"Yet if hope has flown away,
In a night, or in a day,
In a vision or in none,
Is it therefore the less gone?"

-E. A. Poe

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

Το σκηνικό του τρόμου



Εκείνη τη μέρα θα πηγαίναμε σινεμά. Μου είχες πεί ότι είχες βρεί μια υπέροχη ταινία, από εκείνες που μου άρεσαν, από εκείνες τις περίεργες με τα πολλά πρόσωπα και τους δολοφόνους. Σε έβλεπα να με κοιτάς και αναρωτιόμουν αν έπρεπε να στο πώ. Θα σε έκανε τόσο ευτυχισμένο μα και τόσο λυπημένο ταυτόχρονα. Σε όλη την ταινία δεν μπορούσα να το βγάλω από το μυαλό μου και εσύ ακόμα με κοιτούσες να γελάω αχνά χωρίς να καταλαβαίνεις γιατί.
Βγήκαμε έξω στο διάλλειμα και βαλθήκαμε να κοιτάμε τις αφίσες παλιών ταινιών. Δεν μπορώ να θυμηθώ ποιές ήταν αλλά εσύ, τις ήξερες όλες και εγώ σε θαύμαζα με ένα αθώο παιδικό ύφος. Άρχισες να μου λές ιστορίες από την εποχή που ήσουν παιδί. Πέρασες δύσκολα χρόνια τότε, το ξέρω, μου το είχες ξαναπεί όταν σε είχα πρωτογνωρίσει. Ο πατέρας σου πέθανε πρίν σε γνωρίσει και η μητέρα σου σε εγκατέλειψε λίγα χρόνια μετά αφού δεν μπορούσε να σε συντηρήσει. Μεγάλωσες σε μια φάρμα, έξω από το Κεντάκυ, σε ένα ζευγάρι που σε αγάπησε περισσότερο από όσο θα μπορούσα ποτέ εγώ να σε αγαπήσω. Κάθε φορά που μου έλεγες την ιστορία τα μάτια σου έλαμπαν και τα σωθικά σου έσπαγαν σε μια προσπάθεια να μην χυθεί αυτή η λάμψη στα μάγουλα σου. Σου έπιασα το χέρι και σου είπα ότι όλα ανήκουν πια στο παρελθόν. Ό,τι και αν είχε γίνει, εγώ θα ήμουν εκεί πλέον. Το ήξερα, μα πάνω απ' όλα, το ένιωθα ότι τίποτα δεν ήταν καλά και πώς έπαιρνα μεγάλο βάρος πάνω μου, αλλά ήθελα να το κάνω. Άλλωστε είχα τα καλύτερα νέα να σου αναγγείλω.
Μπήκαμε ξανά στην αίθουσα μόλις χτύπησε το κουδούνι και καθίσαμε στις ίδιες θέσεις. Κάτι είχε αλλάξει μεταξύ μας. Δεν με κοιτούσες πια καθόλου, και έμενες σιωπηλός ότι και αν έκανα. Ένιωθα τους παλμούς σου να χτυπούν φρενιασμένα και άρχισες να ιδρώνεις. Όταν η ταινία μπροστά μας έσβησε απότομα γύρισα και σε κοίταξα με αγωνία.
"Και τώρα τι?" σε ρώτησα.
"Τίποτα. Τίποτα απολύτως" ψέλλισες ενώ γύρισες να με κοιτάξεις με το πιο παγωμένο βλέμμα που είχα δει ποτέ.
Ο κόσμος γύρω μας αγχώθηκε, αναδεύτηκε. Ακούστηκε ένα βουητό σαν να έβγαινε από τα σπλάχνα της γής και εγώ πιάστηκα σφιχτά από το μπράτσο σου. Η αίθουσα σείστηκε, σαν να ήθελε να μας αποτινάξει όλους από μέσα της. Άρχισαν να τρέχουν έξω και σε τράβηξα. Ήσουν ακίνητος σαν πέτρα και χλωμός. Σου φώναζα, "αγάπη μου, έλα σε παρακαλώ, πάμε έξω, λατρεία μου κινδυνεύουμε έλα," μα εσύ, τίποτα. Δεν ήθελες να κουνηθείς. Έκανα να φύγω και εκείνη την στιγμή μου άρπαξες το χέρι. Πρίν γυρίσω να σε κοιτάξω σκέφτηκα ότι το κόλπο μου έπιασε, είχα καταφέρει να σου αποσπάσω την προσοχή. Μα όταν σε είδα κατάλαβα ότι έπρεπε να φύγω όσο πιο γρήγορα γινόταν από κοντά σου. Τα μάτια σου είχαν γουρλώσει και το πρόσωπο που τόσο αγάπησα είχε διαστρεβλωθεί σε μια γκροτέσκα, σκοτεινή μορφή που με κοιτούσε απειλητικά. Μου ξέφυγε μια κραυγή και κατάφερα να χαλαρώσω την λαβή σου τραβώντας απότομα το χέρι μου.
