"Yet if hope has flown away,
In a night, or in a day,
In a vision or in none,
Is it therefore the less gone?"

-E. A. Poe
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μονόλογος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μονόλογος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2013

"Σήμερα θα σας τραγουδήσω..."

"Και αν δεν σας τραγουδήσω είμαι σίγουρη ότι δεν θα σας λείψει. Ούτε εγώ θα σας λείψω. Αλλά είναι κάτι τέτοιες νύχτες, ανοιξιάτικες, που το φεγγάρι φωτίζει τόσο δυνατά που δεν μπορεί να κρύψει τις αμαρτίες μου. Το αίμα στα χέρια μου έχει ξεραθεί εδώ και χρόνια αλλά η οσμή δεν μπορεί να φύγει. Τα μάτια μου έχουν θρυνήσει, η φωνή μου έχει σπάσει, αλλά τα δάκρυα και οι κραυγές δεν παύουν να υπάρχουν.
Είναι ίσως που συνεχίζω να σκέφτομαι νεκρούς και να ονειρεύομαι μονίμως με ανοιχτούς οφθαλμούς. Ο ύπνος είναι άλλωστε πολυτέλεια. Η μοίρα μου είναι προδιαγεγγραμένη. Δεν μένει άλλο παρά να το δεχτώ. Όμως μπορώ να σας τραγουδήσω για τις πληγές μου και για τα λάθη μου, και εσείς να με ακούσετε, και να με κοιτάξετε με λύπηση και οίκτο, όπως κάνουν όλοι οι εραστές μου.
Ίσως εσείς που με ακούτε κάποτε να είσασταν εραστές μου. Της μιας ώρας, της μιας βραδιάς, της μιας εβδομάδας. Και μαντεύω ότι δεν σας ένοιαξε που δεν σας ανοίχτηκα ή που δεν έμαθα ποτέ τα ονόματα σας. Ούτε και τα πρόσωπα σας, αυτό είναι αλήθεια. Μα σε αυτό το σημείο που φτάσαμε, ποιό το νόημα πλέον? Ίσως είσαστε παντρεμένοι, ίσως έχετε παιδιά, ή μπορεί να μην ζείτε καν πιά. Μπορεί να μην με θυμάστε, νομίζω αυτό θα ήταν το χειρότερο που θα μπορούσατε να μου κάνετε.
Τώρα που το σκέφτομαι αυτό είναι ο μεγαλύτερος μου εφιάλτης. Να πεθάνω και να μην μείνει τίποτα απο εμένα. Ούτε καν μια μακρυά ανάμνηση.
Χρόνια τώρα στο σανίδι και δεν έπαιξα ποτέ κάτι συνταρακτικό.Το μόνο συνταρακτικό που πέρασε ποτέ από πάνω μου είναι ίσως το ποτό. Έπινα πολύ και πίνω πολύ, γι αυτό έχω γεράσει έτσι άσχημα που με βλέπετε τώρα. Ούτε μια Οφηλία, ούτε μια Βιρτζίνια Γούλφ...