλειά. Παράνομη μεν, κερδοφόρα δε. Μα άλλωστε…ζούσε ποτέ με βάση τον νόμο? Όπλα, ναρκωτικά, και παράνομο χρήμα μετέφερε καθημερινά, από παιδί.
Δεν μπορεί κανείς να πει ότι ο Μπόμπ πέρασε φυσιολογική εφηβεία. Έκλεβε, κάπνιζε, είχε μπλέξει με μαφίες και μυστικές υπηρεσίες. Και πάντα μα πάντα το αφεντικό του τον ξελάσπωνε. Πάντα ήταν εκεί γι αυτόν όποτε έκανε κάτι λάθος. Ναι τον τιμωρούσε όμως. Του έκοβε τον μισθό, μερικές φορές τον χτυπούσε…αλλά τον έσωζε το μόνο βέβαιο. Ποτέ του δεν κατάλαβε όμως γιατί…? Γιατί όλα αυτά, ειδικά στον Μπόμπ? Ναι το είχε απορία… Καλά δεν θα έσκαγε κιόλας. Του αρκούσε που ζούσε την ζωούλα του, χωρίς πολλές έγνοιες και τίποτα να μην πηγαίνει στραβά. Αυτή ήταν η ζωή του και δεν θα άλλαζε τώρα. Είχε συνηθίσει και….
Ντουμπ!
Τι ήταν αυτό? Κάτι πάτησε…η νταλίκα σείστηκε ολόκληρη. Δεν είναι δυνατόν….τι πάτησε, ολόκληρο ελάφι? Σταμάτησε απότομα. Κοιτούσε τα φώτα που φέγγιζαν στον δρόμο και οι σκέψεις πηγαινοέρχονταν σαν αστραπές. Μισούσε τα αίματα. Τα μισούσε, τα μισούσε, τα μισούσε….
Έπρεπε να κατέβει να δει έτσι? Δεν μπορούσε να αφήσει το….οτιδήποτε είχε περάσει κάτω από τις ρόδες της νταλίκας του… Πήρε μια βαθιά ανάσα, μάζεψε και τον φακό που ήταν στο κάθισμα του συνοδηγού, και πήγε να ανοίξει την πόρτα να κατέβει.
Αλλά η πόρτα δεν άνοιγε.
Έσπρωξε. Χτύπησε. Αλλά η πόρτα δεν άνοιγε. Εντάξει...θα έβγαινε από την πόρτα του συνοδηγού, δεν υπήρχε πρόβλημα. Πέρασε το άπλυτο σώμα του πάνω από τον λεβιέ ταχυτήτων και έκατσε στην διπλανή θέση. Και τότε ήταν που συνειδητοποίησε ότι ο εκφωνητής με την απαλή διαπεραστική φωνή δεν μιλούσε πια. Κραυγές διαπερνούσαν τα τύμπανα των αυτιών του. Τινάχτηκε πάνω και το έκλεισε με φρίκη. Έκλεισε τα μάτια του και σκέφτηκε το φώς…πόσο του άρεσε το πρωινό και όχι το σκοτάδι. Πήρε κουράγιο και πίεσε τον εαυτό του να πλησιάσει το χερούλι….και το τράβηξε. Όμως η πόρτα, δεν άνοιξε.




Πανικός τον κατέβαλε. Η κλειστοφοβία του έφτανε στα ύψη ενώ άρχιζε να έχει ταχυπαλμίες. Τι θα έκανε ο Μάρκ στη θέση του? Θα τον καλούσε, θα τον έπαιρνε τηλέφωνο να τον βοηθήσει, να τον ξελασπώσει για ακόμα μια φορά. Με την προϋπόθεση βέβαια ότι θα είχε σήμα εκεί που είχε βρεθεί…
Άρχισε να ψάχνει μανιωδώς το εσωτερικό της νταλίκας με σπαστικές κινήσεις. Κάτω από το κάθισμα, κοντά στον λεβιέ ταχυτήτων, πίσω από το τιμόνι μέχρι που το βρήκε κάτω από το χαλάκι στο κάθισμα του συνοδηγού. Λίγα ακριβώς δευτερόλεπτα πριν πέσει σε παραλήρημα…
Κάλεσε το νούμερο που είχε μάθει χρόνια τώρα απέξω και περίμενε να ακούσει την άλλη γραμμή να χτυπάει…
-Μπόμπ! Δεν σου έχω πεί να μην με παίρνεις εδώ μόνο όταν είναι έκτακτη ανάγκη? Γρύλισε ο Μάρκ από την άλλη γραμμή.