Η μόνη μου σωτηρία ήταν τα πόδια μου. Σκόνταψα πολλές φορές ενώ σε άκουγα από πίσω μου να βρυχάσαι και να φτύνεις καθώς προσπαθούσες να παραμερίσεις το πλήθος που βρισκόταν σε έκσταση. Προσπάθησα να ανέβω τις σκάλες, γλίστρισα σαν παιδάκι, και έπεσα κάτω. Η μύτη μου μάτωσε και κανείς δεν σταμάτησε να με βοηθήσει. Ήταν σαν αυτή η τυχαία αίθουσα σε αυτό το τυχαίο σινεμά να είχε εκπέμψει κάποιο αέριο που έκανε τους πάντες τρελούς. Τους πάντες εκτός από εμένα.
Σηκώθηκα όπως μπορούσα και έφτασα επιτέλους έξω. Μια γυναίκα με στολή σερβιτόρας του 60 στεκόταν μπροστά από την είσοδο με γυρισμένη την πλάτη. Η πόλη ήταν άδεια, και είχε ξαναβγεί ο ήλιος, παρ' όλο που δεν είχαν περάσει καν δύο ώρες από την ώρα που σκοτείνιασε. Σαν ταινία, οι δρόμοι που έφτανε το μάτι μου ήταν σκονισμένοι, βρώμικοι και άδειοι. Εφημερίδες σκορπισμένες εδώ και εκεί, και ένα ελαφρύ αεράκι να περικυκλώνει το χαμένο χώρο. Πλησίασα την σερβιτόρα η οποία φαινόταν να μιλάει στο κενό. Πέρασα μπροστά της, ακουμπώντας την απαλά και αντίκρυσα το ίδιο το χάος στο πρόσωπο της.
Τα χαρακτηριστικά της είχαν λιώσει σε ένα ανάποδο χαμόγελο, ενώ τα μάτια της χύνονταν πρόστυχα στα σάπια μάγουλα της. Μια άναρθρη κραυγή ξέφυγε από τα μαυρισμένα χείλη της και εγώ άρχισα ξανά να τρέχω, να γλιτώσω από αυτόν τον παραμορφωμένο εφιάλτη. Το πλήθος στο σινεμά προσπαθούσε να βγεί και να τρέξει και αυτό, μα κάτι το εμπόδιζε. Δεν ξέρω ακόμα και σήμερα γιατί απλά δεν άνοιγαν τις πόρτες. Ήταν σαν να είχαν παραλύσει και τα χέρια τους να μην λειτουργούσαν πλέον. Με διέκρινες φευγαλέα όταν ήρθα αντιμέτωπη με τον τρόμο και ούρλιαξες από προσμονή. Έσπασες τις πόρτες και άφησες το ξέφρενο κύμμα από παραζαλισμένους ανθρώπους να ξεχυθεί στους δρόμους.
Και εγώ συνέχισα να τρέχω, με εσένα από πίσω μου να κραυγάζεις, να ουρλιάζεις, να σου φωνάζω πώς με τρομάζεις και να μην με ακούς...
Προσπάθησα να σε κάνω να χαθείς. Θυμάμαι ξεκάθαρα τα στενά του βρώμικου λιμανιού που σε οδήγησα μα εσύ με μύριζες. Ακολουθούσες την αχνή όψη της οσμής μου και σχεδόν στρατηγικά, ανίχνευες τον χώρο γύρω σου για να με εντοπίσεις. Δάκρυα αυλάκωναν τα μάγουλα μου και η καρδιά μου σπάραζε αλλά δεν σε ένοιαζε. Δεν διέσχισαν σκιές τα γαλανά σου μάτια, ούτε πληγώθηκε η ψυχή σου στο βωμό της αγάπης μας. Απλά συνέχισες να με κυνηγάς ενώ έτρεχαν τα σάλια από τις άκρες του στόματος σου. Σωστό αγρίμι.
