Δεν πέρασε πολύ ώρα, και το κρύο περικύκλωσε το μικρό κοριτσάκι. Σήκωσε τα βρεγμένα μάτια του, τρίβοντας μεταξύ τους τις παλάμες του προς τον ουρανό για να εντοπίσει τον ήλιο. Αντίκρυσε ένα τεράστιο, μαύρο σύννεφο.
Σαν να κινούταν η γή με ταχύτητα ποδηλάτου, ο μαύρος όγκος παλλόταν και σχημάτιζε αχνά ένα πρόσωπο.
Παραξενεμένη, έτριψε με τα μικροσποπικά χεράκια της το χλωμό προσωπάκι που μόρφαζε έκπληκτο. Οι γνώσεις της, σταματούσαν εκεί. Το γεγονός ήταν ανεξήγητο, δεν το είχε ξαναδεί ποτέ. Γιατί όμως έτρεμε η γή? Γιατί τα δέντρα άνοιγαν μπροστά της? Και ακόμα χειρότερα γιατί ο μαύρος καπνός την πλησίαζε?
Τι γίνεται? αναρωτήθηκε η φωνή στο κεφαλάκι της.
Κατάλαβε ότι το στόμα της είχε ανοίξει με έκπληξη. Τα γουρλωμένα μάτια της γέμιζαν από απορία.
Και εκείνη την στιγμή προσγειώθηκε με δύναμη μια μαυροφορεμένη φιγούρα, ακριβώς εκει, στο κέντρο του ανοιγμένου χώρου. Κουτρουβάλησε από το απότομο πέσιμο και έβηξε.
Παντού απλώθηκαν τα μαύρα ράσα του, σαν σεντόνι που απλώνεται σε μαλακό κρεβάτι. Σήκωσε ελαφρώς το κεφάλι του, έβηξε ξανά με σπασμούς, και ξαναέπεσε κάτω κουρασμένο.
Η μικρή μας ηρωίδα σηκώθηκα δειλά από την θέση της. Μπροστά της, η παράξενη μορφή φαινόταν γίγαντας. Ακόμα και ξαπλωμένο, το πλάσμα άπλωνε τα υφάσματα του σε όλο τον ανοιγμένο πλέον χώρο. Απλωνόταν σε τέτοιο βαθμό, που το μικρό κοριτσάκι θύμωσε με την αυθάδεια της άνεσης του.
"Ποιός είσαι εσύ?" ρώτησε με ένα τόνο αγανάκτησης το άγνωστο πλάσμα.
Η μαύρη φιγούρα έβηξε, και γέλασε. Σήκωσε ξανά το πρόσωπο του και κοίταξε κατάματα το κοριτσάκι.
Η καρδιά της, η μικροσκοπική, τόση δά καρδά της, τινάχτηκε από την θέση της.
Τα μάτια του πλάσματος ήταν γεμάτα από κόκκινες πιτσιλιές σε μαύρο φόντο. Ρωγμές σχηματίζοντας στις άκρες των χειλιών ενός μαυροκόκκινου δέρματος και το σαρδόνιο χαμόγελο στοίχειωσε την σκέψη της μικρής μας φίλης.
Αυτή, που ποτέ δεν ένιωσε την υπόσταση της να παραβιάζεται, τώρα αναρωτήθηκε για το αν μπορούσε να τρέξει αρκετά γρήγορα. Πρώτη φορά στα σύντομα χρόνια της, ήθελε να φύγει σαν τρελή από εκεί. Η σκέψη της λειτούργησε σαν αστραπή, λέγοντας της το αυτονόητο.
Αν έτρεχε θα την κυνηγούσε.
Αλλά ακόμα και αν ξέφευγε από την βορά του πλάσματος, ποιός θα μπορούσε να της εγγυηθεί ότι θα έβρισκε τον δρόμο της για το σπίτι? Ναι, σίγουρα ήταν φοβισμένη για πρώτη φορά, σίγουρα ήταν κρύα και μόνη , αλλά πάνω απ'όλα ήταν χαμένη...και αυτό δεν έπρεπε να το ξεχνάει.
Αν καταφέρεις να τον πείσεις μόνο...μόνο να σου δείξει προς τα πού...
"Ναι για εσένα είμαι εδώ!" δήλωσε μα πόλυτη ηρεμία το τέρας. Είχε σηκωθεί και τα μαύρα υφάσματα γύρω του, φαινόντουσαν σχεδόν ανεπαρκή. Κάλυπταν το περισσότερο του σώμα, μα έβλεπε καλά τα γυμνά του πόδια και τα χέρια του. Τόσο ύφασμα, και ακόμα δεν τον κάλυπτε. Ήταν πράγματι μεγάλος.
"Και όχι μόνο είμαι εδώ...αλλά ακούω ξεκάθαρα τι σκέφτεσαι. Ακούω ξακάθαρα τους χτύπους της καρδιάς σου..και νιώθω την ανάσα σου σαν ζεστό αέρα καλοκαιριού"
Τώρα την πλησίαζε με αργά βήματα, αργά και σταθερά. Έκοβε κύκλους γύρω από κάποιο υποθετικό σημείο στο κέντρο της, πλέον καθαρής από τα πεσμένα φύλλα, γής.
