"Yet if hope has flown away,
In a night, or in a day,
In a vision or in none,
Is it therefore the less gone?"

-E. A. Poe

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2012

Η κυριαρχία των θνητών επί του πνεύματος.

Δεν είναι ότι γκρινιάζω πολύ.Ούτε ότι ψυχορραγώ. Ούτε κάν ότι πεθαίνω αργά και βασανιστικά. Είναι που δεν αντέχω αυτήν την απραγία, όλον αυτόν τον ελεύθερο χρόνο που θα έπρεπε να είναι γεμάτος από ανθρώπους. Ανθρώπους με πνεύμα. Ανθρώπους με ύφος, άποψη, χιούμορ. Ανθρώπους που μπορούν να σου δείξουν τον ουρανό και να αναφωνήσουμε με ενθουσιασμό "Κοίτα! Πέφτει ένα αστέρι!", και όχι να κοιτάξουν πάνω, σε αυτήν την θεική δύναμη, και να αδιαφορήσουν. Θέλω εκείνους τους φωτεινούς σηματοδότες που αναγνωρίζεις την δύναμη τους από χιλιόμετρο, εκείνους που λάμπουν και εκφράζονται σαν θεοί.
Αντίθετα, έχω κολλήσει στον βούρκο με τους θνητούς. Θνητούς που μοιράζονται σε ομάδες και βγαίνουν για κατάκτηση άλλων αντίθετων ειδών, λές και αυτό θα σώσει το πνεύμα τους από την αχρηστία. Δεν φταίνε αυτοί. Αυτή η σάπια πόλη φταίει, που τους τρώει το μυαλό και τις ψυχές. Μαυρίζει την όραση τους και δεν βλέπουν. Νομίζουν ότι ο ήλιος λάμπει και ότι το φεγγάρι φωτίζει τα θαμπά τους κρεβάτια τις νύχτες που ξελιγώνονται μετρώντας δευτερόλεπτα αντοχής. Κανείς τους δεν έχει καταλάβει. Και εγώ δεν έχω καταλάβει τι κάνω ανάμεσα τους. 
Αν η μοίρα έχει μια τάση προς την ψυχολογική διαστροφή, είμαι η πρώτη που μπορεί να το επιβεβαιώσει. Και αν εγώ έχω λόγο που βρίσκομαι ανάμεσα στους υπάνθρωπους, μακάρι να τον ήξερα. Το χειρότερο όμως δεν είναι αύτο. Το χειρότερο είναι που αρχίζω να φοβάμαι ότι τους μοιάζω.
Δεν είναι γκρίνια,παράπονο, μίσος. Είναι απέχθεια προς τα καλύτερα και πιο όμορφα όνειρα τους, ακριβώς γιατί δεν είναι όνειρα. Είναι ονειρώξεις. Παιδικές εκρίσσεις των φαντασιών τους που δεν φτάνουν παραπέρα από το περίπτερο της γωνίας. Όχι ότι είμαι άτομο των ταξιδιών. Ίσα ίσα. Απλά εγώ γνωρίζω το γιατί θέλω να ταξιδέψω και πού θέλω να πάω και θα το κάνω. Και όταν το κάνω δεν θα είναι ο τελικός προορισμός μου αλλά η αρχή του ονείρου. Για τους κοινούς θνητούς το ταξίδι είναι και το τέλος, όχι γιατί δεν είναι όνειρο, αλλά γιατί δεν έχει λόγο η τοποθεσία. 



Απλά το θέμα είναι ότι η απραγία και η λειψυδρία επηρεάζει την λογική μου και δεν ξέρω πόσο θα αντέξει το πνεύμα μου τις επιθέσεις. Γι' αυτό θα πρέπει να με συγωρήσετε αν σας μπερδεύω, και ακόμα περισσότερο θα πρέπει να με συγχωρήσετε αν χαθεί αυτή που γνωρίζατε. Λυπάμαι. Δεν το ήθελα. 

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

Μα είμαστε όλοι βασανισμένοι...

Κρυβόμαστε στις σκιές και ελπίζουμε οι φόβοι μας, να μην μας ακούσουν όταν αναπνέουμε. Βγαίνουμε με το πρώτο φώς της μέρας και τρέχουμε να προλάβουμε για να γυρίσουμε πρίν βραδιάσει, στο κελί μας. Εκεί, εκεί που κλείνουμε τους εαυτούς μας, γιατί οι φόβοι κυκλοφορούν χωρίς κλειδιά.Αυτό που μας ξεφεύγει όμως είναι το γεγονός ότι μερικοί από εμάς, όταν το θέλησαν, βγήκαν μεσάνυχτα από το κελί τους και επιβίωσαν. Κανένας φόβος δεν τους καταδίωξε, και αν τόλμησε να το κάνει, έγινε καπνός και κλειδώθηκε οικειωθελώς ο ίδιος στο κελί του κρατουμένου.
Η αντιστροφή των ρόλων σίγουρα θα παρομοιάστηκε το ξημέρωμα με απελευθέρωση, αλλά δεν είναι αυτή η αλήθεια. Η αλήθεια είναι ότι ο φόβος δεν υπήρξε στην πραγματικότητα ποτέ.
Ο φόβος δεν θα μπορούσε να δημιουργηθεί αλλιώς παρά μόνο από το παρελθόν. Δεν είναι δειλεία, αλλά καχυποψία. Οφείλουμε να φοβόμαστε,μαθαίνουμε να το κάνουμε. Είναι το αίσθημα του κινδύνου που υπάρχει έμφυτα μέσα μας και προσπαθεί να μας προειδοποιήσει να μην πράξουμε αυτό το κάτι, αυτό που θα μας σκοτώσει. Αν όμως, στον μύθο του Πλάτωνα, ο πρώτος δέσμιος που ξέφευγε φοβόταν το φώς, και ο οργανισμός του, του έλεγε να οπισθοχωρήσει, δεν θα έφευγε ποτέ από την σπηλιά. Σίγουρα κάθε ίνα του κορμιού του δεσμίου φώναζε και ούρλιαζε ότι ο ήλιος καίει, ότι το δέρμα του θα ξεσπάσει σε φλόγες, ότι η καρδιά του θα εκραγεί και ότι ο ίδιος θα πεθάνει στα πρώτα 5 βήματα.
Μα είμαστε όλοι βασανισμένα πλάσματα και δεν γνωρίζουμε ότι αντέχουμε τον πόνο αυτό, τον ίδιο πόνο που ένιωσε ο δέσμιος του Πλάτωνα. Αντέχουμε να τον ζήσουμε ξανά και ξανά μέχρι να μάθουμε να ξεπερνάμε τα όρια, μέχρι να μάθουμε ότι το να βαδίζουμε στο σκότος δεν μας βλάπτει. Είναι ο πόνος της μετάβασης και τίποτα περισσότερο. Είναι ο φόβος του πόνου που μας κρατάει πίσω με τη βία. Και κάποια στιγμή πρέπει να μάθουμε ότι ο πόνος είναι σύμμαχος και όχι αντίπαλος μας.




Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012

Μην νομίζεις ότι δεν μου χρωστάς.



Κοιτούσε συνέχεια τον ουρανό. Είχα καιρό να τον δώ και θύμιζε παλαιά καρικατούρα του εαυτού του. Δεν ξέρω γιατί γυρόφερνε εκείνη τη νύχτα στη λίμνη, ίσως έψαχνε την ηρεμία του, ίσως λύτρωση, ίσως κάποιο σημάδι να του την θυμίζει. Ακουγόταν στην πόλη ότι σύμμαχος του είχε γίνει το ποτό και το τσιγάρο, οι πιο κλισέ καταχρήσεις. Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι τα μάτια του στέγνωναν κάθε βράδυ όταν έπεφτε στο κρεβάτι για να κοιμηθεί. Φαντάζομαι ότι θα άπλωνε το χέρι του στην δεξιά μεριά του κρεβατιού και δεν θα ένιωθε να πάλεται κανένα σώμα, καμία αιθέρια ύπαρξη. Κανένα κορμί δεν θα έγερνε πάνω του το βράδυ για να νιώσει την καρδιά του να χτυπάει, κανείς δεν τον έψαχνε στη μέση της νύχτας επειδή είχε εγκαταλείψει την βραδινή του ονειροπόληση.
Και όμως, εκείνο το βράδυ ένιωθε ότι κάποιος τον έψαχνε. Όχι για να τον γυρίσει στο κρεβάτι, αλλά για να τον τραβήξει έξω. Ακολούθησε λοιπόν το κάλεσμα του ανέμου και ήρθε να με βρεί στο πλάι της λίμνης, εκεί που σύχναζε παλιά, πρίν χαθεί στην δίνη της αβύσσου.
Έκατσε δίπλα μου, γύρισε το κεφάλι του και μου έριξε ένα φευγαλέο βλέμμα. Μετά έστρεψε ψηλά τα μάτια του και κάρφωσε το βλέμμα του στα αστέρια.  Δάκρυα άρχισαν να κυλλάνε στα μάγουλα του, να στάζουν στα χείλη του, στη μύτη του, στο λευκό του μπλουζάκι...Ένα ποτάμι από δάκρυα. Και μόνο τότε μίλησε.
"Είναι μια από αυτές τις μέρες...Από αυτές τις μέρες που οι χειρότεροι σου εφιάλτες φαντάζουν παιδικά παραμύθια."
Έσκυψε το κεφάλι, σκούπισε βιαστικά τα μάτια του και κλείνοντας τα, έγειρε πίσω και ξάπλωσε. Λίγες ώρες αργότερα έσπασε τη σιωπή με ένα ψίθυρο: " Μην νομίζεις ότι δεν μου χρωστάς κάτι καλό Σύμπαν...μην νομίζεις ότι δεν μου χρωστάς."

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012

Με καπνό, αλκόολ και ψέμα.

Είχε πάει 4 και 12 και εγώ κυκλοφορούσα σαν την άδικη κατάρα στο σπίτι μου, με ένα μεγάλο νεροπότηρο, γεμάτο τσικουδιά. Όχι, αυτό είναι ένα ψέμα. Στο δεξί χέρι μου κρατούσα ένα μαγνητόφωνο και στο αριστερό το μπουκάλι ολόκληρο της τσικουδιάς. Ένα πλαστικό μπουκάλι νερού που περιείχε την γνωστή τσικουδιά, σπιτικής παραγωγής, ελαχίστως νερομένη, με ένα αδιάψευστο άρωμα καθαρού οινοπνεύματος. Αυτό λοιπόν ήταν το χθεσινό μου βράδυ που, τρελή, σηκώθηκα το χάραμα από το κρεβάτι μου για να νιώσω την δροσιά της νύχτας, ανοίγοντας όλες τις πόρτες και τα παράθυρα του διαμερίσματος μου. Μου φαινόταν τόσο φυσιολογικό, αλλά όταν δεν κοιμάσαι καλά το μυαλό σου παίρνει απότομες στροφές. Δημιουργείς αναμνήσεις που θεωρείς ότι ανακαλείς και πάνω σε αυτές χτίζεις συμπεράσματα από παράλλογες νοήσεις πραγματικότητας. Υποθέτω ότι οι τάσεις φυγείς με οδήγησαν στο μπαλκόνι, καθισμένη οκλαδόν με ένα άτεχνα στριμμένο τσιγάρο. Δεν καπνίζω.
Και αυτό είναι ψέμα. Καπνίζω. Και μάλιστα πολύ. Γι' αυτό έχω παντού τασάκια στο σπίτι, στάχτες πεταμένες εδώ και εκεί, κάνοντας το διαμέρισμα να μοιάζει με αποτυχημένο πίνακα του Πικάσο. Είναι η υπενθύμηση ότι έχω γεράσει. Δεν χρειάζομαι καθρέφτες στο σπίτι, τους έχω σπάσει ή κρύψει όλους. Ξέρω ότι το πρόσωπο μου είναι αυλακωμένο από ρυτίδες και πληγές, μαύρους κύκλους και ματωμένα μάτια. Ποιό το νόημα να αρνούμαι την αλήθεια, θα με κυνηγάει όπου και αν πάω. Οι περασμένες δόξες έχουν μείνει πάνω στους τοίχους να μου θυμίζουν την ομορφιά των νιάτων και της δόξας που κάποτε είχα. Αχ και οι νύχτες εδώ είναι ατελείωτες. Το ξέρεις ότι το φεγγάρι κάθε βράδυ με κοιτάζει περιπαικτικά και γελάει με εμένα?
Το μαγνητόφωνο είχε πέσει δίπλα μου, και εγώ είχα ακόμα αγκαλιά την τσικουδιά βγάζοντας πρόστυχα καπνό. Απλά ευχόμουν να ξημερώσει για να καταφέρω επιτέλους να κοιμηθώ. Όχι, είναι και αυτό ένα από τα ψέματα μου. Πρέπει να ελέγξω τον εαυτό μου. Έχω χτίσει τα πάντα σε ένα ψέμα και κάθε φορά που το συνειδητοποιώ καταρρέω. Δεν ήθελα να ξημερώσει. Ήθελα να απορροφηθώ από την νύχτα, να γνωρίσω τους δικούς της καπνούς και να εισβάλω στα κόκκινα φώτα της. Ήθελα να νιώσω όπως παλιά, όπως τότε που είχα νόημα και σκοπό, ένα προορισμό. Ήθελα να βγώ έξω στον δρόμο, σαν χαμένη, και να δώ τον εαυτό μου να με ακολουθεί με όλα μου τα χαρτιά, τους πίνακες, την έμπνευση μου, που έδιναν νόημα στο παρελθόν. Το ήθελα όμως. Και το ήθελα πολύ περισσότερο από το να δώ τα φλεγόμενα μάτια του από το απέναντι μπαλκόνι.
Και αυτό, είναι ψέμα.


Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2012

Ο εαυτός και το εγώ μου.

Εγώ. Εγώ είμαι εγώ χωρίς όμως να το παραδέχομαι στον εαυτό μου. Και όσο μεγαλώνει το εγώ μου, μεγαλώνουν και οι νύχτες που μάχομαι τον εαυτό μου. Και εσείς είστε εσείς, χωρίς όμως εγώ να θέλω να σας το πώ. Και όσοι κρύβονται πίσω από τις σκιές δεν είναι γιατί αποστρέφονται τον εαυτό τους, αλλά γιατί φοβούνται για το εγώ τους, μήπως δήθεν τους ντροπιάσει. Και μπορώ να είμαι ο εαυτός μου, χωρίς όμως να είμαι εγώ. Μάλιστα, μπορώ να προσποιηθώ τόσο καλά τον εαυτό μου, που ώρες ώρες ξεχνάω το εγώ μου. Και αν προβάλω τον εαυτό μου πρίν το εγώ μου, αγάπη μου, μην γελαστείς. Είμαι το ίδιο εγωκεντρικό και αυτόνομο εγώ που ήξερες και πρίν.

Και όταν χαθώ, αγάπη μου...μην ψάξεις τον εαυτό μου. Ψάξε το εγώ μου. Θα κείτεται νεκρό πίσω από κάποια παρτιτούρα, ή κάτω από τις ατελείωτες σελίδες της γραφομηχανής...

Σάββατο 4 Αυγούστου 2012

Δεν σου 'χω πεί να μην ρωτάς;

Βρισκόμαστε και πάλι σε ένα τέλμα. Είμαι γνωστή για τις κοινωνικές και ψυχολογικές θεωρίες που έχω αναπτύξει και εφαρμόσει τα τελευταία χρόνια, τις περισσότερες φορές με επιτυχία και με έντονα αποτελέσματα, επιθυμητά και μή. Μία από όλες αυτές είναι και η πασίγνωστη θεωρία που επιγραμματικά χαρακτηρίζεται ώς "η Θεωρία των Ερωτήσεων" Είναι εύκολο να την καταλάβεις, και η δουλειά μου σήμερα είναι να αφήσω ένα γραπτό σημείωμα εξήγησης και χρήσης της συγκεκριμένης θεωρίας.
Από μικρά παιδάκια μας μαθαίνουν να ρωτάμε για οτιδήποτε δεν γνωρίζουμε και θέλουμε να μάθουμε. Το μαθαίνουμε νωρίς γιατί έτσι μας βολεύει να κάνουμε. Είναι δωρεάν απαντήσεις, ελεύθερη γνώση που δεν απαιτεί τον παραμικρό κόπο από εμάς παρά μια απλή χαζή ερώτηση. Δηλαδή εμείς δεν ψάξαμε ποτέ μόνοι μας για τις απαντήσεις που ζητούσαμε, δεν ερευνήσαμε, δεν ταλαιπωρηθήκαμε πάνω από το οποιοδήποτε ερώτημα. Ακόμα χειρότερα, δεν πληγωθήκαμε πότε ώς παιδιά επειδή η απάντηση που είχαμε δώσει εμείς στο ερώτημα ήταν λάθος. 
Τι σημαίνει όμως να δίνεις λάθος απαντήσεις σε δικά σου ερωτήματα? Αυτό το μαθαίνουμε μεγαλώνοντας , εκεί κάπου που αρχίζουμε να κάνουμε σοβαρά μαθηματικά και φυσική. Εκεί κάπου που λύνεις μια άσκηση μισή ώρα και βγάζεις λάθος αποτέλεσμα. Δεν πρόκειται μόνο για τον εκνευρισμό της ώρας που χάνεις. Δεν πρόκειται απλά για τον εξαναγκασμό να βρείς σωστό αποτέλεσμα. Πρόκειται για την πλήρη απογοήτευση του εαυτού σου επειδή δεν κατάφερες να βρείς εσύ την απάντηση στο δικό σου ερώτημα. Σε εκείνα τα βάναυσα χρόνια αρχίζεις να σκέφτεσαι " ανίκανος είμαι και δεν μπορώ?".
Μπορούμε όμως πλέον να κατηγορήσουμε πλήρως την ευκολία των παιδικών μας χρόνων και την διαθεσιμότητα των απαντήσεων παντού χωρίς κανένα δικό μας κόπο. Εξ'αιτίας λοιπόν αυτής της ανεπάρκειας, όταν τελικά βγάζουμε δικές μας θεωρίες, λύσεις, και απαντήσεις οι οποίες αποδεικνύονται λάθος, τρέχουμε να κρυφτούμε στη γωνίτσα μας σαν μωρά, και να υπεραναλύσουμε ξανά και ξανά την διαδικασία σκέψης μας που μας οδήγησε σε λάθος συμπεράσματα. Γιατί είμαστε ανίκανοι να δεχτούμε την δική μας αποτυχία σε κάτι προσωπικά ανεπτυγμένο όπως αυτό.
Και κάπου εδώ έρχεται η Θεωρία των Ερωτήσεων. Εγώ είμαι εντελώς κατά των ερωτήσεων. Απαγορεύονται ρητώς και κατηγορηματικώς οι ερωτήσεις εδώ μέσα. Καμία ερώτηση για τίποτα απολύτως. Μόνο η αμοιβαία ανταλλαγή γνώσεων επιτρέπεται στα πλαίσια συζήτησης. Η θεωρία λοιπόν πραγματεύεται το γεγονός ότι αφού δεν μπορείς να αντέξεις ψυχολογικά την απάντηση στην ερώτηση σου, μην την κάνεις καθόλου. Μπορείς να ερευνήσεις το ζήτημα διεξοδικά μόνος σου αν το θές, αν δεν θές μπορείς να το αφήσεις στην άκρη μέχρι να είσαι έτοιμος για να το κάνεις. Αν πάς να ρωτήσεις ευθέως την ερώτηση μπορεί να μην έχεις χρόνο να σκεφτείς αν θές τελικά να μάθεις την απάντηση. Θα σου απαντήσουν κατευθείαν και δεν θα έχεις προλάβει να αποφασίσεις αν πραγματικά θέλεις να ξέρεις! Γιατί κανείς πλέον δεν σκέφτεται το κύριο και βασικό ερώτημα " γιατί θέλω να ξέρω"? Όλοι πνίγονται σε ερωτήσεις και απορίες αλλά ούτε ένας δεν βρέθηκε να φτάσει στην πηγή όλων των ερωτημάτων που ουσιαστικά είναι το " γιατί με ενδιαφέρει?". Χωρίς να ξεκαθαρίσεις τα γενεσιουργά αίτια των ερωτήσεων σου, εσύ ρώτας, ξανά και ξανά, απαιτώντας απαντήσεις και λύσεις, μη μένοντας ποτέ ικανοποιημένος. Και δεν καταλαβαίνεις γιατί δεν σε ικανοποιούν οι απαντήσεις επειδή ακριβώς δεν έχεις αναρωτηθεί ποτέ την κύρια και βασική ερώτηση.
Αυτός είναι και ο λόγος που πολλές φορές δεν αντέχεις τις απαντήσεις που σου δίνουν. Αν εγώ έχω άγχος επειδή την Δευτέρα πρέπει να παρουσιάσω μια σημαντική πρόταση στο γραφείο, και λόγω έλλειψης χρόνου έχω χάσει τις μέρες και νομίζω πώς είναι Σάββατο ενώ είναι Κυριακή, αν ρωτήσω κάποιον άλλο τι μέρα είναι και μου απαντήσει πώς είναι Κυριακή θα πληγωθώ! Εξ αρχής επειδή είναι Κυριακή, αλλά εξ' αιτίας και της απάθειας με την οποία θα μου πεί πώς είναι Κυριακή. Θα τσαντιστώ πρώτα με αυτόν και την απάθεια του, και αμέσως μετά με εμένα που δεν είμαι ψυχολογικά έτοιμος για την παρουσίαση. Αν παρόλλα αυτά είχα τα κότσια να κοιτάξω το ημερολόγιο που δεν θα μπορούσε να με παραπλανήσει θα το δεχόμουν σχεδόν αβίαστα. Ουσιαστικά κρυβόμαστε πίσω από τις γνώσεις των άλλων γιατί ελπίζουμε ότι θα είναι τόσο παραπλανημένοι όσο εμείς, και ότι θα απαντήσουν όπως εμείς. Ακριβώς....επειδή ελπίζουμε.
Και είμαι πραγματικά υπέρμαχος της άποψης ότι αν έμαθες κάτι που δεν ήθελες έφταιγες εσύ και μόνο εσύ. Γιατί εσύ ρώτησες και το έμαθες. Και αν δεν σου άρεσε και δεν ήθελες να το μάθεις γιατί δεν ήσουν σίγουρος για την απάντηση, εσύ φταίς γιατί είχες κάθε δυνατότητα ή να μην ρωτήσεις, ή να δηλώσεις σε αυτόν που στο είπε ότι απλά δεν σε ενδιαφέρει και δεν θες να μάθεις. Όταν ήσουν έτοιμος θα ρωτούσες ή θα το ανακάλυπτες μόνος σου.
Και αλήθεια, δεν βγάζω την ουρά μου απ'έξω από όλο αυτό. Εχθές παραβίασα τον κανόνα που είχα καιρό να παραβιάσω και καλά να πάθω, γιατί εγώ φταίω. Ήταν στην δική μου ικανότητα να μην ρωτήσω, αλλά δεν πρόλαβα να το σκεφτώ διεξοδικά. Δεν πρόλαβα να σκεφτώ αν υπήρχε κάτι άλλο που μου διέφευγε και αν ήμουν λάθος εγώ. Προχώρησα με σιγουριά και αυτοπεποίθηση και χτύπησα το κεφάλι μου στον τοίχο. Και καλά να πάθω.
Άλλωστε δική μου θεωρία είναι, εγώ την ανέλυσα, και εγώ την υποστήριξα. Μου το έχω πεί να μην ρωτάω και κάποια στιγμή θα μάθω να μην κάνω λάθη...


Τρίτη 10 Ιουλίου 2012

Το πραγματικό πρόσωπο του Σύμπαντος.