-Μάρκ έχω μπλέξει…δεν ξέρω τι συμβαίνει, είμαι κολλημένος στη μέση του πουθενά, δεν παίρνω μπρός, έχω κλειδωθεί μέσα, και έχω συγκρουστεί σε κάτι….Μαρκ δεν ξέρω τι να κάνω τι….
-Ρε ηρέμησε!! Τον διέκοψε ο Μαρκ. Τίποτα δεν τρέχει, αν έβαζες το μυαλό σου να δουλέψει θα είχες φύγει ήδη…Κατέβασε ένα από τα δύο παράθυρα και ξεκλείδωσε με τα κλειδιά βγάζοντας το χέρι σου έξω. Δεν ήθελε πολύ σκέψη. Και τώρα σε κλείνω και θα τα πούμε από κοντά όταν έρθεις…
Η γραμμή έπεσε. Υπό άλλες συνθήκες ο Μπομπ θα ήθελε να είχε πεθάνει με την τελευταία απειλή αλλά όχι τώρα. Ήταν υπερβολικά τρομαγμένος για να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο πέραν του πώς θα έβγαινε από εκεί μέσα.
Έβγαλε με βία τα κλειδιά από πίσω από το τιμόνι και κατέβασε το παράθυρο του μόνο λίγα εκατοστά ίσα για να χωράει το χέρι του…Τα μάτια του έκοβαν μανιωδώς βόλτες έξω μήπως καταφέρουν να εντοπίσουν κάτι που θα τον έκανε να ουρλιάξει και να λιποθυμήσει.
Για καλή του τύχη ξεκλείδωσε με επιτυχία και χωρίς κανένα πρόβλημα. Άνοιξε σιγά σιγά την πόρτα αποφασισμένος τώρα πια να κοιτάξει τι είχε πατήσει νωρίτερα. Προφανώς ήταν κάτι μεγάλο…πολύ μεγάλο…που τώρα θα σπαρτάριζε στην άσφαλτο ανήμπορο χωρίς να μπορεί να περπατήσει.
Τα βήματα του αργά, η ανάσα του γρήγορη, και ο πανικός στα ύψη. Αυτό προσπαθούσε να αποφύγει, και τώρα ήταν αντιμέτωπος μαζί του. Και έπρεπε να δει τι είχε περάσει κάτω από τις ρόδες του.
Φτάνοντας τόσο κοντά στο μπροστινό μέρος της νταλίκας αποφάσισε να το δεί γρήγορα, μια γρήγορα ματιά μόνο, και να κάνει μεταβολή για να χωνέψει αυτό που θα είχε δει.Πετάχτηκε μπροστά στην νταλίκα του σαν να αιφνιδιάζει παιδάκι που κλέβει σοκολάτες από το ντουλάπι, αντικρίζοντας το απόλυτο κενό. Το τίποτα…ούτε καν μια σταγόνα αίμα. Τα μάτια του αν έπαιζε σε κάποιο κινούμενο σχέδιο θα μεταλλάσσονταν σε δύο τεράστια ερωτηματικά. Δεν μπορούσε να καταλάβει με τι είχε συγκρουστεί.
Έκανε μεταβολή και σχεδόν τρεκλίζοντας άρχισε να κάνει ένα-ένα βηματάκια προς την πόρτα της νταλίκας με σκυμμένος κεφάλι προσπαθώντας να καταλάβει τι είχε μόλις γίνει.Και τότε την αντίκρισε.
Μια κοπέλα στεκόταν μπροστά του. Τα κομμάτια του σώματος της που μπορούσε να δεί, τα ακάλυπτα κομμάτια της, ήταν σάπια…σε μερικά σημεία μπορούσε να διακρίνει κόκαλα…σαπισμένο, πηγμένο αίμα…. Τα μαλλιά της, κάποτε ξανθά, τώρα μέσα στην ακαθαρσία, γεμάτα χώματα και αίμα, κάλυπταν το πρόσωπο της φτάνοντας μέχρι την μέση της. Η όψη της ήταν φρικιαστική και τα κουρέλια που φορούσε δεν βοηθούσαν στο να μην πανικοβληθεί ο Μπόμπ.
Άρχισε να φωνάζει, να οπισθοχωρεί με φρίκη και παραπατώντας βρέθηκε κάτω στην άσφαλτο σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Είχε έρθει κατά πρόσωπο με τον χειρότερο εφιάλτη του. Συνέχισε να φωνάζει, τώρα όμως ζητούσε απεγνωσμένα συγγνώμες και δικαιολογίες ότι δεν έφταιγε αυτός.