Σαν τελευταία προσπάθεια διαφυγής, έτρεξα όσο άντεχα προς το δικό μου οχυρό, το σπίτι μου. Με το ζόρι κρατήθηκα όρθια και αναζήτησα τα κλειδιά μου στην βαθιά τσέπη που κοσμούσε το φόρεμα μου. Η ανάσα σου που ακουγόταν τόσο κοντά μου, μα και τόσο μακρυά μου ταυτόχρονα με άγχωνε και μου πήρε αρκετή ώρα μέχρι να καταφέρω να ανοίξω την πόρτα. Ούρλιαζα κάθε φορά που τα χέρια μου έτρεμαν και δεν έβρισκαν τον στόχο και αυτό σε βοηθούσε να με βρείς. Όταν επιτέλους άνοιξα, αντίκρυσα το τελειωτικό χτύπημα της παράνοιας.
Στον άδειο χώρο μπροστά μου οι τοίχοι είχαν βαφτεί κάτασπροι και ένα ογκώδες, ψηλό έπιπλο στεκόταν δίπλα στον τοίχο. Πίνακες στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο, κρεμόντουσαν αφύσικοι πάνω στον τοίχο μπροστά και δεξιά του επίπλου. Δύο μίζερες, αποστεομένες κοπέλες καθόντουσαν δίπλα δίπλα στο ογκώδες έπιπλο, και κοιτούσαν το κενό. Η γυμνία τους τις έκανε να τρέμουν και να κλάινε κάτω από το αδηφάγο βλέμμα ενός δυνάστη ζωγράφου, που ζωγράφιζε χωρίς χρώμματα.
Η σκηνή με τρέλανε. Τα μάτια μου δεν νοούσαν την κατάσταση, δεν αντιλαμβάνονταν το περιστατικό και γι' αυτό του εναντιώθηκαν την στιγμή που το πρωτοείδαν. Όρμησα φρενιασμένα πάνω στους στοιβαγμένους πίνακες και τους έσκισαν με τα νύχια και τα δόντια μου. Οι κοπέλες τρόμαξαν από την αναμαλλιασμένη και βρώμικη όψη μου αλλά δεν αντέδρασαν. Παρέμειναν ακίνητες, τα αποστεομένα, περήφανα μοντέλα ενός τρελού αχρήστου. Ο ζωγράφος με κοιτούσε με απόλυτη απάθεια, λές και οι πίνακες δεν ήταν δικοί του, σαν να μην τον ενδιέφερε ούτε στο ελάχιστο. Γύρισα και τον κοίταξα με τον θυμό να ξεχειλίζει από τα σωθικά μου και εκείνη την στιγμή ακούστηκε ένας απίστευτος κρότος.
Στεκόσουν εσύ, πίσω μας έχοντας σπάσει την πόρτα και εισβάλει μέσα. Ο παρανοικός ζωγράφος χαμογέλασε και κούνησε ενδεικτικά το καθαρό πινέλο του στη μεριά σου. Σαν υπνωτισμένος υπάκουσες, και έκατσες και εσύ στο ογκώδες έπιπλο δίπλα στα μοντέλα. Ακίνητος, με μάτια που γυάλιζαν σαν να ήταν φτιαγμένα από λευκό γυαλί.
Τελικώς, απευθυνόμενος σε εμένα, ο ζωγράφος έκρωξε με την πιο σατανική φωνή που έχω ακούσει ποτέ μου να κάτσω κάτω, στην βάση του επίπλου. Τα χείλη του δεν κινήθηκαν ούτε στιγμή, μα η φωνή του ακούστηκε καθάρια στο μυαλό μου. Χωρίς να το θέλω, γδύθηκα με αηδία και φρίκη και έκατσα στο πάτωμα. Ο μικρός Θεός μας κοίταξε, χαμογέλασε και πάλι, και ξεκίνησε τον αόρατο πίνακα του, με τα αόρατα χρώματα του, από την αρχή. Τα δάκρυα των κοριτσιών από πάνω μου ράντιζαν τα μαλλιά μου αλλά δεν μίλησα.
Όσο περνούσαν οι μήνες και εμείς μέναμε εκεί, αναλλοίωτοι και ακίνητοι, η κοιλιά μου φούσκωνε. Δεν στο  είπα ποτέ, τελικά, ότι είμαι έγγυος. Η συνεχής αλλαγή στο σκηνικό του τρόμου που είχαμε συνθέσει, έστελνε τον ζωγράφο κάθε μέρα σε έκσταση, την ίδια που είχαν αντιμετωπίσει τα μάτια μου μια μέρα πριν με σκοτώσει.
Γιατί, αυτό το σκηνικό του τρόμου, μόνο αιώνιος θάνατος μπορεί να είναι.