Την πέταξε κάτω με δύναμη τραβώντας την από τα μαλλιά. Εκείνη πάλευε να ξεφύγει από την λαβή του, ούρλιαζε, Θέε μου, και αν ούρλιαζε. Είχα μείνει να την κοιτάω, να κοιτάω την κατάρρευση της ομορφιάς της και της δύναμης της. Ήταν πια δέσμια της οργής του και εγώ υπέφερα σε κάθε χτύπημα, σε κάθε χαστούκι.
Την εξάντλησε και την έδεσε στην καρέκλα  ανάμεσα στον Ερμή και στον Δία. Η Αφροδίτη έκλαιγε και σπάραζε, φώναζε στο Σύμπαν, παρακαλούσε να αντικατασταθεί εκείνη από το άμοιρο το κορίτσι. Μάταιη κάθε κραυγή της, κάθε ικεσία της. Το Σύμπαν ήταν αποφασισμένο. Την έλουσε με καυτό λάδι, αργά, ρίχνοντας το υγρό λίγο λίγο σε κάθε εμφανές σημείο του κορμιού της. Η Αφροδίτη με κοίταξε, με το βλέμμα της να στάζει από απόγνωση και παραίτηση, ελπίζοντας σε κάποιο θαύμα. Οι άλλοι πλανήτες γελούσαν χαιρέκακα, χειροκροτώντας και χουφτώνοντας τα γεννητικά τους όργανα. Το Σύμπαν πέταξε το δοχείο με το λάδι στην άκρη του δωματίου και σήκωσε τα χέρια του στον αέρα, λαμβάνοντας την έγκριση του πλήθους να πράξει και άλλα. Η χυδαιότητα αυτού του δωματίου δεν είχε τέλος.
Σιωπή απλώθηκε στον χώρο. Βήματα και γδαρσίματα ακούστηκαν κάπου στο βάθος, εκεί που κρυβόταν πρόστυχα ο Πλούτωνας. Ένα τεράστιο λιοντάρι περπάτησε κατά μήκος του δωματίου, γρυλλίζοντας και μουγκρίζοντας θυμωμένα. Εστίασε την ματιά του στο Σύμπαν, και το κοίταξε απειλητικά. Το Σύμπαν, σαν να ήταν ζωγραφισμένο σε καρτούν, άπλωσε στο πρόσωπο του το πιο χυδαίο, βρώμικο, άπληστο χαμόγελο και έτριψε τις παλάμες του μεταξύ τους. Ο λέον δεν πτοήθηκε. Πλησίασε το Σύμπαν, ορθώθηκε μπροστά του και με ένα πήδο βρέθηκε με τα μπροστινά του πόδια στους ώμους του. Το έγλυψε στο λαιμό αναγνωριστικά και απομακρύνθηκε με προσοχή, σαν να είχε μάθει ένα μυστικό το οποίο φανέρωνε κάθε αλήθεια κινδύνου και κάθε δύναμη που έκρυβε το Σύμπαν. Το λιοντάρι γύρισε την πλάτη του και αντίκρυσε τις πληγές της θνητής, που πλέον ούτε να ουρλιάξει δεν μπορούσε. Βάλθηκε να γλύφει τις πληγές της, να την παρηγορεί τρίβοντας το πρόσωπο του στα πόδια της, να αγριοκοιτάζει όποιον άλλο πλανήτη προσπαθούσε να την πλησιάσει, μέχρι που το Σύμπαν είδε το ανακουφισμένο βλέμμα της Αφροδίτης. Εκεί άλλαξε τελείως. Παραμορφώθηκε το πρόσωπο του, νευρίασε τόσο πολύ που άρχισε να κλοτσάει το ζώο βγάζοντας άναρθρες κραυγές. Το άμοιρο πλάσμα, έπεσαν όλοι οι πλανήτες πάνω του, και μπροστά στα μάτια μου το ξέσκισαν, το έκαψαν, το άνοιξαν στα δύο...και κρέμασαν το κουφάρι του στο δαχτυλίδι του Κρόνου, σαν τρόπαιο. Σαν τιμωρία για την θνητή να το κοιτάει. Όμως εκείνη δεν έβλεπε πια. Είχε κλείσει τα μάτια της και έψαλλε ξόρκια και ικεσίες που άδικα την κούραζαν. Ήταν καταδικασμένη.
Άλλο ένα κύμα ενθουσιασμού διαπέρασε το πλήθος. Το Σύμπαν εμφάνισε μια κούτα, ή καλύτερα, ένα τεράστιο κουτί με τσιγάρα που είχε φέρει η Γή, και τα μοίρασε στα αδηφάγα βλέμματα των πλανητών. Ένας αναπτήρας δόθηκε από χέρι σε χέρι και εμφανίστηκαν 10 λαμπυρίζοντα κοκκινωπά φώτα στο σκότο του δωματίου, με τελευταίο και πιο βασανιστικό, το τσιγάρο του Σύμπαντος. Την κοίταξε ειρωνικά, κάπνισε άλλη μια τζούρα και ψιθύρισε: "Παιδιά?"
Οι πλανήτες όρμησαν πάνω στη θνητή καίγοντας το δέρμα της, το κεφάλι της, το πρόσωπο της, βάζοντας φωτιά στα μαλλιά της και στα ρούχα της... Ο ορυμαγδός ήταν τόσο φρικαλέος που η Αφροδίτη όρμησε πάνω μου φωνάζοντας, " Κάνε κάτι, σε παρακαλώ, κάνε κάτι, δεν το αντέχω αυτό"
Δεν ήξερε ότι υπέφερα σωματικά και ψυχικά όσο η θνητή και ότι με κάθε πληγή που εμφανιζόταν στο δικό της σώμα, εμφανιζόταν μια αντίστοιχη και στο δικό μου. Το κατάλαβε λίγο αργότερα που είδε το πρόσωπο μου γεμάτο πληγές.
"Ω...εσύ..." ψιθύρισε. "Εσύ είσαι..." και έπιασε με τα ακροδάχτυλα της τις τρύπες στο πρόσωπο και στα χέρια μου.
Το Σύμπαν σφύριξε και οι πλανήτες απομακρύνθηκαν από το αγνώριστο σώμα. Ως και σήμερα, θυμάμαι ακόμα μια κλωστή που κρεμόταν από το λαιμό του πανωφοριού της, μια κλωστή που ακόμα έκαιγε όταν απομακρύνθηκαν οι βασανιστές. Κρεμόταν στο πλάι του στήθους της, και καιγόταν, σιγά σιγά, αναδίδοντας την ίδια λάμψη που προμύνηε την βαναυσότητα των τσιγάρων.
"Γιατί να μην την γδάρουμε όπως κάναμε με το λιοντάρι?" φώναξε φτύνοντας ο Κρόνος.
"Όχι, να την διαπεράσουμε με δόρυ και να την αφήσουμε να ματώσει ώς το τέλος!" πρότεινε ο Άρης κοιτώντας την Αφροδίτη.
Η Αφροδίτη λούφαξε δίπλα μου, δεν μπορούσε να αναγνωρίσει με τίποτα τον αγαπημένο της στα μάτια αυτού του τρελού. Το Σύμπαν έμεινε σκεφτικό, να ανάβει το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, καρφωμένο πάντα στο σώμα της θνητής που ίσα που ανέπνεε.
Και τότε το είπε. Διέταξε να την λύσουν και να απλώσουν τα χέρια της και τα πόδια της στα πλάγια. Την έγδυσαν. Για την ακρίβεια, ξέσκισαν τα εναπομείνατα κουρέλια που κοσμούσαν ακόμα το σώμα της, και στερέωσαν με πασάλους τα πέλματα και τις παλάμες της στο πάτωμα. Πιστεύαμε ότι θα την βίαζαν, αλλά όχι, η ατιμία είχε άλλο όνομα αυτή τη φορά. Έμεινα να κρατάω την Αφροδίτη  που είχε πλέον καταρρεύσει και ούρλιαζε και σπάραζε "Το παιδί μου, το κορίτσι μου, μην πειράζετε το κορίτσι μου" ενώ κανείς δεν της έδινε σημασία. Την έλουσαν με βενζίνη. Γέλασαν μαζί της, την έφτυσαν, και τελικά, της έβαλαν φωτιά με τον ένα και μοναδικό αναπτήρα.
Δεν κουνήθηκε καθόλου. Το σώμα της καιγόταν για ώρες. Δεν ούρλιαξε, δεν φώναξε, δεν έβρισε. Μόνο συνέχισε να ψιθυρίζει υποσχέσεις που χάθηκαν στα βάθη του χρόνου, υποσχέσεις για εκδίκηση και επιστροφή. Έμεινε εκεί, να καίγεται, κάτω από τα βλέμματα και τα χειροκροτήματα όλων των πλανητών που συνέχισαν να φωνάζουν, να γλεντάνε και να χουφτώνουν τα τιποτένια, ανύπαρκτα, γεννητικά τους όργανα.
Και εγώ έμεινα εκεί, αγκαλιά με την άμοιρη μάνα που είχε εξαναγκαστεί σε αυτό το θέαμα, και είχε αντικρύσει τον σύζηγο της να ασελγεί στο κορμί του καρπού του έρωτα τους.  
Είμαι σίγουρος πώς δεν είναι τυχαίο όνειρο. Τα όνειρα μου ποτέ δεν είναι τυχαία.


Κυριακή 8 Ιουλίου 2012

Η πορεία του παιχνιδιού (Prt IV, Final)

Το κοριτσάκι πάγωσε. Τι βλέμμα ήταν αυτό, τι παρουσία. Τι αέρας κινούταν και απορροφώνταν από το αγόρι, τι φωτεινό που φαινόταν το παρελθόν το παρόν και το μέλλον του μέσα από εκείνα τα μάτια.
Η φωνή του την μάγευε, την σήκωσε από τις λάσπες και την πήρε αγκαλιά.
"Όλα καλά θα πάνε...μην φοβάσαι! Είμαστε μαζί τώρα!"  της είπε και χαμογέλασε, ενώ περιστέρια φτερούγισαν στον καταγάλανο ουρανό.
Ταξίδεψαν μακρυά,πολύ μακρυά.  Κάθε βήμα της μικρής μας ηρωίδας ήταν όλο και πιο ασταθές, όλο και πιο αβέβαιο. Το αγόρι δεν της έλεγε που πήγαιναν. Όμως είχε μια ιδιαίτερη ικανότητα να την κάνει να το εμπιστεύεται. Τις νύχτες δεν της μιλούσε, απλά της χάιδευε τα μαλλιά για να την κοιμήσει. Ήθελε να την κοιμίζει.
Κάθε μέρα της τραγουδούσε και της χαμογελούσε. Κάθε μέρα χόρευε και την μάγευε με τις κινήσεις του. Κάθε μέρα την αγκάλιαζε, της ψιθύριζε λόγια και λέξεις που εκείνη δεν καταλάβαινε. 
Έψαχνε το νόημα τους πίσω από τα γράμματα, πίσω από τα κόμματα και τις τελείες. Έψαχνε και βασανιζόταν να βρεί την ουσία έξω από τον κόσμο, να βρεί την πραγματική σημασία των όσων της έλεγε.
Αλλά μάταια. Το αγόρι δεν μπορούσε να έρθει στα μέτρα της μικρής μας ηρωίδας, ούτε και η ηρωίδα μας μπορούσε να συντονιστεί στην συχνότητα του αγοριού. Οι τριβές ξεκίνησαν.
Το αγόρι κατάλαβε ότι η μικρή μας φίλη δεν μπορούσε να αντιληφθεί τις κινήσεις του, ούτε μπορούσε να συννενοηθεί μαζί του. Είχαν μόνο την γλώσσα του σώματος και τίποτα άλλο.
Ατελείωτες ώρες νοημάτων και κινήσεων πέρασαν τα δύο παιδιά χαμμένα στο δάσος. Πάντοτε, κατευθυνόμενα πρός ένα προορισμό που η μικρή μας φίλη δεν γνώριζε και δεν μπορούσε να μάθει.
Ο καιρός περνούσε αργά και σταθερά. Το αγόρι όμως κουραζόταν και σταμάτησε να προσέχει το κορίτσι μας. Δεν την χαίδευε πλέον, δεν πρόσεχε την παρουσία της. Κάθε πρωί ξυπνούσαν μαζί και προχωρούσαν ξανά πρός το δάσος.
Η μικρή μας ηρωίδα πάλευε συνεχώς να προσεγγίσει το αγόρι, όμως μάταια. Του έδειξε την τράπουλα της, του μιλούσε ώρες και μέρες για τις θεωρίες της, κάθε φορά για να εισπράξει την απαξίωση και την αδιαφορία του συνοδοιπόρου της.
Ότι και αν έκανε, όσο και αν ταλαιπωρήθηκε, έμεινε άυπνη για να σκέφτεται το επόμενο της βήμα, όσο και αν βασάνισε το μυαλό της και την ψυχή της, το αγόρι είχε μεταμορφωθεί σε πάνινη κούκλα. Τίποτα δεν μπορούσε πλέον να του τραβήξει την προσοχή.
Εκτός από μια μέρα...μια σκοτεινή και βροχερή μέρα. Στο μοναχικό δρόμο που προχωρούσαν τα δύο παιδιά κάτι φαίνεται να έλαμψε ανάμεσα στις φυλλωσιές. Ένα αερικό, μια αιθέρια λάμψη πλανόταν ανάμεσα σε ένα σκοτεινό δρομάκι, εκεί, μέσα στα φύλλα ενός θάμνου.
Το πρόσωπο του αγοριού έλαμψε. Στα μάτια του τρεμόπαιξε ένα τύμπανο θριάμβου,μια διέξοδος ίσως από ένα λάθος του παρελθόνος.
Γύρισε προς το μέρος του κοριτσιού, της χαμογέλασε όλο ελπίδα, και κίνησε πρός το φώς. Το κορίτσι αναθάρεψε, πίστεψε πώς ο δρόμος ήταν χαραγμένος και για αυτήν και για τον μικρό της φίλο.
Όμως όχι. Το αγόρι σταμάτησε τον δρόμο του, γύρισε να την κοιτάξει, έγνεψε αρνητικά, και έτρεξε πάλι πρός το αιθερικό φώς.