Η κοπέλα δεν φάνηκε να πτοείται…προχώρησε με αργό σταθερό βήμα προς το μέρος του ενώ αυτός ανήμπορος πια να αντιδράσει καθόταν στην άσφαλτο και απλά έτρεμε.
Αναμνήσεις περνούσαν πίσω από τα μάτια του, αφήνοντας πίσω τους το στίγμα της ενοχής. Πριν αρκετά χρόνια, είχε βρεθεί στον ίδιο δρόμο μεταφέροντας 35άρια πυροβόλα…καλό εμπόρευμα έπιασε πολλά στην μαύρη αγορά. Καθώς ήταν και πιο νέος είχε και παρέα μαζί του. Η παρέα πρότεινε να σταματήσουν σε μια εκεί κοντά να πιούνε 2-3 μπύρες και να ξεσκάσουν από το μακρύ ταξίδι. Σταμάτησαν λίγα μέτρα πιο κάτω, ένα εστιατόριο διανυκτέρευε με μόνη υπεύθυνη εκεί μια ξανθιά κοπέλα γύρω στα 22. Η παρέα μπήκε με θόρυβο μέσα και πιάνοντας ένα τραπέζι ζήτησαν από την κοπέλα να τους πλησιάσει. Ξεκίνησαν με μπύρα και προχώρησαν στα πιο βαριά. Είχαν όλοι καταναλώσει σημαντικές ποσότητες αλκοόλ, και δεν καταλάβαιναν τι έκαναν. Η κοπέλα τους πλησίασε και τους ζήτησε ευγενικά να αποχωρήσουν γιατί η ώρα ήταν περασμένη. Ήταν μεθυσμένοι όμως και δεν έλεγχαν τι έκαναν. Το αρρωστημένο μυαλό τους πήγε σε μία μόνο σκέψη, πάνω στο θυμό που είχε τολμήσει η κοπέλα να τους ζητήσει να φύγουν.Την ακινητοποίησαν και πάνω της εκτόνωσαν τις ορέξεις τους…
Την βίασαν. Ξανά και ξανά και ξανά. Η κοπέλα δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Ούρλιαζε, φώναζε για βοήθεια αλλά το μόνο που κατάφερνε ήταν να τους εξαγριώνει και να τους προκαλεί για περισσότερα. Όταν πια το ξημέρωμα έφυγαν, ακόμα μεθυσμένοι, η κοπέλα είχε πεθάνει. Φυσικά όλη η παρέα ξελασπώθηκε για άλλη μια φορά από “τα μεγάλα κεφάλια” αφήνοντας πολύ χρήμα στο τραπέζι των ξεπουλημένων.
Και τώρα βρισκόταν ολοζώντανη μπροστά του να έρχεται προς το μέρος του με τα τρεμάμενα ματωμένα χέρια της. Έκατσε στα γόνατα της χωρίς να τραβήξει το βλέμμα της από πάνω του. Τα μάτια της,κενά από ζωή, κοιτούσαν με μια ειρωνική συμπάθεια τον ανήθικο οδηγό, μεταφέροντας τον φόβο μέσα στο αίμα του. Άπλωσε το χέρι της και το πέρασε από το πρόσωπο του σημαδεύοντας τον με αίμα στο σχήμα της παλάμης της. Και μετά σηκώθηκε και έφυγε, έτσι απλά, όπως ήρθε. Χάθηκε η όψη της στο σκοτάδι, και τότε προσπάθησε το θύμα να βρεί τα λογικά του.
Παραξενεμένος προσπαθούσε να ηρεμήσει την αναπνοή του. Καθάρισε με την αναστροφή του χεριού του τα μάτια του από το αίμα και ξάπλωσε στην άσφαλτο για να ηρεμήσει τους χτύπους της καρδιάς τους. Πίστευε ότι η ανακοπή, ήταν πολύ πιο κοντά από ότι φαινόταν.