πάντα δεύτεροι ρόλοι, πάντα το σχήμα του καμπαρέ να με ακολουθεί ακόμα και στο σπίτι μου. Κάποια στιγμή το αποδέχτηκα και έγινα ένα με αυτό, έτσι, για να σταματήσει να με κυνηγάει. Και όταν το έκανα, άρχισα να το ζώ. Έγινα ένα με τον ρόλο, ένα με την ψεύτικη πραγματικότητα του. Τι ειρωνικό. Από την μία υπάρχει από την άλλη όχι. Σίγουρα στις καλοφτιαγμένες, όμορφες και καθαρές ζωές των διαφημιστικών δεν υπάρχει. Στις ανθρώπινες, βρώμικες με λάθη, εάν θέλεις να το δείς, θα το δείς ξεκάθαρα. Θα καταλάβεις ότι υπάρχει. Και είτε θα το αγκαλιάσεις, είτε θα τρέχει μακρυά του. Νομίζω μπορείς να κάνεις και τα δύο. Το σκότος της ψυχής δεν κρύβεται όσο φωτεινό και αν είναι το χαμόγελο σου. Και το καμπαρέ δεν είναι τίποτα άλλο από σκότος. Μια άβυσσος με απόκοσμη, κουρδιστή μουσική
Αλλά και πάλι, και να έπαιζα τους ρόλους που ήθελα, ποιά θα ήταν η κατάληξη? Θα γινόμουν ένα, και πάλι, με όλα αυτά τα ψέματα. Όμως το θέατρο δεν είναι ψέμα, αλλά ούτε και αλήθεια. Το θέατρο ζεί από την αλήθεια, και ποτίζεται στο ψέμα. Πεινάει για φώς αλλά καλύπτεται με μανδύες ομίχλης. Μα πάνω από όλα, πεινάει για ψυχές και εγώ την δική μου, του την τάισα οικειωθελώς χρόνια πίσω.
Και τι κέρδισα από τα κρεβάτια, τι κέρδισα από τους αμέτρητους και αθώους εραστές μου? Τι κέρδισα από τον πληγωμένο μου εγωισμό, τι κέρδισα από το ζωντανό κοινό που με έθρεφε κάθε βράδυ και κάθε πρωί πέθαινα...Τι μπορεί να κέρδισαν οι άλλοι? Πικρή απάντηση το τίποτα. Νομίζω δεν θα σας το πώ. Μια κυρία δεν λέει πικρά και κακά πράγματα. Και αν μη τι άλλο, μετά από τόσα χρόνια, κανείς δεν διαφωνεί ότι είμαι κυρία. Και ας ξέρουν το σχήμα και το χρώμα των μηρών μου οι θεατές μου. Ας γνωρίζουν τα λακάκια στο λαιμό μου. Ας βλέπουν το γηρασμένο μου δέρμα, το πεσμένο μου στήθος. Είμαι μια κυρία.
Και απόψε θα σας τραγουδήσω, δεν θα σας παίξω πάλι κάποιο δεύτερο ρολάκι που ο σκηνοθέτης χάρισε απλόχερα σε κάποια πιο νέα, πιο πρόθυμη να δώσει το κορμί της ώς αντάλλαγμα. Μα παρά τους εραστές μου, αυτό δεν το έκανα ποτέ. Εγώ αγαπούσα τον κάθε ένα τους, με τον δικό μου, ντελικάτο, τρόπο. Δεν δέχθηκα ανταλλάγματα, μόνο αγάπη, ή περιφρόνυση. Δικά μου λάθη, δικές μου αμαρτίες, δικά μου σημεία χαραγμένα στο μυαλό και το σώμα. 
Τραγούδι λοιπόν. Η βραδιά σηκώνει τραγούδι. Τραγουδήστε μαζί μου, να πνίξουμε τους πόνους μας σε αυτό, να καλύψουμε τις αμαρτίες μας με νότες και...."