 Και εκεί, η μικρή μας φίλη, κατέρρευσε.
Για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό ασφάλειας, βρέθηκε μόνη της σε ένα αχανές δάσος, μην έχοντας ιδέα για το που βρίσκεται, ή το πώς θα γυρίσει σπίτι της. Τα ουρλιαχτά της ακούστηκαν σε όλη την πλάση. Οι κραυγές αγωνίας, τα κλάματα και οι ικεσίες τάραξαν τις νύχτες της για πολύ καιρό
Και τότε συνειδητοποίησε ότι δεν θυμόταν ποιός ήταν ο σκοπός της. Κατάλαβε ότι δεν θυμόταν ποιά ήταν. Οι μέρες σιγουριάς δίπλα στο αγόρι που την κατεύθυνε, είχαν  μειώσει την ικανότητα της να βρίσκει τον δρόμο της και τους σκοπούς της. Για την ακρίβεια, το αγόρι είχε κλέψει ολόκληρο της τον εαυτό.
Πολλές μέρες και νύχτες γυρνούσε μόνη της στο δάσος, μη βρίσκοντας τροφή, ούτε και νερό. Δεν είχε σκοπό, γυρνούσε γύρω γύρω συνεχώς κάνοντας νοητούς κύκλους γύρω από το σημείο που το αγόρι την είχε εγκαταλείψει κυνηγώντας ένα όνειρο. Σιγά σιγά, αναγνώρισε τα βήματα της στη λάσπη και σταμάτησε να ακολουθεί τον εαυτό της σε ένα ατέρμονο ταξίδι ελπίδας της επιστροφής του οδηγού της. Τόλμησε να βγεί έξω, έξω από την πλάση με τα ζώα και τα φυτά, έξω από το δάσος που την είχε απειλήσει και πληγώσει.
Κάποια μέρα έκλεισε τον κόσμο έξω, έκλεισε τα μάτια της και άρχισε να τρέχει. Κουτούλησε στα δέντρα, έπεσε και έγδαρε τα γόνατα της, όμως όχι, έπρεπε να τρέξει, να φύγει. Δάφνες έστεψαν το κεφάλι της για αυτήν της την προσπάθεια, αν και το παρελθόν την κυνηγούσε κάθε φορά που κουραζόταν και έκοβε φόρα.
Κάθε φορά όμως τολμούσε, ξανά και ξανά, ακόμα και αν ήταν κουρέλι.
Και ξαφνικά έφτασε. Έφτασε σε μια απέραντη έκταση θάλασσας, σε μαλακό ζεστό χώμα που δεν λέρωνε και ήλιο, άφθονο και άπλετο ήλιο! Είχε βρεί τον ήλιο, τον σκοπό της ζωής της ολόκληρης, είχε βρεί τον λαμπερό και ακατανίκητο φορέα ζωής! 
Έτρεξε και χάθηκε στην έκταση νερού, έβγαλε από πάνω της τα χοντρά και βαριά πανωφόρια, έχασε κάθε ενδοιασμό, έβγαλε το δέρμα της και το έπλυνε στο καθαρό και αλμυρό νερό. 
Τα μαύρα στίγματα έφυγαν από πάνω της, τα πνευμόνια της καθάρισαν από τον φρέσκο αλμυρό αέρα, εξαγνίστηκε κάθε ίνα του κορμιού της.
Και τότε θυμήθηκε την τράπουλα. Την έψαξε, την ανέλυσε, ανακάλυψε τα μυστικά της, την μαγεία της, το φώς της. Δεν ήταν πια ένα ξένο σώμα για εκείνη, ήταν η συνέχεια και η προέκταση της.
Καμία ντροπή, καμία κακιά σκέψη δεν την βασάνιζε πλέον. Ανέκτησε τις δυνάμεις της μέσα από τα χαρτιά, το παιχνίδι και την γή. Βρήκε ξανά το μυαλό της και τις έμφυτες ιδέες της που είχαν κρυφτεί στα βάθη του παρελθόντος. Βρήκε ταλέντα που δεν ήξερε, βρήκε ικανότητες και θεωρίες που είχε αναλύσει ξανά και ξανά χωρίς να καταλάβει. Όμως τώρα όλα είχαν μια πορεία, ένα νόημα, μια θεωρία που λειτουργούσε και στην πράξη!
Και η ζωή της πια ανήκε στην ακατάπαυστη κίνηση της θάλασσας.
Τα πλοία που περνούσαν από μπροστά της ήταν μαγευτικά. Μια τέτοια κίνηση της θύμιζε τις κινήσεις που έκανε και η ίδια, αέναες και μελωδικές, κατευθυνόμενες από τον άνεμο.
Κάθε πλοίο έφερνε και κάτι διαφορετικό. Τροφή, διασκέδαση, γνώσεις, κουλτούρα..και το κάθε τι ήταν παραπάνω από ευπρόσδεκτο.
Η μικρή μας ηρωίδα, τα πανέξυπνα μάτια της, οι γνώριμες κινήσεις της, όλα επέστρεψαν από τα βάθη των Ταρτάρων.
Έχτισε τα όνειρα της με ξύλα και καλάμια, και κάθε μέρα τα συντηρούσε και τα φρόντιζε. Άρχισε να τα πλάθει με άμμο, να τα μεγαλώνει, να προσκαλεί και άλλα κοριτσάκια και αγοράκια να τα δούν και να τα πιάσουν. Βοηθούσαν όλοι μαζί στο χτίσιμο, κάθε μέρα και από λίγο.


 Ταυτόχρονα, χτιζόντουσαν κάστρα στην άμμο με σημαίες και δράκους, με πριγκίπισσες και ηρωικά πριγκιπόπουλα, με ιστορίες και φωτιές. Με μουσικές και μελωδίες, με γράμματα και νότες, όλα συντονισμένα και αρμονικά.


Το δάσος ξεχάστηκε. Άλλωστε τι σημασία είχε πλέον? Και ο σκοπός της ξεχάστηκε...και αντικαταστάθηκε από άλλους σκοπούς, μεγαλύτερους και πιο εντυπωσιακούς.
Ο σκοπός πλέον, ήταν το παιχνίδι. Το παιχνίδι ολόκληρο.


Δευτέρα 4 Ιουνίου 2012

Και όμως, οφείλω να στο πώ....

Ήταν εκείνη η στιγμή, η τραγική παραδοχή, μια μόνο πρόταση. Ήταν όλα και τίποτα, μια αλήθεια από θεική παρέμβαση, ο κινητήριο τροχός που χρειαζόταν για την ώθηση. Ήταν η μεγαλύτερη αλήθεια που ανασύρθηκε από τις αναμνήσεις μου όπως το έκανε ο Σωκράτης και κανείς δεν τον πίστευε, ήταν το δαιμόνιο που κατοικεί μέσα μου και επιτέλους ξύπνησε! Μια θεική παρέμβαση, ένα βίαιο χαστούκι στο πρόσωπο της άρνησης. Το χέρι που σε τραβάει προς το φώς και ας σε πονάνε τα μάτια σου. Ήταν το μονοπάτι πρός την πικρή αλήθεια της στιγμής και ταυτόχρονα η βαθύτερη αντίλληψη των πάντων. Ήταν αυτό που δεν προκάλεσε απορίες, ήταν η μονάδικη και πραγματική αλήθεια που είναι τόσο φωτεινά ξεκάθαρη που δεν χωράει σκιές αμφιβολλίας. Ήταν ταυτόχρονα και το βάθος των Ταρτάρων...Ήταν η φωτιά που καίει στα τοιχώματα της πτώσης, ήταν η απότομη διακοπή της αναπνοής και η τραγική προσπάθεια μου να αναπνεύσω. Η ξαφνική παραδοχή της αλήθειας έβρισκε εμπόδιο την ψυχή. Δεν ήθελε να το δεχτεί, δεν μπορούσε έτσι απλά να καταστρέψει τους κόσμους και τις πιθανότητες που είχε χτίσει. Η συνείδηση πάλευε με νύχια και με δόντια να μην αφήσει την πληροφορία να εισαχθεί στην βαθύτερη γνώση του εγκεφάλου, ήξερε πώς η γνώση ήταν ο εχθρός. Και τότε, αυτή μόνο η πρόταση, έκανε τα λογικά μου να καταρρεύσουν. Όχι γιατί ήταν παράλογο το γεγονός, όχι, κάθε άλλο. Ήταν μια γενικώς παραδεδεγμένη αλήθεια που ίσως να μην έκανε καμία αίσθηση σε άλλες συνθήκες. Ένα χαρμόσυνο γεγονός, μια προσπάθεια αναχαίτησης της ζωής. Δεν έφταιγε το γεγονός το ίδιο, αλλά η δική μου αδυναμία να το συνειδητοποιήσω. Ήταν η δική μου απώλεια να το δεχτώ νωρίτερα, ήταν μια αποτυχία της πνευματικής μου δύναμης, και ο δρόμος δεν είχε τέλος. Ήταν εκείνη η παταγώδης κατάρρευση του οικοδομήματος της σιγουριάς, ήταν η τραγική κατάληξη της κατάστασης χωρίς όμως να με έχει βρει σύμφωνη νωρίτερα. Δεν έφτιαγε το γεγονός αλλά η αδυναμία μου να το προβλέψω. Δεν έφταιγε η κατάσταση αλλά η ανικανότητα μου να την δεχτώ. Δεν έφταιγε εκείνη η στιγμή αλλά η άρνηση μου, που κράτησε παραπάνω από χρόνια. Κράτησε μια ολόκληρη ζωή.
Και τότε το θυμήθηκα. Θυμήθηκα την ικανότητα μου να μετατρέπω τα πάντα σε τέχνη και τα οφέλη που έρχονται από αυτό. Γιατί ακόμα και αν είσαι φαινομενικά σταθερός, πρέπει να υπάρχει μια βαθύτερη αστάθεια ψυχολογίας για να δημιουργήσεις. Να δημιουργήσεις πραγματικά σε όλες τις μορφές τέχνης. Και η δική μου ψυχή έμεινε στη σταθερότητα πολύ, πραγματικά πολύ καιρό. Είχε έρθει η ώρα του πολέμου, αυτής της θεικής δύναμης που εξυψώνει το πνεύμα και αναθαρρεύει τις ψυχές και τα αερικά. Είχε έρθει η ώρα των αλλαγών, που πρόσταζε να νιώσει το δέρμα μου να καίγεται στον πάτο, αιμόφυρτο και παραμορφωμένο, για να με αφήσει τελικά να βγώ από εκεί μέσα. Σαν να έπεσαν σκοινιά, και υπό την επίβλεψη της πανσελήνου, να με τράβηξαν οι φρουροί του Δία από τον Τάρτατο, πάνω, στην κατοικία των Θεών. Για λίγες μόνο στιγμές αμφιταλαντεύτηκα στην επιθυμία μου να πλησιάσω τους Θεούς. Είχα συνηθίσει στην πύρινη κόλαση του κενού και στα βραχώδη βήματα του. Όμως τα σκοινιά είχαν μια αρμονική κίνηση από τον αέρα και η πίσσα έλιωνε από πάνω μου, αφήνοντας με να αναπνεύσω. Και δεν υπήρχε μεγαλύτερο δώρο από αυτό.Ήταν μια ψαλμωδία που με διαβεβαίωνε για μια αρχή στα Θεία, μια νέα ζωή κοντά στην μοναδική αλήθεια, μια πραγματικότητα που θα κλείσει τον κύκλο των Ταρτάρων και θα ανοίξει τις πύλες του Ολύμπου. Η ανάρρωση μου δεν θα κρατήσει όσο κράτησε η ασθένεια μου. Είμαι στα χέρια των Θεών τώρα. Είμαι κοντά στις Επουράνιες Δυνάμεις και θα μείνω εδώ να ψάλλω ωδές στον Πάνα. Η δική μου τέχνη θα με σώσει από το παραλλήρημα, τις ελπίδες ενός τρελού. Είναι η δική μου ικανότητα, και δεν την χαρίζω σε κανέναν. Είναι η δική μου κατάρα που με τρώει τις νύχτες να δημιουργήσω, και που αν δεν την ακούσω, φοβάμαι για την ζωή μου.
Και όμως, παρά την σωτηρία μου,οφείλω να στο πώ. Δεν ήσουν εντάξει.

Τετάρτη 16 Μαΐου 2012

Όνειρα βουτηγμένα στην τρέλα.

Η τρέλα είναι κάτι το εντελώς υποκειμενικό. Το ίδιο και τα όνειρα. Κανείς πλέον εδώ, δεν μπορεί να ξεχωρίσει την διαφορά ονείρων και πραγματικότητας. Και είναι ,όντως, μια τόσο λεπτή γραμμή που τα χωρίζει, τόσο λεπτή που ούτε καν μπορείς  να την διακρίνεις.Φίλε μου, αλήθεια σου λέω, κάθε φορά που πέφτω για ύπνο η ψυχή μου κινδυνεύει.