Μέχρι που είδε άτομα να τον περικυκλώνουν. Γύρω του, σκοτεινές οπτασίες ερχόντουσαν όλο και πιο κοντά του όλο και περισσότερο όλο και περισσότερο.. Αερικά με παραμορφωμένα πρόσωπα, με ανοιχτά στόματα, λιωμένα μάτια αλλοιωμένα χαρακτηριστικά και σαρδόνια χαμόγελα. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε. Οι παλμοί του όλο και ανέβαιναν και οι σκιές όλο και πλησίαζαν. Εκεί έχασε την δύναμη του. Δεν μπορούσε να κουνηθεί, δεν μπορούσε να αντιδράσει παρά μόνο να φωνάξει και να υπομένει τον πόνο που έβγαινε από το σώμα του που το ξέσκιζαν σαν αγριεμένα ζώα, σαν πεινασμένοι λύκοι που βρήκαν ξαφνικά τροφή μετά από πολύ καιρό. Έβλεπε τον εαυτό του να αιμορραγεί, να πεθαίνει νιώθοντας απόλυτα τον πόνο στο κορμί του. Οι οπτασίες γελούσαν. Η υστερία τους τρυπούσε τα τύμπανα του Μπόμπ και τον οδηγούσαν σε ένα τούνελ παράνοιας και τρέλας. Αδυνατούσε να συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε, αλλά ήξερε ότι θα ήταν οι τελευταίες του σκέψεις. Μόνος του, εκεί, στις τελευταίες του στιγμές, κατάλαβε πρώτη φορά τον κόσμο...
Τα ουρλιαχτά του αντηχούσαν παντού. Τρείς μέρες μετά έτυχε να περνάει ένα ζευγάρι νεόνυμφων όπου τον βρήκε σε άθλια κατάσταση, προφανώς νεκρό. Κάλεσαν την αστυνομία όπου βρήκε την ταυτότητα του καθώς και όλη σχεδόν την σπείρα παρανόμων. Το ίδιο και τον Μαρκ. Περιττό να αναφέρω ότι την γλίτωσαν για άλλη μια φορά.
Κανείς δεν ξανάκουσε τίποτα περισσότερο και κανείς δεν τόλμησε να ξαναμιλήσει για τον ανεξήγητο αυτό θάνατο.


Μόνο που σε αυτό το διάστημα είχαν πεθάνει όλοι.

Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2010

Για ποιά αλήθεια μου μιλάτε;




Μέρος 1ο:






Eίναι σαφώς αλήθεια, ότι πολλά παιδάκια σε μικρές ηλικίες, έχουν έναν ή και παραπάνω φανταστικούς φίλους. Οι ψυχολόγοι υποστηρίζουν ότι είναι φυσιολογικό και ότι είναι απλές φαντασιώσεις . Εγώ υποστηρίζω ότι τα παιδιά έχουν αισθήσεις τις οποίες δεν έχουν όλοι….Θα είμαι ειλικρινής μαζί σας. Δεν με θεωρώ ψυχοπαθή και δεν θέλω να με θεωρήσετε ούτε εσείς. Αντιθέτως θέλω να με αφήσετε να σαν καθοδηγήσω σε μια ιστορία με λογικά βήματα, αλλά με παράλογα αποτελέσματα….
Έχουμε ένα παιδάκι σαν όλα τα άλλα. Τρώει, κοιμάται , παίζει, πάει σχολείο αγαπάει τους γονείς του και ζει ξέγνοιαστα στο μικρό σπιτάκι με τον κήπο. Κάποια τυχαία μέρα η μητέρα του γυρνώντας από την δουλειά βρίσκει το μονάκριβο αγοράκι της, μόνο του, να κάνει κούνια και να ανοιγοκλείνει το στόμα του.


Μιλούσε.


Απορημένη πάει από πίσω του αθόρυβα και προσπάθησε να συντονιστεί σε αυτά που έλεγε. Αμέσως το παιδί αντέδρασε, σταμάτησε απότομα την κούνια και οποιοδήποτε ήχο έβγαζε και έμεινε ακίνητο με την πλάτη γυρισμένη στην μητέρα του. Και ξέσπασε σε κλάματα. Η μητέρα αναστατωμένη πάει μπροστά από τον γιό της τον ρωτάει τι έχει και γιατί κλαίει. Εκείνος μέσα στα αναφιλητά της δείχνει μερικά κοψίματα που είχε μόλις αποκτήσει στα πόδια και στο λαιμό. Τρομαγμένη τον παίρνει αγκαλιά και μπαίνει μέσα στο σπίτι για να του περιποιηθεί τα τραύματα. Το παιδί αρνείται οποιαδήποτε κίνηση μπορεί να έκανε για να δημιουργηθούν τα τραύματα και αποφεύγει το σχολιασμό του γεγονότος. Οι μέρες περνούσαν και άλλο ένα παρόμοιο κρούσμα δεν άργησε να εμφανιστεί. Το παιδί βρισκόταν στο μπάνιο λίγο πριν ξαπλώσει για να κοιμηθεί, και βούρτσιζε τα δόντια του, ενώ έβγαλε μια κραυγή και λιποθύμησε. Ο πατέρας του έτρεξε τον σήκωσε και τον μετέφερε όσο πιο γρήγορα γινόταν στο νοσοκομείο για να του διαγνώσουν τραύμα στο κρανίο το οποίο είχε δημιουργηθεί από το χτύπημα του κεφαλιού του παιδιού στην μπανιέρα ακριβώς πίσω από τον νιπτήρα. Οι γιατροί όμως παρατήρησαν και μώλωπες στο σώμα του παιδιού καθώς και ανεξήγητα κοψίματα. Θεώρησαν ότι το παιδί πέφτει συχνά θύμα κακοποίησης και απέφυγαν να το αφήσουν να βγει από το νοσοκομείο πριν έρθει κάποιος αντιπρόσωπος από την Πρόνοια. Ο αντιπρόσωπος έφτασε το ίδιο βράδυ και πήρε το παιδί μαζί του στο σπίτι του, όπου διέμενε με την σύζυγο του και την μια του έφηβη κόρη. Σε μερικές μέρες το παιδί μεταφέρθηκε σε ίδρυμα.