Την είδα να σταματάει απότομα και να πέφτει. Τα μάτια της κλαμμένα εδώ και ώρα, ενώ εκείνη πάσχιζε να κρύψει τους πόνους στην καρδιά. Το μακιγιάζ είναι κυλήσει στα μάγουλα της, και όταν εκείνη έπεφτε άκουσα έναν αναστεναγμό ανακούφισης να φεύγει απο τα βαμένα χείλη της. Πόσα να αντέξει πια μια τόσο ταλαιπωρημένη καρδιά. Πόσο πόνο, πόση πίκρα. Πόση αποτυχία.

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2013

ΠαγίδαΧ

Τα βράδια φοβάμαι και την σκιά μου. Μην με ρωτάς γιατί, δεν έχω ιδέα. Με κατακλύζουν όλοι αυτοί οι παράλογοι φόβοι περί ποντικιών, εντόμων και ψυχών. Το σπίτι μου έχει περάσει από τα πρώτα δύο, για το τρίτο δεν ξέρω. Γι' αυτό και το αποκαλώ παράλογο φόβο. Σαν μια αίσθηση κάποιος να σε κοιτάει από τα σκοτάδια της κουζίνας μέσα στο δωμάτιο. Σηκώνεσαι να κλέισεις την πόρτα και μετά ακούς ανύπαρκτους θορύβους. Και δεν ξέρω τι είναι χειρότερο να πιστέψω, τα ποντίκια, οι κατσαρίδες ή ανύπαρκτες οντότητες είναι αυτά που κάνουν τον θόρυβο? Φάκες έχω, δεν μπορεί θα το πιάσει το ποντίκι. Για τις κατσαρίδες έχω προνοήσει και έχω ψεκάσει το σπίτι και το μπαλκόνι. Για τις ψυχές δεν ξέρω. Νομίζω απλά ότι συνεχίζουν να με περιμένουν μέχρι τα ξημερώματα, να με βρούν αδύναμη πίσω από τις σκιές και να με καταβροχθίσουν. Να φάνε κάθε τελευταία ίνα της ύπαρξης  μου και να με εξαφανίσουν δια παντός. Ή ίσως να με κάνουν και εμένα απειλή για την ανθρωπότητα. Ή ίσως να με τραβήξουν από το σώμα μου και μπεί κάποια από εκείνες στο δικό μου καλούπι.
Γι αυτό έχω ζωγραφίσει στην κοιλιά μου ένα μεγάλο Χ και όποτε κάνω μπάνιο και φεύγει, το ξαναζωγραφίζω. Να ξέρουν ότι από εκεί θα πρέπει να περάσουν την ψυχή μου για να βγεί από το σώμα μου και ότι από εκεί πρέπει να μπούν για να πάρουν τον έλεγχο. Αυτό που δεν τους έχω όμως δείξει, είναι πώς θα ξαναφύγουν από το σώμα μου. Γι'αυτό όταν με τραβήξουν μέσα από αυτήν την κόλαση της ύπαρξης και της οντότητας, να πρέπει να μείνουν αιώνια με τις φωνές στο κεφάλι μου και τον εγκέφαλο μου. Και ετούτη θα είναι η τιμωρία τους.

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2012

Η κυριαρχία των θνητών επί του πνεύματος.

Δεν είναι ότι γκρινιάζω πολύ.Ούτε ότι ψυχορραγώ. Ούτε κάν ότι πεθαίνω αργά και βασανιστικά. Είναι που δεν αντέχω αυτήν την απραγία, όλον αυτόν τον ελεύθερο χρόνο που θα έπρεπε να είναι γεμάτος από ανθρώπους. Ανθρώπους με πνεύμα. Ανθρώπους με ύφος, άποψη, χιούμορ. Ανθρώπους που μπορούν να σου δείξουν τον ουρανό και να αναφωνήσουμε με ενθουσιασμό "Κοίτα! Πέφτει ένα αστέρι!", και όχι να κοιτάξουν πάνω, σε αυτήν την θεική δύναμη, και να αδιαφορήσουν. Θέλω εκείνους τους φωτεινούς σηματοδότες που αναγνωρίζεις την δύναμη τους από χιλιόμετρο, εκείνους που λάμπουν και εκφράζονται σαν θεοί.
Αντίθετα, έχω κολλήσει στον βούρκο με τους θνητούς. Θνητούς που μοιράζονται σε ομάδες και βγαίνουν για κατάκτηση άλλων αντίθετων ειδών, λές και αυτό θα σώσει το πνεύμα τους από την αχρηστία. Δεν φταίνε αυτοί. Αυτή η σάπια πόλη φταίει, που τους τρώει το μυαλό και τις ψυχές. Μαυρίζει την όραση τους και δεν βλέπουν. Νομίζουν ότι ο ήλιος λάμπει και ότι το φεγγάρι φωτίζει τα θαμπά τους κρεβάτια τις νύχτες που ξελιγώνονται μετρώντας δευτερόλεπτα αντοχής. Κανείς τους δεν έχει καταλάβει. Και εγώ δεν έχω καταλάβει τι κάνω ανάμεσα τους. 
Αν η μοίρα έχει μια τάση προς την ψυχολογική διαστροφή, είμαι η πρώτη που μπορεί να το επιβεβαιώσει. Και αν εγώ έχω λόγο που βρίσκομαι ανάμεσα στους υπάνθρωπους, μακάρι να τον ήξερα. Το χειρότερο όμως δεν είναι αύτο. Το χειρότερο είναι που αρχίζω να φοβάμαι ότι τους μοιάζω.
Δεν είναι γκρίνια,παράπονο, μίσος. Είναι απέχθεια προς τα καλύτερα και πιο όμορφα όνειρα τους, ακριβώς γιατί δεν είναι όνειρα. Είναι ονειρώξεις. Παιδικές εκρίσσεις των φαντασιών τους που δεν φτάνουν παραπέρα από το περίπτερο της γωνίας. Όχι ότι είμαι άτομο των ταξιδιών. Ίσα ίσα. Απλά εγώ γνωρίζω το γιατί θέλω να ταξιδέψω και πού θέλω να πάω και θα το κάνω. Και όταν το κάνω δεν θα είναι ο τελικός προορισμός μου αλλά η αρχή του ονείρου. Για τους κοινούς θνητούς το ταξίδι είναι και το τέλος, όχι γιατί δεν είναι όνειρο, αλλά γιατί δεν έχει λόγο η τοποθεσία. 