Να, για παράδειγμα, εχθές, ξύπνησα τα ξημερώματα ουρλιάζοντας. Ξανά το ίδιο επαναλαμβανόμενο όνειρο που μου θυμίζει την απώλεια της, ξανά η ίδια τρέλα του θανάτου και του κολασμένου γέλιου της. Ήταν ντυμένη στα άσπρα, ίδια με την μέρα του γάμου μας. Εγώ είμαι ο παρατηρητής, απλά ένας παρατηρητής που ξαφνικά μπαίνω στο σκηνικό απροειδοποίητα. Το μόνο που μπορώ να διακρίνω ξεκάθαρα είναι τα μάτια της, και ίσως λίγο το στόμα της που στάζει παχύρευστο μαύρο υγρό. Είναι φρικτό σκηνικό, λερώνει το φόρεμα της, τα άσπρα γοβάκια της, την ανθοδέσμη. Η άμμος στα πόδια της καίγεται από το υγρό και κοκκινίζει, φλεγόμενη από μίσος. 
Το όνειρο ξεκινάει απαλά, με ουράνιες φωνές που με προδιαθέτουν θετικά. Μας εύχονται να ζήσουμε ευτυχισμένοι και να κάνουμε πολλούς απογόνους. Η παραλία μπροστά μου απλώνεται ήρεμη σαν λάδι, και η αγαπημένη περπατάει απαλά πάνω στην άμμο. Την κοιτάζω μόνο από πίσω, δεν μπορώ να δώ το πρόσωπο της. Και όταν φτάνει μπροστά στον ιερέα και τελειώνει το μυστήριο το κεφάλι της κάνει στροφή 180 μοιρών χωρίς να ακουστεί ο παραμικρός θόρυβος και καρφώνει την μαύρη ματιά της πάνω μου. Σε εκείνο ακριβώς το σημείο η καρδιά μου σφίγγεται και ποτέ δεν προλαβαίνω να δώ παραπάνω από αυτό. Η σκηνή κόβεται στο σημείο της φλεγόμενης άμμου. Μπορώ να σου ομολογήσω όμως, ότι ποτέ δεν είδα τον γαμπρό δίπλα...ήταν πάντοτε σαν να παντρεύεται μόνη της.




Θυμάμαι και άλλα αν θέλεις να σου πώ...Όπως εκείνη την φορά που την είδα νεκρή να σηκώνεται παρασέρνοντας μαζί το σάβανο της. Σκόνη και στάχτη από το πουθενά γέμισε το νεκροταφείο και με έπνιξε. Ήταν τόσο έντονο το όνειρο που πνίγηκα και στο κρεβάτι μου. Άρχισα να βήχω και ξύπνησα κατευθείαν σαν να κατάπινα σκόνη. Την ένιωθα στο στόμα μου και στα πνευμόνια μου, να καλύπτει κάθε πόρο του κορμιού μου. Με σκότωνε από μέσα, αργά και βασανιστικά. Εκείνη με πλησίαζε αλλά δεν ξέρω αν ερχόταν απειλητικά ή φιλικά. Το πρόσωπο της ήταν γκρίζο και σαπισμένο, δεν μπορούσα να καταλάβω την έκφραση της. Μόλις έτεινε το χέρι της να με ακουμπήσει, ο οργανισμός μου δεν άντεξε και με απέσπασε βίαια από τον κόσμο των ονείρων. Νομίζω πώς εκείνη την βραδιά κινδύνευε πραγματικά η ζωή μου. Αν όχι η φυσική μου υπόσταση τότε σίγουρα η πνευματική.


Όμως τίποτα δεν συγκρίνεται με εκείνο το όνειρο. Ήταν μερικά χρόνια πίσω, όσο ήταν ακόμη εν ζωή. Θεωρητικά...βρισκόταν σε κώμμα για περίπου 20 μέρες και κοιμόμουν στην καρέκλα του νοσοκομείου δίπλα της. Δεν πρέπει να είχε περάσει πολύ ώρα αφ'ότου με είχε πάρει ο ύπνος, ζαρωμένο και κουρασμένο σε εκείνη την άβολη καρέκλα. Μια σκιά πέρασε από δίπλα μου και πάγωσε κάθε φλέββα, κάθε νεύρο στο κορμί μου. Ήταν η πιο ανατριχιαστική αίσθηση που είχα ζήσει ώς τότε. Κάθε τρίχα στο σώμα μου αντέδρασε βίαια και ένιωσα έναν οξύ πόνο στο σημείο που μάλλον με είχε ακουμπήσει η παρουσία. Άνοιξα τα μάτια μου, αλλά άπειρος ακόμα σε τέτοιες περιστάσεις δεν μπορούσα να αντιδράσω. Τα χέρια μου είχαν απλώς αγκιστρωθεί στα χέρια της καρέκλας και τα μάτια μου παρακολουθούσαν όσο η σκιά ρούφαγε όση δύναμη και ζωή είχε απομείνει στην αγάπη μου. Ρουφούσε και ρουφούσε ασημένια και κίτρινη κλωστή μέσα από το στόμα της, ενώ η ομίχλη που ήταν σχηματισμένη σαν χέρια την χάιδευε στα μαλλιά για να μην αντιστέκεται. Εκείνη...εκείνη σπάραξε για μια στιγμή και αντέδρασε, αλλά δεν κατάφερε να ξεφύγει από την λαβή του πλάσματος. Άρχισα να κλαίω από απελπισία που δεν μπορούσα να την βοηθήσω, προσπάθησα να φωνάξω αλλά τίποτα. Φωνή δεν έβγαινε πια απο τα σωθικά μου, ούτε και το στόμα μου μπορούσα να το ανοίξω. Τίποτα. Και όταν το τέρας τελείωσε με την αγάπη μου, έφυγε, το ίδιο αθόρυβα και ήσυχα όσο είχε έρθει. Τότε σηκώθηκα πάνω σαν τρελός, ανακτώντας πλέον τις αισθήσεις μου, μόνο για να συνειδητοποιήσω ότι ήταν νεκρή.


Να, και πριν μερικές εβδομάδες την ξαναείδα. Ω, το όνειρο αυτό...με...με πόνεσε πολύ. Δεν θα σου το πώ σήμερα όμως.Σε παρακαλώ, όχι απόψε.




Δευτέρα 2 Απριλίου 2012

"Ο κόσμος δεν αξίζει το μίσος σου."



Κάποτε, κάποιος περαστικός, μου είχε φωνάξει από μακρυά: " Ει...εσύ εκεί!". Είχα γυρίσει με τον τσαμπουκά και το ύφος να στάζουν από κάθε μεριά του σώματος μου, μάτια που έκαιγαν δάση και χωριά και είχα φωνάξει στον άντρα: "Τι θές;". Ο άντρας δεν έκανε ούτε ένα βήμα πίσω. Έμεινε εκεί να με κοιτάει με τα χαρούμενα μεγάλα μάτια του που το μόνο που φανέρωναν είναι ειλικρίνεια. Με πλησίασε λίγο ακόμα και τα δικά μου πόδια οπισθοχώρησαν. Το κατάλαβε και γέλασε ελαφρώς, χαμηλώνοντας το κεφάλι του. Σκυφτός, έσκασε το ομορφότερο χαμόγελο που είχα δει ποτέ και έπιασε το αριστερό μου χέρι, ακόμα διατηρώντας μια απόσταση. Οι κινήσεις του είχαν κάτι το αριστοκρατικό, κάτι που μου θύμιζαν κατάλλειπα του πλούτου της Σμύρνης και της Μικράς Ασίας και είχαν κάτι το τρομακτικά οικείο. Δεν κατάφερα να κουνηθώ, ούτε να αντισταθώ. Οι λεπτεπίλεπτες κινήσεις του με καθήλωσαν και το θρασύ υφάκι ειρωνείας μου κατέρρευσε με ένα παρανοικό κρότο μέσα στο κεφάλι μου.
Ο άντρας είχε γυρίσει την παλάμη μου και την έψαχνε. Πρόσεξα ότι το χέρι του δεν είχε σημάδια, ήταν καθαρό, μαλακό και προσεγμένο. Σαν να μην ήταν αυτό που έμοιαζε σε όλον τον υπόλοιπο κόσμο, σαν να είχα διαπεράσει κάποιο υποθετικό στρώμα καμουφλάζ και έβλεπα το εσωτερικό να ακτινοβολεί. Ένα άρωμα προσέδιδε στην ατμόσφαιρα άλλο αέρα, τα λουλούδια που είχαμε στις καλοκαιρινές διακοπές στο χωριό, το σπιτικό φαγητό πίσω στην πόλη μου, τα εφηβικά μου φιλιά και οι μυρωδιές από εφηβικές αγορίστικες κολώνιες...
Το ρεύμα που με διαπέρασε όταν πίεσε το εσωτερικό της παλάμης μου το θυμάμαι ακόμα και τώρα, με μεθάει τις νύχτες και με μαγεύει στις πανσελήνους. Δεν ήταν ανθρώπινο άγγιγμα, δεν ήταν γήινο. Ο άνθρωπος αυτός ζεί στους αιώνες, γνωρίζει τα πάντα και διατηρεί την δομή του κόσμου σαν να ήταν ο στόχος της ζωής του. Είναι ο ισσοροπιστής του σύμπαντος, η συνδετική κλωστή ανάμεσα σε δύο κουρέλια που τραβιούνται από δύο σκυλιά.
Τα πόδια μου λύγισαν και με έπιασε πριν πέσω. Το χαμόγελο του με ζέσταινε και μου προκαλούσε μια εξωπραγματική ιδέα προστασίας. Η αγκαλιά αυτού του αγνώστου ήταν πιο ασφαλής και από την αγκαλιά της μάνας στο έμβρυο. Ο κόσμος γύρω μας χάθηκε και ξεκίνησα να κλαίω χωρίς να μπορώ να προσδιορίσω το γιατί. Ποιό ήταν το συναίσθημα που μου ξεκίνησε τα δάκρυα είναι άγνωστο....να ήταν η οικειότητα σε κάτι που ήταν δικό μου και το είχα χάσει; Η ιδιαίτερη χημεία που είχα με τον άνθρωπο που συμπλήρωνε τον πατέρα και την μητέρα μου, ο ίδιος ο χαμένος μου εαυτός, η απύθμενη αγαλλίαση της ασφάλειας;
Έσκυψε από πάνω μου, κουρνιασμένη καθώς ήμουν στα αγγελικά του χέρια, και μου ψιθύρισε: "Θα πέσεις,αλλά θα το αντέξεις. Ο κόσμος δεν αξίζει το μίσος σου."
Και εκείνη τη στιγμή σήκωσα το κεφάλι μου και είδα μόνο μια σκιά χαμόγελου, πρίν εξαφανιστεί εντελώς η παρουσία του. Η ζεστασιά πάνω μου, έμεινε για πολλές πολλές μέρες ακόμα. Όμως, εκείνη τη στιγμή, εγώ έπεσα από τα σύννεφα, ίσια κάτω στο σκληρό πεζοδρόμιο, και στην απτή πραγματικότητα. Όταν πια σηκώθηκα, είχε βραδιάσει, και το φεγγάρι στόλιζε τον ουρανό σαν υπέρλαμπρο διαμάντι.


Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012

Εμένα τα τραγούδια μου δεν ήταν μόνο για εκείνον




Η γραφή μου ήταν πάντα βίαιη. Το ίδιο και τα τραγούδια μου, η ποίηση μου, οι σκέψεις μου.
Ήμουν πάντοτε ένας αποφασιστικός άνθρωπος.
Η μέση λύση υπήρχε μόνο σε λογικές βάσεις για να αποφευχθούν οι υπερβολές. Οι υπερβολές δεν είναι καλές.
Αλλά όχι, όχι, ανέκαθεν ήμουν μια δυναμική παρουσία, με διαπεραστικά μάτια, ταχύτατες αποφάσεις και έντονη ψυχραιμία. Κανείς δεν διαπερνούσε τα διαπεραστικά στρώματα ειρωνείας και σαρκασμού που με προστάτευαν.
Αλλά τι θα ήταν ο κόσμος χωρίς τις εξαιρέσεις του.

Είμαι ένας αποφασιστικός άνθρωπος...που κατευθύνεται από έναν απλό κανόνα: Αν το θέλω, μπορώ να το κάνω.
Το δικό μου λέγειν είναι κανόνας.

Και εμένα τα τραγούδια μου, δεν ήταν μόνο για εκείνον, Πολυδούρη.
Εγώ είμαι ελεύθερη. Εσύ ποτέ δεν ήσουν.