Τα κρούσματα δεν σταμάτησαν. Χαρακιές, δυνατά χτυπήματα, σπασίματα και κατάγματα ανησυχούσαν τα γύρω παιδάκια που δεν είχαν ακόμα υιοθετηθεί καθώς και τους υπεύθυνους. Παρόλα αυτά καμία ενέργεια δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ με αποτέλεσμα το παιδί να μπαινοβγαίνει συνέχεια σε νοσοκομεία. Στο μεταξύ διάστημα το αγόρι είχε γίνει απόμακρο, ανήσυχο και απέφευγε την επαφή με τον οποιονδήποτε. Μέσα σε 2 μήνες το παιδί είχε μεταφερθεί σε άλλη πολιτεία σε θετή οικογένεια. Η θετή οικογένεια όντας ευγενικές ψυχές που είχαν υιοθετήσει άλλα 2 παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι ετών 17 και 15 αντιστοίχως, τους ανέθεσαν να προσέχουν το μικρότερο που τώρα πια έκλεινε τα 7. Τα μεγαλύτερα παιδιά δήλωσαν ότι το αγόρι μιλούσε επί ώρες μόνο του, αντιδρούσε σπασμωδικά μόνο του σαν να το είχαν σπρώξει ή χτυπήσει και όσες φορές προσπάθησαν να το αποτρέψουν, το αγόρι τα αρνήθηκε ξανά όλα. Οι θετοί γονείς αποφάσισαν να πάνε το παιδί σε ψυχολόγο. Αυτή η πράξη οδήγησε την απομάκρυνση του παιδιού από την οικογένεια, και την τοποθέτηση του σε ψυχιατρική κλινική μέσα σε 4 εβδομάδες παρακολούθησης του.
Στο παιδί χορηγούνταν τώρα πια φάρμακα για φρενοβλάβεια, σχιζοφρένεια και παράνοια. Τα κρούσματα είχαν όντως σταματήσει για περίπου 1μιση μήνα μέχρι που ξέσπασε, και τα κόκαλα των δύο ποδιών του άτυχου μικρού βρέθηκαν το πρωί που ξύπνησε, σχεδόν θρυμματισμένα….Το παιδί αναγκάστηκε να περάσει από μια σειρά εγχειρήσεων για να σώσουν τις δύο κινητήριες δυνάμεις του κορμιού του και στο τέλος αναγκάστηκε να κινείται με αναπηρικό καροτσάκι και με δύο βαριούς γύψους στα πόδια. Είχε σαφώς σταματήσει οποιαδήποτε παρακολούθηση μαθήματος και αφοσιωνόταν στην επίπονη ζωή του ιδρύματος. Οι κανονικοί του γονείς είχαν ενημερωθεί για όλες αυτές τις πρωτοβουλίες της Πρόνοιας και τον επισκεπτόντουσαν μερικές φορές. Όμως η απαθής στάση του μικρού τους πλήγωνε, μέχρι που τώρα οι επισκέψεις ήταν απλά σπάνιες και όσο πιο σύντομες γινόταν.
Το παιδί το παρακολουθούσαν πια πάνω από 3 γιατροί και 4 ψυχίατροι με βοήθεια ψυχολόγων. Κάποια μέρα το παιδί επιτέλους παραδέχτηκε την ύπαρξη μιας οντότητας η οποία δεν ήταν εμφανής πάντα, και όχι σε όλους παρά μόνο σε εκείνο. Παραδέχτηκε επίσης ότι μερικές φορές την τσαντίζει αυτήν την οντότητα με αποτέλεσμα να τον τιμωρεί…..