Απλά το θέμα είναι ότι η απραγία και η λειψυδρία επηρεάζει την λογική μου και δεν ξέρω πόσο θα αντέξει το πνεύμα μου τις επιθέσεις. Γι' αυτό θα πρέπει να με συγωρήσετε αν σας μπερδεύω, και ακόμα περισσότερο θα πρέπει να με συγχωρήσετε αν χαθεί αυτή που γνωρίζατε. Λυπάμαι. Δεν το ήθελα. 

Δευτέρα 4 Ιουνίου 2012

Και όμως, οφείλω να στο πώ....

Ήταν εκείνη η στιγμή, η τραγική παραδοχή, μια μόνο πρόταση. Ήταν όλα και τίποτα, μια αλήθεια από θεική παρέμβαση, ο κινητήριο τροχός που χρειαζόταν για την ώθηση. Ήταν η μεγαλύτερη αλήθεια που ανασύρθηκε από τις αναμνήσεις μου όπως το έκανε ο Σωκράτης και κανείς δεν τον πίστευε, ήταν το δαιμόνιο που κατοικεί μέσα μου και επιτέλους ξύπνησε! Μια θεική παρέμβαση, ένα βίαιο χαστούκι στο πρόσωπο της άρνησης. Το χέρι που σε τραβάει προς το φώς και ας σε πονάνε τα μάτια σου. Ήταν το μονοπάτι πρός την πικρή αλήθεια της στιγμής και ταυτόχρονα η βαθύτερη αντίλληψη των πάντων. Ήταν αυτό που δεν προκάλεσε απορίες, ήταν η μονάδικη και πραγματική αλήθεια που είναι τόσο φωτεινά ξεκάθαρη που δεν χωράει σκιές αμφιβολλίας. Ήταν ταυτόχρονα και το βάθος των Ταρτάρων...Ήταν η φωτιά που καίει στα τοιχώματα της πτώσης, ήταν η απότομη διακοπή της αναπνοής και η τραγική προσπάθεια μου να αναπνεύσω. Η ξαφνική παραδοχή της αλήθειας έβρισκε εμπόδιο την ψυχή. Δεν ήθελε να το δεχτεί, δεν μπορούσε έτσι απλά να καταστρέψει τους κόσμους και τις πιθανότητες που είχε χτίσει. Η συνείδηση πάλευε με νύχια και με δόντια να μην αφήσει την πληροφορία να εισαχθεί στην βαθύτερη γνώση του εγκεφάλου, ήξερε πώς η γνώση ήταν ο εχθρός. Και τότε, αυτή μόνο η πρόταση, έκανε τα λογικά μου να καταρρεύσουν. Όχι γιατί ήταν παράλογο το γεγονός, όχι, κάθε άλλο. Ήταν μια γενικώς παραδεδεγμένη αλήθεια που ίσως να μην έκανε καμία αίσθηση σε άλλες συνθήκες. Ένα χαρμόσυνο γεγονός, μια προσπάθεια αναχαίτησης της ζωής. Δεν έφταιγε το γεγονός το ίδιο, αλλά η δική μου αδυναμία να το συνειδητοποιήσω. Ήταν η δική μου απώλεια να το δεχτώ νωρίτερα, ήταν μια αποτυχία της πνευματικής μου δύναμης, και ο δρόμος δεν είχε τέλος. Ήταν εκείνη η παταγώδης κατάρρευση του οικοδομήματος της