Δευτέρα 5 Μαρτίου 2012

Δεσποινίς Ζυλί - Αύγουστος Στρίντμπεργκ

Fröken Julie (1951)




Δεν χρειάζονται σχόλια. Απολαύστε τα πραγματικά πρόσωπα και των 2 φύλων, την κατάπτωση της γυνής και την αποπλάνηση, τη βρωμιά, τη χυδαιότητα των αρσενικών, σε μερικά χαρακτηριστικά κομμάτια του έργου του Στρίντμπεργκ.

[...]

ΔΕΣΠΟΙΝΊΣ ΖΥΛΙ
 Έχετε την εντύπωση ότι μπορώ να μείνω κάτω από την ίδια στέγη με την ερωμένη σας? Να με δείχνει ο κόσμος με το δάχτυλο? Φντάζεστε ότι, μετά από αυτό που συνέβη, μπορώ ν' αντικρίσω τον πατέρα μου? Αδύνατον! Πάρτε με απο 'δώ, μακρυά από την ντροπή και την ταπέινωση! Ω Θεέ μου, τι έκανα, τι έκανα!

(κλαίει)

ΖΑΝ
Αρχίσαμε τα ίδια? Ε, και τι κάνατε? Αυτό που εκατομμύρια άλλες έχουν κάνεις πρίν από εσάς!

ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΖΥΛΙ
(Ουρλιάζει υστειρκά) Έπεσα, έπεσα πολύ χαμηλά!

ΖΑΝ
Συνεχίστε να πέφτετε και, όταν φτάσετε σ'εμένα, θα σας αρπάξω και θα σας ξανασηκώσω.

ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΖΥΛΙ
Ποιά απαίσια δύναμη με έσπρωξε κοντά σας? Ήταν η γοητεία που νιώθει ο αδύνατος πρός τον δυνατό ή αυτός που πέφτει προς αυτόν που ανεβαίνει? Ή μήπως ήταν έρωτας? Ήταν έρωτας? Ξέρετε τι σημαίνει έρωτας?

ΖΑΝ
Εγώ? Φυσικά! Νομίζετε ότι δεν έχω γνωρίσει άλλη γυναίκα?

ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΖΥΛΙ
Μιλάτε και σκέφτεστε πρόστυχα.

ΖΑΝ
Έτσι έμαθα, και αυτός είμαι.

[...]


ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΖΥΛΙ
Εσείς? Που θέλατε να πεθάνετε για χάρη μου?

ΖΑΝ
Μέσα στο κασόνι με την βρώμη? Ε, καλά, έτσι το είπα.

ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΖΥΛΙ
Δηλαδή ήταν ψέματα?

ΖΑΝ
(αρχίζει να νυστάζει) Κάτι τέτοιο. Κάποτε διάβασα στην εφημερίδα πώς ένας καπνοδοχοκαθαριστής ξάπλωσε μέσα σ'ένα κασόνι και έβαλε από πάνω λουλούδια κουφοξυλιάς, γιατί είχε κάνει ένα αξώγαμο και το δικαστήριο του έβγαλε να πληρώσει διατροφή...

ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΖΥΛΙ
Ώστε τέτοιος τύπος είστε...

ΖΑΝ
Ε, κάτι έπρεπε να πώ. Για να ρίξεις μια γυναίκα, ξεκινάς να της λές μια ωραία ιστορία.

ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΖΥΛΙ
Χυδαίε!

ΖΑΝ
Merde!

[...]

ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΖΥΛΙ
Μιλάτε σαν να είστε ήδη πιο ψηλά από μένα

ΖΑΝ
Και είμαι! Εγώ θα μπορούσα να σας κάνω κάποτε κόμισσα, ενώ εσείς δεν θα μπορέσετε ποτέ να με κάνετε κόμη.

ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΖΥΛΙ
Μα εγώ είμαι παιδί κόμη, κάτι που είναι αδύνατον πια να γίνετε εσείς!

ΖΑΝ
Σωστά. Όμως θα μπορούσα να γίνω πατέρας ενός κόμη, αν...

ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΖΥΛΙ
Εσείς είστε κλέφτης, ενώ εγώ δεν είμαι.

ΖΑΝ
Και κλέφτης να είμαι, δεν είναι το χειρότερο πράγμα στον κόσμο. Εξάλλου, όταν δουλεύω σ'ένα σπίτι, θεωρώ τον εαυτό μου μέλος της οικογένειας. Αν ένα παιδί του σπιτιού απλώσει το χέρι του και κόψει ένα φρούτο από τα φορτωμένα κλαδιά του κήπου, αυτό δεν λέγεται κλοπή. (Το πάθος του ανάβει ξανά) Δεσποινίς Ζυλί, είστε ένα υπέροχο πλάσμα, μια γυναίκα που παραείναι καλή για έναν ασήμαντο σαν κι εμένα. Μεθύσατε, παραφερθήκατε και τώρα θέλετε να καλύψετε το σφάλμα σας πιστεύοντας πώς με αγαπάτε. Δεν με αγαπάτε. Αν γοητευτήκατε μόνο από το παρουσιαστικό μου, ο έρωτας σας δεν είναι πολύ καλύτερος από τον δικό μου. Αλλά εμένα δεν μου αρκεί να είμαι το ζωώδες αντικείμενο του πόθου σας, γιατί τότε δεν θα καταφέρω ποτέ να κερδίσω την αγάπη σας.

ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΖΥΛΙ
Είστε σίγουρος γι' αυτό που λέτε?

ΖΑΝ
Θέτε να πείτε ότι υπάρχει πιθανότητα να γίνει κι αυτό? Εγώ βέβαια, θα μπορούσα εύκολα να σας αγαπήσω : Είστε ωραία γυναίκα, φίνα ( την πλησιάζει και της πιάνει το χέρι) μορφωμένη, γοητευτική όποτε θέλετε και, αν μια φορά ανάψατε τον πόθο σ'έναν άντρα, η φλόγα του δεν θα σβήσει ποτέ. (Την αγκαλιάζει από τη μέση) Είστε σαν ζεσταμένο κρασί αρωματισμένο με δυνατά μπαχαρικά, κι ένα σας φιλί...

(Προσπαθεί να την τραβήξει προς τα έξω, αλλά του ξεφεύγει)

ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΖΥΛΙ
Αφήστε με! Δεν με κερδίζετε μ' αυτά!

ΖΑΝ
Πώς αλλιώς? Ούτε με χάδια και φιλιά, ούτε με σχέδια για το μέλλον που θα σας σώσουν από τον εξευτελισμό? Πώς αλλιώς?

ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΖΥΛΙ
Πώς? Πώς? Δεν ξέρω. Δεν έχω ιδέα. Σας σιχαίνομαι όπως σιχαίνομαι τα ποντίκια, αλλά δεν μπορώ να φύγω μακρυά σας.

[...]

ΔΕΣΠΟΙΝΙΖ ΖΥΛΙ
Όχι δεν θέλω να φύγω ακόμα. Δεν μπορώ...Πρέπει να δώ...Σιωπή! Μια άμαξα είναι έξω! (ακούει τους ήχους απ'έξω ενώ το βλέμμα της είναι στυλωμένο στο ξύλο και στον μπαλτά) Νομίζετε πώς δεν μπορώ ν' αντέξω στη θέα του αίματος? Νομίζετε πώς είμαι τόσο αδύναμη? Ω θα ήθελα να δώ το δικό σου αίμα, τα μυαλά σου χυμένα πάνω σ' αυτό το ξύλο! Να δώ το αντρικό σου όργανο να κολυμπάει μέσα στο αίμα! Ω, θα μπορούσα και να πιώ μέσα από το κρανίο σου, θα χαιρόμουν να βουτήξω τα πόδια μου μέσα στα σπλάχνα σου, θ'αγαλλίαζα να ψήσω την καρδιά σου και να τη φάω! Νομίζεις πώς είμαι αδύναμη. Νομίζεις πως σε λατρεύω, γιατί η μήτρα μου πόθησε το σπόρο σου. Νομίζες πως θέλω να κρατήσω το έμβρυο σου μέσα στα σπλάχνα μου και να το θρέψω με το αίμα μου, να γεννήσω το παιδί σου και να πάρω το επίθετο σου. Αλήθεια, ποιό είναι το επίθετο σου? Ποτέ δεν το έχω ακούσει-μπορεί και να μην έχεις. Κι εγώ θα γινόμουν η "Κυρία Θυρωρού" ή ή "Κυρία Σκουπιδιάρη"! Σκύλε που φοράς δικό μου κολάρο, υπηρέτη που έχεις το οικόσημο μου στα κουμπιά σου, εγώ να σε μοιραστώ με τη μαγείρισσα μου? Εγώ να γίνω αντίζηλος της δούλας μου? Ω! Νομίζεις πως είμαι δειλή και θέλω να το σκάσω. Όχι, εδώ θα μείνω ο κόσμος να χαλάσει! Ο πατέρας μου θα γυρίσει, θα βρεί το συρτάρι του σπασμένο, τα λεφτά του να λείπουν...Και θα χτυπήσει το κουδούνι, αυτό εκεί, δύο φορές, για τον υπηρέτη του. Και μετά θα ειδοποιήσει την αστυνομία, και εγώ θα τους τα πώ όλα. Όλα! Ω, τι ωραίο τέλος-μακάρι να δοθεί ένα τέλος! Και μετά ο πατέρας μου θα πάθει την καρδιά του και θα πεθάνει. Κι έτσι θα τελειώσουν όλα και θα 'ρθει η ηρεμία, η γαλήνη, η αιώνια ανάπαυση. Και μετά το οικόσημο μας θα σπάσει πάνω στο φέρετρο, ο οίκος του κόμη θα σβήσει και ο απόγονος του υπηρέτη θα πεταχτεί σ'ένα ορφανοτροφείο για να δρέψει αργότερα δάφνες στα πεζοδρόμια και να καταλήξει στη φυλακή!

[...]

Fröken Julie (1951)

Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2012

Η αλληγορία του παράσιτου




Η φύση ήταν υπέροχη. Η άνοιξη στόλιζε τα κλαδιά με νιφάδες φωτός, ο ουρανός χαμογελούσε στα πουλιά και τα λουλούδια ανέδιδαν το ομορφότερο τους άρωμα. Η φύση τα πήγαινε τέλεια. Μόλις είχε φύγει ένας βαρύς χειμώνας, με χιόνια και μεγάλες καταστροφές, ακόμα και αν δεν είχε κρατήσει μεγάλο χρονικό διάστημα. Είχε γδύσει το χώμα από το γρασίδι του και είχε θανατώσει πολλά πουλιά και ζώα. Δεν ήταν ανεπανόρθωτη καταστροφή όμως σίγουρα χρειαζόταν χρόνο για ανάπλαση. Και η ανάπλαση είχε ολοκληρωθεί επιτυχώς.
Σύννεφα έκρυψαν για μερικά δευτερόλεπτα τον ήλιο. Σκιές εμφανίστηκαν και όλα τα ζώα πίστεψαν πώς έρχεται καταιγίδα. Έτρεξαν γρήγορα να κρυφτούν, μα πριν καλά καλά προλάβουν, τα σύννεφα έφυγαν το ίδιο άξαφνα όπως είχαν έρθει. Στο βάθος, πίσω από ένα μεγάλο αιωνόβιο δέντρο εμφανίστηκαν δύο φωτεινά και καθαρά μάτια. Ένα γυαλιστερό τρίχωμα κοσμούσε το πλάσμα που έκανε δειλά δειλά την εμφάνιση του. Ένα πλάσμα που η φύση δεν είχε ποτέ ξαναδεί. Με κόκκινο χρώμα και χωρίς νύχια στα χέρια του, το ζώο περπατούσε άτσαλα και συμπαθητικά. Η φύση το κοίταξε με θέρμη. Του χαμογέλασε, και το άφησε να περάσει, να γευτεί την ομορφιά της, να πιεί από τις πηγές της και να παίξει με τα υπόλοιπα ζωάκια. Αν δεν ήθελε, είχε καλώς. Το ζωάκι φαινόταν άκακο, ας έκανε ότι ήθελε.
Η φύση για μερικές μέρες αδιαφόρησε. Είχε καλύτερα πράγματα να σκέφτεται. Έπρεπε να ετοιμαστεί ξανά για τον χειμώνα, να προφυλαχθεί καλύτερα από τον προηγούμενο. Όμως το μικρό, νέο ζωάκι, λίγες μέρες μετά την άφιξη του, ρώτησε για έμαθε για την φύση. Τα άλλα ζωάκι την αγαπούσα, την σέβονταν, άλλωστε ήταν η μητέρα-φύση! Το κοκκινόχρωμο πλασματάκι ενδιαφέρθηκε, ήθελε να μάθει πιο πολλά, ήθελε να γνωρίσει από κοντά τον ευεργέτη του, τον προστάτη του. Ρώτησε λοιπόν τα υπόλοιπα ζώα, δέντρα και φυτά, και πήγε να βρεί την μαμά-φύση.
Δεν χρειάστηκε να πάει μακρυά. Η μαμά-φύση ήταν μια νύμφη, μια νυριήδα, κυκλοφορούσε στην φύση σαν οπτασία, σαν αιθέρια ύπαρξη που μια την έχανες, μία την έβρισκες. Καθόταν στις ρίζες των δέντρων που την αγκάλιαζαν και κοιμόταν τις ζεστές νύχτες. Έγραφε ποιήματα και τραγουδούσε στις πανσελήνους με την πιο μελωδική φωνή που είχες ακούσει. Η μαμά-φύση ήταν παντού. Και έτσι, το νέο ζωάκι την βρήκε γρήγορα.
Την πλησιάσε ντροπαλά και χαρωπά και την ευχαρίστηκε θερμά για την φιλοξενία της. Η φύση εξεπλάγην, ευχαρίστησε το ζωάκι για την ευγνωμοσύνη του και συνέχισε την πορεία της προς το δάσος.