Μέρος 2ο:




Το παιδί στο βίντεο που βλέπουμε, φαίνεται τρομαγμένο όταν κάνει αυτήν την δήλωση και σας παρακαλώ προσέξτε την ανησυχία του προς την κάμερα όταν αντιλαμβάνεται ότι βιντεοσκοπείται. Αρχίζει να φωνάζει και χωρίς καμία κίνηση προς αυτήν , αποκτάει παράσιτα και αμέσως μετά η οθόνη μαυρίζει. Περιττό να πω φυσικά ότι το παιδί συνέχισε να παρακολουθείται τώρα πιο συχνά από πριν, ενώ υπήρχαν ξεσπάσματα όταν ερωτούνταν για το θέμα της περίεργης οντότητος. Δεν ήθελε να μιλάει για αυτό ούτε καν να το αναφέρει ο οποιοσδήποτε γύρω του. Ήταν φανερό ότι είχε μετανιώσει για την δήλωση του περί φανταστικού φίλου, γιατί είχε καταλάβει ότι όλοι τώρα που τον παρακολουθούσαν επικεντρωνόντουσαν εκεί. Στην ύπαρξη κάποιας φαντασίωσης που θα μπορούσαν να εξαλείψουν.
Όλως περιέργως υπήρχε μια περίοδος αδράνειας. Το παιδί δεν τραυματιζόταν πια και δεν ήταν τόσο επιθετικό όπως πριν. Παρόλα αυτά φαινόταν σαν να ήταν σε μια κατάσταση ύπνωσης, μια κατάσταση εσκεμμένης ηρεμίας την οποία δεν είχαν επιδιώξει οι γιατροί. Όμως ανησυχούσαν γιατί το παιδί μεγάλωνε, και τα χρόνια περνούσαν χωρίς να μπορούν να κάνουν κάτι γι αυτό. Είχαν ειδοποιηθεί οι καλύτεροι μελετητές και γιατροί διαφόρων ειδικοτήτων και ασχολούνται με αυτήν την ειδική περίπτωση του παιδιού που δεν έλεγε να ανεξαρτητοποιηθεί από τον παιδικό φανταστικό του φίλο. Όπως όμως είπα και πιο πάνω τα κρούσματα βίας στο παιδί είχαν σταματήσει για μια περίοδο. Είχαν μεταδοθεί όμως σε όλο το υπόλοιπο ψυχιατρείο! Γιατροί έκαναν καταγγελίες για αδιαθεσίες και πόνους ενώ άλλοι άρρωστοι ασθενούσαν εξαιρετικά εύκολα και μεταδοτικά προς όλους. Όλοι….εκτός από τον μικρό ο οποίος κρατιόταν ακέραιος από αυτήν την κρίση. Χαιρόταν άκρας υγεία και απολάμβανε την ηρεμία που πρόσφερε η θέα από το δωμάτιο του. Ακόμα μιλούσε με εκείνη την οντότητα φυσικά, αλλά δεν υπήρξε κάποιο πρόβλημα έτσι ώστε να δείχνει κάποια σημάδια. Ίσα-ίσα η σωματική του ακεραιότητα όσο και η ψυχική του βελτιωνόταν με ταχύτατους ρυθμούς και αυτό μπορούσε εύκολα να παρατηρηθεί. Όμως όλο το υπόλοιπο ίδρυμα υπέφερε….
Τα πρώτα περιστατικά θανάτου παρατηρήθηκαν όταν το παιδί είχε κλείσει τα 12. Τώρα ήταν ένας εξαίρετος νέος που όμως κρατιόταν εκεί λόγω φαντασιώσεων. Δεν υπήρχαν πια γιατροί που να ενδιαφέρονται για την περίπτωση του τόσο πολύ έτσι ώστε να μετακομίζουν όπως έκαναν παλιά από τις κατοικίες τους για να μείνουν μέσα στο ίδρυμα. Έτσι το αγόρι είχε παραμεληθεί και η ευκαιρία επικοινωνίας γινόταν μόνο με νοσοκόμες οι οποίες ασθενούσαν και εκείνες εύκολα όταν βρισκόντουσαν στο ίδιο δωμάτιο με το παιδί πολύ ώρα. Δεν κίνησε κανενός την περιέργεια αυτό το περιστατικό θεωρούσαν ότι κυκλοφορεί μια απλή γρίπη, καθώς και τα συμπτώματα δεν διέφεραν πολύ. Οι θάνατοι ήταν απρόσμενοι και κανείς δεν τους συσχέτισε άμεσα με την περίπτωση του αγοριού.