σιγουριάς, ήταν η τραγική κατάληξη της κατάστασης χωρίς όμως να με έχει βρει σύμφωνη νωρίτερα. Δεν έφτιαγε το γεγονός αλλά η αδυναμία μου να το προβλέψω. Δεν έφταιγε η κατάσταση αλλά η ανικανότητα μου να την δεχτώ. Δεν έφταιγε εκείνη η στιγμή αλλά η άρνηση μου, που κράτησε παραπάνω από χρόνια. Κράτησε μια ολόκληρη ζωή.
Και τότε το θυμήθηκα. Θυμήθηκα την ικανότητα μου να μετατρέπω τα πάντα σε τέχνη και τα οφέλη που έρχονται από αυτό. Γιατί ακόμα και αν είσαι φαινομενικά σταθερός, πρέπει να υπάρχει μια βαθύτερη αστάθεια ψυχολογίας για να δημιουργήσεις. Να δημιουργήσεις πραγματικά σε όλες τις μορφές τέχνης. Και η δική μου ψυχή έμεινε στη σταθερότητα πολύ, πραγματικά πολύ καιρό. Είχε έρθει η ώρα του πολέμου, αυτής της θεικής δύναμης που εξυψώνει το πνεύμα και αναθαρρεύει τις ψυχές και τα αερικά. Είχε έρθει η ώρα των αλλαγών, που πρόσταζε να νιώσει το δέρμα μου να καίγεται στον πάτο, αιμόφυρτο και παραμορφωμένο, για να με αφήσει τελικά να βγώ από εκεί μέσα. Σαν να έπεσαν σκοινιά, και υπό την επίβλεψη της πανσελήνου, να με τράβηξαν οι φρουροί του Δία από τον Τάρτατο, πάνω, στην κατοικία των Θεών. Για λίγες μόνο στιγμές αμφιταλαντεύτηκα στην επιθυμία μου να πλησιάσω τους Θεούς. Είχα συνηθίσει στην πύρινη κόλαση του κενού και στα βραχώδη βήματα του. Όμως τα σκοινιά είχαν μια αρμονική κίνηση από τον αέρα και η πίσσα έλιωνε από πάνω μου, αφήνοντας με να αναπνεύσω. Και δεν υπήρχε μεγαλύτερο δώρο από αυτό.Ήταν μια ψαλμωδία που με διαβεβαίωνε για μια αρχή στα Θεία, μια νέα ζωή κοντά στην μοναδική αλήθεια, μια πραγματικότητα που θα κλείσει τον κύκλο των Ταρτάρων και θα ανοίξει τις πύλες του Ολύμπου. Η ανάρρωση μου δεν θα κρατήσει όσο κράτησε η ασθένεια μου. Είμαι στα χέρια των Θεών τώρα. Είμαι κοντά στις Επουράνιες Δυνάμεις και θα μείνω εδώ να ψάλλω ωδές στον Πάνα. Η δική μου τέχνη θα με σώσει από το παραλλήρημα, τις ελπίδες ενός τρελού. Είναι η δική μου ικανότητα, και δεν την χαρίζω σε κανέναν. Είναι η δική μου κατάρα που με τρώει τις νύχτες να δημιουργήσω, και που αν δεν την ακούσω, φοβάμαι για την ζωή μου.
Και όμως, παρά την σωτηρία μου,οφείλω να στο πώ. Δεν ήσουν εντάξει.