Πέρασαν αρκετές μέρες που η φύση σκεφτόταν το ζώο. Πώς ήρθε, από που, γιατί...και όλες αυτές τις μέρες το κοκκινόχρωμο πλάσμα δεν είχε ξαναφανεί. Είχε εξαφανιστεί, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Η φύση αναρωτήθηκε σε τι οφειλόταν η απουσία του, ρώτησε τα πλάσματα γύρω της μα απάντηση δεν πήρε. Πέρασαν μερικές ακόμα μέρες και το θέμα της απουσίας του ξεχάστηκε. Η ζωή όλων συνεχίστηκε κανονικά. Άλλωστε δεν ήταν η πρώτη φορά που έρχονται πλάσματα για φιλοξενία και όχι για μόνιμη παραμονή. Ας είναι...η φύση δεν είχε άλλωστε καμία επαφή μαζί του. Ας έκανε ότι ήθελε.
Με αυτές τις σκέψεις, ο ουρανός ούρλιαξε. Όλοι κάλυψαν τα αυτιά τους, η φύση τυλίχθηκε γύρω από τα κλαδιά που θα την προστάτευαν και τα ζώα έτρεξαν να κρυφτούν. Όμως, ξανά, πριν προλάβουν να εξαφανιστούν, το κοκκινόχρωμο ζώο εμφανίστηκε ώς δια μαγείας από το πουθενά. Όλοι γούρλωσαν τα μάτια τους όταν το ζώο φώναξε από μακρυά για να δείξει την χαρωπή και φρέσκια παρουσία τους.
Όλοι έπεσαν στην αγκαλιά του κόκκινου ζώου, και η φύση αποσύρθηκε πιο ανάλαφρη και χαρούμενη απ' ότι πρίν.


Ο καιρός περνούσε, το κόκκινο ζώο ήταν ευχάριστο με όλους και συνέχιζε να είναι ευγνώμων στην μαμά-φύση. Την είχε πλησιάσει, είχαν γίνει καλοί φίλοι. Η μαμά-φύση του διάβαζε παραμύθια και αυτό αποκοιμόταν στην αγκαλιά των δέντρων δίπλα της. Έπαιζαν μαζί και όταν βρισκόντουσαν σε απόσταση φώναζαν για να βρεθούν κοντά. Το ζώο μεγάλωσε άλλωστε και είχε περισσότερες ικανότητες, πόσο μάλλον όταν είχε την εύννοια της μαμάς-φύσης.
Η φύση ήταν πολύ ευχαριστημένη από την εξέλιξη των πραγμάτων. Όλα πήγαιναν κατ' ευχήν και το ζώο όντως ήταν μια πολύ ευχάριστη παρέα, όχι μόνο για την ίδια αλλά και για όλους. Κανένας δεν είχε παράπονο, ίσως εκτός από μερικούς παράγοντες που δεν είχαν τόση σημασία.
Και η φύση άρχισε να εξαρτάται από το μικρό κόκκινο ζώο πριν καν το καταλάβει.


Το ζώο εξαφανιζόταν συχνά, όπως την πρώτη, παρθενική του εξαφάνιση. Ο ουρανός άνοιγε, διαμαρτυρόταν κάθε φορά που γυρνούσε, όμως μετά όλα επέστρεφαν στο φυσιολογικό. Το μεγάλωμα του ζώου έφερε και άλλες αλλαγές. Γινόταν δύστροπο προς την μαμά-φύση και τα τέκνα της, κλεινόταν σε σκοτεινιές σπηλιές που ήταν απαγορευμένες, και χρησιμοποιούσε βία και επιθέσεις σε αδύναμα όντα. Η μαμά-φύση δεν μπορούσε να αντιδράσει, ήξερε ότι η διαδικασία αλλαγής και ωρίμανσης είναι απαιτητική και θέλει θυσίες. Η μαμά-φύση άρχισε να χάνει το κύρος της μπροστά στα υπόλοιπα πλάσματα. Το κοκκινότριχο ζώο ήταν άπιαστο, μία θα συμπεριφερόταν σαν δυνάστης και μία σαν άγγελος. Η φύση του μιλούσε, προσπαθούσε να το συνετήσει. Ήταν γνωστό πια ότι του είχε αδυναμία, δεν μπορούσε έτσι απλά να το εξορίσει. Όμως έπρεπε να παραδεχτεί ότι οι μέρες που εξαφανιζόταν της έλειπε, όπως έλειπε και σε όλα τα υπόλοιπα πλάσματα. Η φύση ολόκληρη είχε αναπτύξει μια μεγάλη αγάπη προς το πλάσμα, ακόμα και αν δεν ήταν ο καλύτερος χαρακτήρας που θα μπορούσε να είναι. Ίσως ήταν το έντονο κόκκινο τρίχωμα του που τους μάγευε, ίσως η ομορφιά που ανέδιδε η φωνή του όταν είχε όρεξη. Η φύση είχε αγαπήσει μια διπλή προσωπικότητα. Μια προσωπικότητα ενός σκληρού δύστροπου δυνάστη και ενός υπέροχου εραστή που λατρεύει την ερωμένη του περισσότερο κάθε μέρα.


Ο κόσμος γύρω τους, μαύρισε. Έπεσε σκοτάδι, και πολλά φυτά μαράθηκαν. Τα πουλιά πέθαιναν κάθε μέρα και η μαμά-φύση καθόταν στις ρίζες των δέντρων που έκλαιγαν ρίχνοντας τα φύλλα τους. Έκλαιγε και αυτή, έκλαιγαν και τα δέντρα, έκλαιγε και ο κόσμος όλος. Το ζώο είχε φύγει εκείνες τις μέρες και η φύση ένιωθε μόνη και προδομένη. Η εξάρτηση είχε φτάσει σε εξωφρενικά επίπεδα. Όλη η φύση είχε εξαρτηθεί από την παρουσία της φωτεινής κόκκινης παρουσίας είτε ήταν στις καλές της, είτε στις κακές της. Η μαμά-φύση δεν τραγουδούσε πια τις νύχτες με φεγγάρι, δεν χόρευε σε άγνωστους ρυθμούς.
Και τι δεν είχε κάνει για να πείσει αυτό το κέρινο ομοίωμα της κόκκινης αλεπούς να μείνει. Είχε διατάξει την φύση να υπακούει στις βουλές του, είχε χορέψει μόνο για εκείνο, του είχε χαρίσει φτερά για να πετάει παρά την απουσιά τους από την φύση του,  του είχε δοθεί ολοκληρωτικά. Σε αντάλλαγμα όμως, εκείνο έφευγε, χανόταν, εξαφανιζόταν για μέρες, εβδομάδες ίσως και μήνες. Ακόμα και όταν γυρνούσε ήταν ξανά ένα άγνωστο ζώο που ασκούσε αυτήν την ανόητη έλξη σε όλους παρά την δυστροπία του.


Ο καιρός περνούσε και ο κόσμος έπεφτε όλο και βαθύτερα στο κενό. Τα δέντρα πέθαιναν. Τα πουλιά είχαν εξαφανιστεί ή είχαν πεθάνει. Το ρυάκι είχε στερέψει, δεν κελαηδούσε το νερό πια. Η μαμά-φύση, ασπρισμένη και ματωμένη έψαχνε στο δάσος το χαμένο ζώο που της είχε κλέψει την ψυχή. Εξουθενωμένη και μούσκεμα στο αίμα, κάθισε στην άκρη ενός βράχου. Μπροστά της απλωνόταν το απόλυτο κενό. Δεν είχε ποτέ ξαναφτάσει ώς εκεί. Δεν διέκρινε τίποτα παρά το απόλυτο σκοτάδι. Ένα κενό πιο βαθύ από τα φριχτότερα της όνειρα. Το κοίταζε, όλο και πιο βαθιά, όλο και πιο κοντά...το πλησίαζε, το ένιωθε να την αρπάζει. Τρόμαξε, ξύπνησε και άρχισε να τρέχει. Τα πόδια της πονούσαν, η γή από κάτω της είχε γίνει σκληρή και άγονη. Έτρεχε, έτρεχε και ούρλιαζε το όνομα που μόνο εκείνη ήξερα για το ζώο μα εκείνο δεν απαντούσε. Έπεσε πολλές φορές, χτύπησε τα χέρια της, το πρόσωπο της, γρατσουνίστηκε ολόκληρη και απέκτησε μόλωπες στο αδύναμο κορμί της. Τελικώς χτύπησε το γόνατο της και έκατσε στις ρίζες ενός νεκρού πλέον δέντρου. Το κοκκινόχρωμο παράσιτο εμφανίστηκε από πίσω και ξεκίνησε να γλύφει τις πληγές της. Δεν το κοίταξε, δεν μπορούσε. Το άφησε εκεί, να γλύφει τις πληγές της. Όμως ένιωθε ένα εντονότερο κάψιμο, ένα βαθύτερο πόνο που προερχόταν από το εσωτερικό των πληγών. Κοίταξε τα πόδια της και στα σημεία που είχε γλύψει το ζώο το δέρμα σάπιζε ταχύτατα. Δεν αντέδρασε, το άφησε να συνεχίσει να γλύφει. Η αίσθηση την ικανοποιούσε αν και το ζώο φαινόταν να μην το απολαμβάνει. Ήταν σαν να της έκανε χάρη. Μια χάρη που της κόστιζε την ελάχιστη ζωή της.
Πήρε το ζώο αγκαλιά και εκείνο αντέδρασε. Αποστασιοποιήθηκε και την κοίταξε με μίσος και απέχθεια. Έκανε μερικούς κύκλους και τα μάτια του διέγραψαν ξεκάθαρα τον οίκτο και την αηδία. Καθρέφτιζαν την δική της οπτασία που πλέον είχε  κατατσακιστεί και γρεμιστεί.
Και ξάφνου, σαν το φώς που ανάβει μές το σκότος η μαμά-φύση ξύπνησε. Η μητέρα φύση νευρίασε με αυτό που έβλεπε στα μάτια του ζώου. Οίκτος? Απέχθεια? Αηδία? Για εκείνη?
Μα ποιό νόμιζε ότι ήταν τέλος πάντων? Τι πίστευε ότι έκανε? Θα της κατέστρεφε όσα είχε χτίσει με τόσο κόπο?
Κοίταξε γύρω της...το χώμα είχε μαυρίσει, τα δέντρα είχαν πεθάνει, ο ουρανός έλιωνε σε στάχτη και τα μόνα έμβια όντα ήταν τα σκουλήκια που μαζευόντουσαν πάνω της σαν να ήταν νεκρή.
Η μητέρα φύση ένιωσε ένα κάψιμο να ξεκινάει από τα σωθικά της και τα μάτια της εξεράγησαν σε πύρινες φλόγες. Το δέρμα της άρχισε να λιώνει ενώ εκείνη ούρλιαζε από οργή και μίσος. Μίσος για το μικροσκοπικό ζώο που της είχε κλέψει την ζωή με τόση ευκολία, μίσος προς τον εαυτό της που επέτρεψε κάτι τέτοιο να γίνει, μίσος για την αφέλεια της που μαγεύτηκε από τα νάζια και την γλύκα ενός υποκριτικού παρασίτου. Όσο όμορφα και αν ήταν αυτά τα μάτια, δεν ήταν τα μάτια που είχε πρωτοδεί.