Αυξανόντουσαν όμως και ήταν άμεσα περιορισμένοι με τους γιατρούς που είχαν κατά το παρελθόν ασχοληθεί με το παιδί ή του έδιναν κάποια βοήθεια τώρα. Δεν υπήρξε άλλη περίπτωση μαγνητοσκόπησης, κανείς δεν τόλμησε ξανά να κρατήσει αρχείο για εκείνον ο οποίος όσο μεγάλωνε, φαινόταν να παίρνει εκδίκηση από όλους και από όλα. Μια μέρα ήρθε στο ίδρυμα μια είδηση, η οποία δήλωνε τον υπό άγνωστων συνθηκών θάνατο των γονιών του παιδιού. Το παιδί όταν το έμαθε δεν αντέδρασε. Κράτησε μια απαθή στάση μέχρι το βράδυ που ακούστηκαν κραυγές διαμαρτυρίας από το δωμάτιο του.
Είχε πάθει κρίση και χτυπούσε τον εαυτό του. Αργότερα δεν παραδέχτηκε ότι το έκανε εκείνος. Δήλωνε με πάθος ότι ήταν υποκινούμενος από εκείνη τη μορφή που είχε αρνηθεί τόσες άλλες φορές ότι υπάρχει. Από εκεί και πέρα οι νοσοκόμες δεν ήθελαν να πηγαίνουν πια να τον βλέπουν. Κανένας δεν τον πλησίαζε για κανένα λόγο. Μόνο μερικοί γιατροί που τον πρόσεχαν να μην ξαναπάθει κρίση και τον είχαν σε ηρεμία με χάπια. Έβγαζε κάτι το απωθητικό. Το βλέμμα του, η στάση του, όλη του η ύπαρξη σε έδιωχνε από κοντά του και αυτό φαινόταν να τον πληγώνει. Παρόλα αυτά η στάση του προσωπικού δεν άλλαξε. Ήταν απωθητικός και έτσι θα έμενε.
Όμως ο θυμός του μεγάλωνε. Και δεν μπορώ να πω ότι εκδηλωνόταν φανερά η με εκρήξεις. Είχε μάθει να το ελέγχει. Κανείς όμως δεν προέβλεπε την συνέχεια…
Θάνατοι έκαναν ξανά την εμφάνιση τους. Γιατρών, νοσοκόμων ακόμα και απλών επισκεπτών. Και το βλέμμα εκείνου έμενε με την ίδια σκληράδα και απάθεια σε όλα. Είχα πάει να ερευνήσω το θέμα αυτοπρόσωπος. Η περιοχή ήταν πραγματικά εκπληκτική και το κτίσμα εξαίρετο με παλιές γοτθικές σκεπές και διακοσμημένο εξωτερικά -και εσωτερικά όπως ανακάλυψα αργότερα- με μεσαιωνικό γοτθικό ρυθμό. Ήταν ένα έργο τέχνης και αφού το ερεύνησα όσο μου επέτρεπε η δυστυχώς άσχημη μου όραση αποφάσισα να προχωρήσω και στα ενδότερα. Το αμάξι το άφησα στην παλιά καγκελένια είσοδο, και κατέβηκα. Ο ήχος των φθινοπωρινών φύλλων κάτω από τις σόλες μου ακουγόταν καθησυχαστικός μπροστά σε ένα τόσο επιβλητικό κτίριο. Το βλέμμα μου έπεσε τυχαία σε κάποια ασπροφορεμένη, ξανθιά ύπαρξη εκεί και θεωρώντας ότι είναι νοσοκόμα πλησίασα με περιέργεια. Δήλωσα την παρουσία μου με έναν απλό χαιρετισμό, όμως η ύπαρξη δεν μου έδωσε σημασία και δεν γύρισε προς το μέρος μου καθώς ήταν γυρισμένη με την πλάτη προς εμένα. Αναρωτώμενος τι της συμβαίνει, της έπιασα φιλικά και εγκάρδια τον ώμο και πήγα από μπροστά της για να αντικρίσω ένα γκροτέσκο παραμορφωμένο πρόσωπο χωρίς δόντια. Το δέρμα είχε πάρει μια γκριζωπή απόχρωση και ήταν σημαδεμένο με διάφορα ίχνη αίματος. Σεβόμενος της κυρίες που παρευρίσκονται στην αίθουσα, δεν θα προχωρήσω σε περαιτέρω λεπτομέρειες, ούτε για την όψη της ούτε για το σώμα της.