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2011

Το ψάξιμο της ψυχής.

[Γυναίκα εμφανίζεται στην άκρη της σκηνής. Βγάζει δειλά το κεφάλι της και κοιτάει το κοινό. Γελάει ελαφρώς και εμφνανίζεται ολόκληρη. Είναι βουτηγμένη στο αίμα και περπατάει υποκριτικά γενναία. Κάθεται, και ανάβει τσιγάρο]


Ο άντρας μου...ήταν η ζωή μου. Ερωτευτήκαμε νέοι, σχεδόν παιδιά. Εγώ στα 16 και εκείνος στα 18. Νεανικοί, πλατωνικοί έρωτες, καταλαβαίνεις τώρα. Περπατάγαμε χεράκι-χεράκι στους δρόμους, τρώγαμε παγωτό και βλέπαμε την άδεια πόλη μας να σαπίζει, ονειρευόμενοι πως κάποια μέρα θα φεύγαμε. Και όντως, φύγαμε. Όταν ενηλικιώθηκα πια, με πήρε από το χέρι και το σκάσαμε σαν κηνυγημένοι.
[Σηκώνεται ζαλισμένη] Ω είμαι τόσο κουρασμένη. Τα κόκαλα μου πονάνε και κρυώνω φρικτά. Νιώθω αδύναμα τα πόδια μου..θα πέσω κάτω...Μα όχι! [ανεβαίνει τόνος] Του άξιζε! Ό,τι και αν έπαθε του άξιζε! Γιατί ο καθένας έχει χρέη να πληρώσει σε αυτή τη ζωή και εγώ τα δικά μου τα πλήρωσα! Ακούς?? Τα πλήρωσα!! [πτώση]
Όταν φύγαμε δεν ξέραμε που ακριβώς πηγαίναμε. Βάλαμε για σημαία τον έρωτα μας και πλεύσαμε στο άπειρο. Όμως ξεκίνησαν οι φουρτούνες. Δεν είχαμε σταθερή κατοικία -που να την βρούμε, άλλωστε δύο άνεργα παιδαρέλια?- δεν είχαμε χρόνο και δεν είχαμε καμία ειδίκευση. Σύντομα εκείνος έπιασε δουλειά σε ένα ξυλουργείο και εγώ με τις ταπεινές μου γνώσεις έραβα φορέματα σε μια βιοτεχνία. Μόλις αρχίσαμε να στεκόμαστε στα πόδια μας, ήρθε το πρώτο χτύπημα. Ο πατέρας μου πέθανε, και πριν περάσουν λίγες μέρες μέχρι να επισκεφθώ την μάνα μου, πέθανε και εκείνη.
[ανεβαίνει] Και εκείνος αντί να με παρηγορήσει, να με πάρει μια αγκαλιά, να με αφήσει να κλάψω στον ώμο του και να μου υποσχθεί ένα καλύτερο αύριο έκανε υπερωρίες! Μα τι άνθρωπος είναι αυτός? Εσείς θα το δεχόσασταν? Φυσικά και όχι!Ε..ούτε και εγώ το δέχτηκα..
[πτώση] Λοιπόν..το ξεπέρασα και αυτό χωρίς να βγάλω κουβέντα. Τι να έλεγα δηλαδή...δούλευε ο άνθρωπος. Η τουλάχιστον έτσι έλεγε. Η ζήλεια μέσα μου άρχισε να θεριεύει και οι υπερωρίες όλο και πολλαπλασιάζονταν. Δεν γύριζε σπίτι μέχρι τις 3 το ξημέρωμα μερικές φορές και 4. Ποτέ δεν βρήκα σημάδι πάνω του, ούτε κραγιόν, ούτε τίποτα. Όμως οι ενδείξεις αυξάνονταν και εγώ τρελαινόμουν. Δεν μου έδινε σημασία και όταν το συνειδητοποιούσε άρχιζε τις γλύκιες και τα μέλια και τα "αγάπη μου, λατρεία μου, μάτια μου". Δεν το έβλεπε ότι έβραζα, δεν έβλεπε ότι καταλάβαινα τις τυχαίες ματιές προς την πόρτα. Δεν ήξερε ότι έβλεπα μέσα του, ότι μπορούσα να συνειδητοποιήσω κάθε του κίνηση και πράξη. Όχι, όχι, δεν το έβλεπε. Ήξερα τα πάντα. Ποιά ήταν, γιατί αυτή, κάθε πότε, πώς...τα πάντα. Μου τα έλεγε και τα επιδείκνυε περήφανα μπροστά μου για να με δεί να πέφτω πρός τη σωτηρία της αγάπης μας.
[Παρανοικά] Γι' αυτό και μια μέρα, τρελαμένη από την ζήλεια...πήρα το μαχαίρι και άνοιξα το στήθος του να δώ αν είχε ακόμα καρδιά ή την είχε δώσει ολοκληρωτικά στην άλλη. Και ενώ εκείνος ούρλιαζε εγώ του φώναζα σε ποιά κόλαση είχε κάψει την ψυχή του, σε ποιό δαίμονα είχε ορκιστεί το μυαλό του, σε ποιό κορμί είχε χαρίσει το σώμα του. Ποιά χέρια, ποιά στήθη είχαν χαιδέψει αυτά τα μπράτσα που κάποτε με άγγιζαν και έτρεμαν από προσμονή? Και ούρλιαζε και φώναζα και κάρφωνα με μανία το μαχαίρι μου πάνω του ξανά και ξανά μέχρι που πλέον δεν υπήρχε αντίσταση. Του άξιζε! Όλα του άξιζαν! Με είχε τρελάνει, με είχε κάνει παρανοική απλά για να παίξει με μια κοπελίτσα που είχε τα μισά του χρόνια! Του άξιζε, του άξιζε σας λέω!
Η καρδιά του ήταν ακόμα εκεί. Η ψυχή του όχι. Και η μέρα αυτή...τυχαίνει... να είναι σήμερα!
[Παρανοικό γέλιο]

Σάββατο 30 Ιουλίου 2011

Η ατυχής ιστορία μου



[Νέα γυναίκα μπαίνει πονηρά μέσα. Χαζογελάει και παίζει ειρωνικά με το κοινό, σαν να είναι μεθυσμένη. Παριστάνει ότι μιλάει με άλλους ανθρώπους, και χορεύει, και γελάει δυνατά.]