Τώρα το ζώο έπαιρνε την μορφή ενός αποκρουστικού τεράστιου σκουληκιού. Η μητέρα-φύση φύσηξε πάνω του την πύρινη λαίλαπα που περιέκλυε το σώμα της και το είδε να καίγεται βγάζοντας μια τσιριχτή κραυγή που όμως δεν μπορούσε να διαπεράσει τον θυμό της και να την αγγίξει. Το σκουλήκι άρχισε να κλαίει και να σφαδάζει, εναλλάσοντας μορφές, μια σκουλήκι, μια ζώο με κόκκινο τρίχωμα προσπαθώντας να ξεφύγει. Η μητέρα φύση έτρεξε προς το μέρος του και το οδήγησε σε μια ξέφρενη καταδίωξη προς το σημείο του κόσμου που δεν είχε δημιουργήσει ποτέ. Το μαύρο και απόλυτο κενό.


Το σκουλήκι-παράσιτο έπεσε στην παγίδα και λίγο πριν χαθεί στο κενό προσπάθησε να αρπάξει το πόδι της μητέρας φύσης με την μορφή του ζώου. Η μητέρα φύση το άφησε να την ικετεύει ενώ μέσα της ο πόθος για εκδίκηση της προκαλούσε οργασμό. Κούνησε το πόδι της και κλότσησε το μισό σκουλήκι και μισό ζώο στα μάτια. Έπεσε ουρλιάζοντας στο κενό και έχασε πια εντελώς την μορφή του όμορφου ζώου, διατηρώντας τη μορφή του βρώμικου σκουληκιού.


Η μητέρα φύση έκανε μεταβολή και αντίκρυσε το κατεστραμμένο τοπίο. Πήρε μια βαθιά ανάσα, έσκυψε το κεφάλι της και έβαλε τα κλάμματα. Χωρίς δράματα, εντάσεις, και καταρρεύσεις. Σήκωσε το χέρι της και η φωτιά κάλυψε όλη την πλάση.  Ο χώρος είχε καθαρίσει όλα τα μικρόβια και την αηδία που είχε αφήσει πίσω του το βρωμμερό παράσιτο.


Και όλα θα έφτιαχναν από την αρχή. Όπως είχαν ξαναφτιάξει χιλιάδες φορές στο παρελθόν από επιθέσεις παρασίτων.


Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2012

Γῆρας κόσμου, ἐστί ματαιότις.

Και αυτός ο κόσμος γερνάει,
καρδιά μου,
αργοσβήνει σαν κέρινα φτερά.


Και καθώς γερνάει,
ψυχή μου,
λιώνει πάνω στης φαντασίας τα μάτια.


Τα σφαλίζει με μαύρο χρώμα,
μυαλό μου,
τα απομονώνει από την μουσική των ουρανών.


Πνεύμα, νόηση, σκέψη, όλα αθάνατα μα,
κορμί μου,
θνητό, γηρασμένο και παλιό.


Και τι προσπάθεια να κάνω, πές μου,
πληγή μου,
σ' ένα κόσμο τόσο μάταιο.

Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2012

Τα πειραματόζωα.

Χωρίς υπεκφυγές και παρανοήσεις. Ήρθε η ώρα να τα πούμε όλα! Να σας εξηγήσω το πώς τα όμορφα μπιρμπιλωτά μου μάτια αντιμετωπίζουν τον χώρο γύρω μου. Να σας δείξω ότι ο κόσμος προετοιμάζεται για ένα τέρας!

Οκ εντάξει. Απλά έχει βαρύνει πολύ η ατμόσφαιρα εδώ μέσα και πρέπει να κάνω κάτι να την ελαφρύνω. Τώρα κατά πόσο θα ελαφρύνει, ή θα βαρύνει ακόμα περισσότερο είναι θέμα του πώς θα εκλάβετε τα γραφόμμενα μου. Μπορείτε να τα πάρετε χιουμοριστικά, μπορείτε να τα πάρετε και σοβαρά.

Εγώ συνιστώ να τα πάρετε σοβαρά και πάνω απ' όλα προσωπικά!

Ας ξεκινήσουμε. Κατ' αρχάς να ξεκαθαρίσω κάτι. Είστε ΟΛΟΙ, μηδενός εξαιρουμένου, ψυχολογικά μου πειραματόζωα. Σε πολύ άσχημες φάσεις είστε και σωμματικά. Αλλά ας μην το κάνουμε πολύ άσχημο. Είστε που λέτε, τα πειραματόζωα μου. Έχω γίνει μάστερ στον χειρισμό της ψυχολογίας του κόσμου γύρω μου, κυρίως γιατί χρειάστηκε να το κάνω. Δεδομενου ότι οι άνθρωποι, τουλάχιστον της γενιάς μου χωρίς να βγάζω έξω τους παλαιότερους, είναι γλοιώδη, σιχαμερά υποκείμενα θα σας συνιστούσα να γίνετε και εσείς μάστερ στον χειρισμό της ψυχολογίας. Έχει πολλαπλά οφέλη αυτή η διαδικασία.
Ξεκινάτε παρατηρώντας ένα συγκεκριμένο υποκείμενο. Παρατηρείτε τις κινήσεις του, βλέπετε τις αντιδράσεις του και ανακαλύπτετε μέσω της παρατήρησης τα ευάλωτα σημεία. Π.χ εμένα είναι οι κατσαρίδες αλλά δεν ψάχνουμε αυτό. Ψάχνουμε τα ψυχολογικά παραθυράκια του. Μπορεί η Αχίλειος πτέρνα του να είναι η έλλειψη ή ύπαρξη ομορφιάς πάνω του. Μπορεί να είναι τα ψυχολογικά που του άφησαν οι γονείς του. Μπορεί να είναι τα παιχνίδια που δεν είχε μικρός. Πάντως σίγουρα κάτι είναι. Κανείς δεν είναι άτρωτος.
Όταν ανακαλύψουμε το ευαίσθητο σημείο του αρχίζουμε ελαφρώς να το χτυπάμε. Σαν αναγνωριστικές βολές. Πετάμε σποντίτσες, φράσεις ή και λέξεις και βλέπουμε την ποσότητα και την ποιότητα αντίδρασης του. Τονίζω ότι μια τέτοια πρακτική μπορεί να πάρει εβδομάδες, μήνες χρόνια για να επιτευχθεί σωστά. Το κλειδί είναι να πετύχεις την ψυχολογική υποταγή του άλλου που θα του επιτρέψει άθελα του να τον χειριστείς. Όμως αυτό δεν ξέρω πώς θα το κάνετε εσείς οι κοινοί θνητοί, εμείς το καταφέρνουμε εύκολα γιατί ξέρουμε ότι είμαστε νοητικά και ψυχολογικά ανώτεροι από κάθε όν που περπατάει. Γι' αυτό, σε αυτό το σημείο, θα σας αφήσω να το σκεφτείτε και να βρείτε τον δικό σας τρόπο.
Προχωράμε. Στην πορεία πρέπει να είστε σε θέση να ερμηνεύσετε τα σημάδια αντίδρασης στο σημείο που χτυπάτε. Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε την παραπάνω πρακτική για να βρείτε το σημείο του, και όχι απλά να το χτυπήσετε. Όμως αυτό είναι για χοντρούς μύστες, και οι άπειροι που δεν θα μπορέσουν να ερμηνεύσουν τα σημάδια του υποκειμένου καλύτερα να μην το δοκιμάσουν γιατί θα μπερδευτούν. Για τους προχωρημένους, extra tip: Αν δεν έχετε βρεί το σημείο, και το ψάχνετε με την παραπάνω προχωρημένη τακτική, κάντε το στα πλαίσια της πλάκας. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί την πλάκα. Μπορείτε επίσης να το κάνετε με ύφος "μίλα μου, θέλω να σε γνωρίσω". Σε αυτό το τελευταίο εγγυώμαι προσωπικά τα αποτελέσματα- όλοι θέλουν να νομίζουν ότι κάποιος ενδιαφέρεται να τους γνωρίσει, και όλοι θέλουν να πιστεύουν ότι είναι αρκετά σημαντικοί που να ωθήσουν κάποιον να το επιθυμήσει. Μια δοκιμή θα σας πείσει σας λέω!
Ας υποθέσουμε ότι επιτέλους φτάσατε στην ερμηνεία των πράξεων του υποκειμένου σας. Πρέπει σε αυτό το σημείο να γίνει καταγραφή των ερμηνειών και να βγούν κάποια συμπεράσματα. Από τα 3 υποκείμενα και πάνω μπορούν να βγούν καθολικά συμπεράσματα. Γι' αυτο θα σας συμβούλευα να χωρίσετε σε κατηγορίες τα υποκείμενα, με την μεγαλύτερη, αυτή των φύλων. Θα ξεκινήσετε σε Άντρες-Γυναίκες, και θα διαλέξετε μία. Μετά από αυτήν, θα το χωρίσετε βάση κοινωνικού προφίλ και ανάλογα με το τι θέλουν να δείχνουν. Θα συνεχίσετε με μικρότερες κατηγορίες και θα φτάσετε εκεί που δεν φτάνει πιο κάτω! Από αυτήν θα ξεκινήσετε, και θα ανεβαίνετε κλιμακωτά. Μόνο έτσι μπορείτε να βγάλετε καθολικά συμπεράσματα ξαναλέω. Μη πετύχω κανέναν σας με τις πληροφορίες που σας έδωσα να λέει όλες τις γυναίκες καριόλες και όλους τους άντρες πούστηδες. Και άμα το κάνω εγώ, έχω αποδείξεις και λόγους που το κάνω!Άντε!
Τώρα...ξεζουπήξατε το υποκείμενο. Μάλλον του έχετε αφήσει και τραύματα τα οποία δεν ξέρει από που του ήρθαν και πώς ξαναβγήκαν στην επιφάνεια. Αν κάνετε σωστά την δουλειά σας, το υποκείμενο δεν θα σας έχει καταλάβει. Τότε, και εφόσον έχετε ολοκληρώσει το έργο σας, μπορείτε αν θέλετε να βοηθήσετε το υποκείμενο να ορθοποδήσει. Ξέρετε πλέον πώς να το χειριστείτε οπότε ξέρετε πώς να του προκαλέσετε χαρά ή λύπη, φόβο ή ευτυχία. Γι' αυτό, διορθώστε την ζημιά που κάνατε. Πρέπει το υποκείμενο να χρησιμοποιηθεί και από άλλους, ή και από εσάς τους ίδιου στο μέλλον ξανά, για την επιβεβαίωση των συμπερασμάτων ή την εξαγωγή νέων. Μην αφήνετε κατεστραμένα υποκείμενα γιατί θα βαρύνει την συνείδηση σας- σε περίπτωση που έχετε. Αν παρόλλα αυτά δεν μπορείτε να επαναφέρετε το υποκείμενο στην σωστή θέση, σκεφτείτε τι κάνατε λάθος. Μπορεί να χτυπήσατε πολύ δυνατά το σημείο του, ή να χτυπήσατε πολλά ταυτόχρονα. Σε αυτή τη περίπτωση συνεχίστε να παρακολουθείτε το υποκείμενο. Είμαι σίγουρη πώς θα έχετε πολλά να δείτε ακόμα.

Σαν γενικές πληροφορίες, θα σας χρειαστούν τουλάχιστον 10 υποκείμενα για να μπορείτε να κρίνετε επιφανειακά και τοπικά τους ανθρώπους. Π.χ. όταν κάποιος λέει ψέμματα δεν κοιτάει ευθεία, ή αν είναι από τους μεγάλους ηθοποιούς ψεύτες κοιτάει έντονα και βαθιά στα μάτια σας. Σε κάθε περίπτωση να σκέφτεστε πώς θα αντιδρούσατε εσείς σε ανάλογη περίπτωση και απο εκεί θα είστε ένα βήμα πιο μπροστά. Στην αρχή ξέρω ότι τίποτα δεν θα πιάνει, και μάλλον δεν θα καταλαβαίνετε πολλά. Όμως συνιστώ να συνεχίσετε και να δοκιμάζετε τις καινούργιες γνώσεις σας πάνω σε άλλα υποκείμενα. Πάντα θα βρίσκετε υποκείμενα αρκεί να ξέρετε να τα χειρίζεστε σωστά. Μην τρομάξετε στην αρχή αν σας φαίνεται άχρηστη ικανότητα. Σκεφτείτε ότι κάποιος αυτή τη στιγμή σας χειρίζεται με αυτόν τον τρόπο και χειρότερο, που δεν σας έχω πεί για να μην σας τρομάξω.
Truth is, ότι ελέγχεστε κάθε μέρα από διαφορετικές πηγές. Και σας δοκιμάζουν, και σας τεστάρουν και σας χειρίζονται όπως εκείνοι θέλουν.


Αντιλαμβάνεστε την ειρωνεία που διακατέχει άραγε το κείμενο? Ή μήπως μόλις σας χειρίστηκα και σας έβαλα σε σκέψεις?