Όπως ήταν φυσικό, ανησύχησα και έτρεξα μέσα χωρίς δεύτερη σκέψη να δηλώσω το εύρημα μου έξω. Αυτό που παρατήρησα όμως όταν μπήκα μέσα ήταν ότι δεν υπήρχε ψυχή. Κανείς δεν ήταν μέσα στο τόσο υπέροχο κτήριο και παρόλο που ήταν τακτοποιημένα στην κεντρική είσοδο, υπήρχε ένα χοντρό πέπλο σκόνης παντού. Φώναξα για βοήθεια , μη γνωρίζοντας τι μπορεί να συμβαίνει στην παρουσία έξω. Αφού δεν έλαβα καμία απάντηση χαλάρωσα τους μυς μου και προσπάθησα να ακούσω μια κίνηση. Ένα σούρσιμο, κάτι. Αλλά το αποτέλεσμα ήταν άκαρπο. Δεν ήταν κανείς εκεί μέσα. Σαν να ήταν εγκαταλελειμμένο για μήνες. Βγήκα ξανά έξω και με ένα αποκρουστικό βλέμμα, έψαξα να βρω την ξανθιά παρουσία. Και όμως δεν υπήρχε πουθενά. Κοίταξα εκεί που στεκόταν αλλά δεν υπήρχε ίχνος από πατημασιά στα φύλλα κάτω εκτός από τις δικές μου. Κοίταξα γύρω μου και συνειδητοποίησα ότι υπήρχε πολύ ομίχλη και είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει, οπότε μπορεί και το ταξίδι να μου είχε προκαλέσει ελαφρού βαθμού παραισθήσεις.
Σκέψεις όπως ότι είχα πάει σε λάθος διεύθυνση και ότι πρέπει να ψάξω περισσότερο περνούσαν από το μυαλό μου συνεχώς…μέχρι που άκουσα βήματα. Βήματα βιαστικά, γρήγορα…ανήσυχα. Γύρισα να δώ και μια σκιά πέρασε από δίπλα μου για να κρυφτεί πίσω από την γωνία του κτηρίου. ‘Έτρεξα να την προλάβω χωρίς να ξέρω που πάω. Ήταν πολύ μεγάλη η έκταση άλλωστε για να την γνωρίσει κανείς τόσο σύντομα. Φώναζα στην μορφή που όλο και απομακρυνόταν από εμένα χωρίς να σταματάει να τρέχει. Όταν πια σταμάτησα να πάρω μια ανάσα η μορφή μπροστά μου στάθηκε. Μου φάνηκε σαν να γύρισε προς εμένα και να γέλασε παιχνιδιάρικα. Ύστερα ξεκίνησε να με πλησιάζει. Και όταν πια έφτασε σε σημείο να μπορώ να διακρίνω χαρακτηριστικά…τον είδα. Ήταν ο νέος από την βιντεοσκόπηση που μας είχαν στείλει και ερευνούσαμε. Είχε ένα σαρδόνιο χαμόγελο και με πλησίαζε απειλητικά. Λίγο πριν φτάσει σε απόσταση αναπνοής από εμένα αντιλήφθηκα και ένα ματωμένο μαχαίρι στο χέρι του. Ξεκίνησα να τρέχω. Μπήκα στο κτήριο και προσπάθησα κάπου να κρυφτώ σε κάποιο δωμάτιο. Βρήκα τον πρώτο διάδρομο με δωμάτια και μπήκα σε ένα τυχαίο.
Νόμιζα ότι τρελάθηκα…υπήρχαν νεκροί παντού. Νεκροί με χαμόγελα στα ματωμένα πρόσωπα τους, με νεκρά δέρματα και σάπια μέλη. Δεν μπορούσα πια να κρατήσω την ψυχραιμία μου, ούρλιαζα σαν σε κρίση. Έφυγα από εκεί τρέχοντας χωρίς να πάρω το αμάξι μου μαζί, και λιποθύμησα 3 χιλιόμετρα μετά σε έναν επαρχιακό δρόμο για να με βρει ένα αγροτικό όχημα και να με βοηθήσει.
Γυρίζοντας στην πραγματικότητα ανακάλυψα ότι όλα τα αρχεία είχαν χαθεί. Πουθενά δεν υπήρχε η υπόθεση του και το κτίσμα υποτίθεται ότι ήταν ακατοίκητο και εκτός λειτουργίας χρόνια τώρα ίσως και αιώνες και κανείς δεν το είχε πλησιάσει.


Και έχω να πω…ότι ήμουν από τους γιατρούς που παρακολουθούσαν την περίπτωση του μικρού.


Τι λέτε…με περνάτε για τρελό?