ΓΥΝΑΙΚΑ-Καλησπέρα σας, γεία σας και χαρά σας, γεία χαραντάν και τα σκυλιά γελάν![χορεύει σαν βάλς με τα χέρια σαν να κρατούν έναν παρτενέρ] Πώ πώ ήσουν εκπληκτικός σε ευχαριστώ πολύ![Ξεσκονίζεται και άξαφνα κοιτάει το κοινό ξαφνιασμένη. Σβήνει ειρωνικά την έκπληξη και γελάει πονηρά] Νομίζατε ότι μου την φέρατε ε? Επειδή εμφανιστήκατε έτσι απότομα?[Γελάει υστερικά] Όχι, όχι, εγώ πλέον κυρίες και κύριοι δεν ξαφνιάζομαι από τους πραγματικούς ανθρώπους. Θα σας έλεγα μια ιστορία τώρα, αλλά μπορεί να σας κουράσω..Όχι? Μα μην επιμένετε σαν παρακαλώ, ε εντάξει αφού το θέλετε τόσο πολύ ας την πούμε.[Γρήγορα παίρνει μια καρέκλα και κάθεται σαν κυρία]
Εγώ που λέτε, κάποτε άνηκα στην υψηλή κοινωνία. Οι γονείς μου ήταν πλούσιοι και χαίραν άκρας υγείας μέχρι που ΤΣΑΦ [αλλάζει η στάση στην καρέκλα, γίνεται απειλητική] όλα χάνονται με ένα τυχαίο δυστύχημα. Όλοι νομίζουν ότι για μία κορασίδα σαν και εμένα [ηρεμεί ξανά] τα πράγματα θα ήταν εύκολα, με την κληρονομιά και τα παλάτια και τις βίλλες και τους υπηρέτες και τα λεφτά, λεφτά να δούν τα μάτια σου, ολόκληρα χρηματοκιβώτια γεμάτα με λεφτά! Αλλά όχι,όχι,όχι...Τα πράγματα δεν ήταν όπως μου τα παρουσίασαν. Ο κόσμος έξω απ'ότι φαίνεται δεν είχε να μου προσφέρει καμία ασφάλεια, ήθελε μόνο να με...ρουφήξει. Να ρουφήξει τις καταθέσεις, τα ομόλογα, τα σπίτια και τα αμάξια και κάθε πιθανή σταγόνα αίματος. Ήμουν μικρή και αθώα όταν τον γνώρισα. Τα πιο υπέροχα μάτια που είχα δεί ποτέ μου. Με μάγεψε με αυτόν τον ελεύθερο σαγηνευτικό τρόπο που έχουν όλοι εκείνοι οι αλήτες στους δρόμους. Υποσχέθηκε αγάπη, οικογένεια, ψυχική γαλήνη και ηρεμία. Ξεκινήσαμε να συμβιώνουμε, και ήμουν τόσο τυφλωμένη από έρωτα που δεν άκουγα κανέναν και τίποτα. Μου έλεγε ότι απλά μας ζηλεύουν και γι' αυτό τον σχολιάζουν. Μου έλεγε ότι με αγαπάει και ότι θα είμαστε μαζί για πάντα. Με έπεισε για αυτή τη πλαστή πραγματικότητα σε τέτοιο βαθμό που δεχόμουν να με κακομεταχειρίζεται και να με χτυπάει. Κάθε βράδυ θα έβγαινε και θα γυρνούσε βρωμώντας κρασί, βρίζοντας θεούς και δαίμονες και τραγουδώντας πρόστυχα τραγούδια που ακούς στις ταβέρνες κάτω στο λιμάνι. Η οικογένεια που μου είχε απομείνει απομακρύνθηκε. Με άφησαν μόνη μου, να τυφλώνομαι. Ήξερα πώς δεν προοριζόμουν για κάτι τέτοιο μα δεν μπορούσα να το δώ. Τον αγάπησα βαθιά, και μάλλον τον αγαπάω ακόμα.
Η περιουσία μου μειώθηκε τουλάχιστον στο μισό. Ξόδευε αλόγιστα σε άχρηστα αντικείμενα και σε παρακμιακή τέχνη. Νομίζω μάλιστα ότι τιμούσε πολύ συχνά το πορνείο που ήταν κοντά στις ταβέρνες. Είχε γυρίσει άπειρες φορές μυρίζοντας γυναικεία αρώματα και ήταν γεμάτος τρίχες. Ξανθές, κόκκινες και μερικές φορές άσπρες. Το ποτήρι έσπασε όμως, όταν προσπάθησε να βιάσει μια κοπελίτσα που είχα για καμαριέρα. Ο θόρυβος ακούστηκε από το κάτω πάτωμα, στην κουζίνα, γύρω στις 5 η ώρα το πρωί. Είχε μόλις γυρίσει και έψαχνε κάτι να φάει. Προφανώς κάτι που θα έκανε, προκάλεσε κάποιο δυνατό θόρυβο και ξύπνησε τους υπηρέτες που κοιμόντουσαν κάτω. Έστειλαν την μικρή περιμένοντας να βρούν κάποιο ποντίκι, ή τον σύζηγο μου, που κλασσικά πεινούσε τα ξημερώματα. Βρήκαν έναν φρενιασμένο άνδρα, ένα έξαλλο υποκείμενο με την τρέλα καλά κρυμμένη στα μάτια του. Της επιτέθηκε και την χτύπησε. Κατέβηκα κάτω τρέχοντας σαν τρελή, είπα στους υπηρέτες να μείνουν έξω από την κουζίνα και πήρα ένα τηγάνι. Τον χτύπησα στο κεφάλι. Ξανά και ξανά και ξανά. Βγήκα έξω πιο ήρεμη από ποτέ και τους ζήτησα να τον πετάξουν στο δρόμο. Έτσι και έγινε.
Το επόμενο πρωί συνειδητοποίησα ότι δεν μου είχε μείνει τίποτα. Βλέπετε, ώς άνδρας του σπιτιού, μου είχε απαγορεύσει να ασχολούμαι με τις οικονομικές υποθέσεις του οίκου. Μια ολόκληρη περιουσία ετών είχε χαθεί μέσα σε λίγους μήνες. Σπίτια και δικαιώματα είχαν ξεπουληθεί στο βωμό του ποτού. Για να ολοκληρωθεί το τόσο αναμενόμενο δράμα μου, μετά από ένα μήνα κατάλαβα ότι ήμουν έγγυος. Φυσικά και το παιδί ήταν δικό του! Για ποιά με περάσατε? Τέλος πάντων..την μέρα που το έμαθα, είχα μόλις πουλήσει τα οικόπεδα στους λόφους για μια μπουκιά ψωμί. Φυσικά πλέον δεν είχα υπηρέτες, ούτε και κανέναν να με συντηρήσει. Σκέφτηκα λοιπόν το αναμενόμενο. Περπάτησα ως την γέφυρα...και έπεσα κάτω. [Δυνατό, διαβολικό γέλιο] Καλό ε? Εσείς τι θα κάνατε? Θα γεννάγατε στους δρόμους σαν σκυλιά? 'Η θα πιάνατε δουλειά σαν πόρνη για να τα βγάλετε πέρα? 'Η ακόμα καλύτερα, μήπως θα πουλούσατε το παιδί σας?[Γέλια] Ε εγώ διάλεξα την πιο εύκολη και αποτελεσματική λύση. Έχω ακόμα την τιμή μου, και το όνομα μου. Μπορεί να πέθανα, αλλά πέθανα σωστά. Αυτή ήταν λοιπόν η ιστορία μου. Και, επιτρέψτε μου, τώρα πρέπει να γυρίσω στο πάρτυ!

[Χαιρετάει κόσμο ξανά, χορεύει, το ίδιο με πρίν, γελάει και έχει άτομα γύρω της που δεν υπάρχουν. Φώτα, ομιλίες και μουσική χαμηλώνουν ενώ εκείνη χάνεται στο σκοτάδι της σκηνής]