"Μα εσύ δεν φοβάσαι...έ?" έσκυψε, έκατσε στα γόνατα του και την κοίταξε κατάματα.
Ψύχος διαπέρασε το μικρό της σωματάκι. Τα μάτια της δάκρυσαν σε μια απεγνωσμένη και ύστατη προσπάθεια εκτόνωσης όλου αυτού του πρωτόγνωρου συναισθήματος...του φόβου.
"Ναι. Εγώ δεν φοβάμαι" απάντησε με όσο πιο σταθερή φωνή μπορούσε.
Δενφοβάμαιδενφοβάμαιδενφοβάμαι...
"Ωραία." είπε, σηκώνοντας τον τερατώδη ευατό του. "Έλα μαζί μου στο κέντρο τότε."
Χωρίς να το θέλει, μα ξέροντας ότι πρέπει, υπάκουσε. Το δεξί της χέρι έσφιξε ανεπαίσθητα την τράπουλα στην τσέπη της.
"Ξέρω ότι την έχεις. Άλλωστε γι' αυτό ήρθα..για ένα παιχνίδι. Θέλεις να παίξουμε, σωστά?"
Τα μάτια του δεν δηλωναν τίποτα καλό...ω, αλήθεια, τα μάτια αυτού του παρανοικού πλάσματος δεν θύμιζαν τίποτα καλό, τίποτα, τίποτα....
Σαν να κινούταν η γή με ταχύτητα ποδηλάτου, ο μαύρος όγκος παλλόταν και σχημάτιζε αχνά ένα πρόσωπο.
Παραξενεμένη, έτριψε με τα μικροσποπικά χεράκια της το χλωμό προσωπάκι που μόρφαζε έκπληκτο. Οι γνώσεις της, σταματούσαν εκεί. Το γεγονός ήταν ανεξήγητο, δεν το είχε ξαναδεί ποτέ. Γιατί όμως έτρεμε η γή? Γιατί τα δέντρα άνοιγαν μπροστά της? Και ακόμα χειρότερα γιατί ο μαύρος καπνός την πλησίαζε?
Τι γίνεται? αναρωτήθηκε η φωνή στο κεφαλάκι της.
Κατάλαβε ότι το στόμα της είχε ανοίξει με έκπληξη. Τα γουρλωμένα μάτια της γέμιζαν από απορία.
Και εκείνη την στιγμή προσγειώθηκε με δύναμη μια μαυροφορεμένη φιγούρα, ακριβώς εκει, στο κέντρο του ανοιγμένου χώρου. Κουτρουβάλησε από το απότομο πέσιμο και έβηξε.
Παντού απλώθηκαν τα μαύρα ράσα του, σαν σεντόνι που απλώνεται σε μαλακό κρεβάτι. Σήκωσε ελαφρώς το κεφάλι του, έβηξε ξανά με σπασμούς, και ξαναέπεσε κάτω κουρασμένο.
Η μικρή μας ηρωίδα σηκώθηκα δειλά από την θέση της. Μπροστά της, η παράξενη μορφή φαινόταν γίγαντας. Ακόμα και ξαπλωμένο, το πλάσμα άπλωνε τα υφάσματα του σε όλο τον ανοιγμένο πλέον χώρο. Απλωνόταν σε τέτοιο βαθμό, που το μικρό κοριτσάκι θύμωσε με την αυθάδεια της άνεσης του.
"Ποιός είσαι εσύ?" ρώτησε με ένα τόνο αγανάκτησης το άγνωστο πλάσμα.
Η μαύρη φιγούρα έβηξε, και γέλασε. Σήκωσε ξανά το πρόσωπο του και κοίταξε κατάματα το κοριτσάκι.
Η καρδιά της, η μικροσκοπική, τόση δά καρδά της, τινάχτηκε από την θέση της.
Τα μάτια του πλάσματος ήταν γεμάτα από κόκκινες πιτσιλιές σε μαύρο φόντο. Ρωγμές σχηματίζοντας στις άκρες των χειλιών ενός μαυροκόκκινου δέρματος και το σαρδόνιο χαμόγελο στοίχειωσε την σκέψη της μικρής μας φίλης.
Αυτή, που ποτέ δεν ένιωσε την υπόσταση της να παραβιάζεται, τώρα αναρωτήθηκε για το αν μπορούσε να τρέξει αρκετά γρήγορα. Πρώτη φορά στα σύντομα χρόνια της, ήθελε να φύγει σαν τρελή από εκεί. Η σκέψη της λειτούργησε σαν αστραπή, λέγοντας της το αυτονόητο.
Αν έτρεχε θα την κυνηγούσε.
Αλλά ακόμα και αν ξέφευγε από την βορά του πλάσματος, ποιός θα μπορούσε να της εγγυηθεί ότι θα έβρισκε τον δρόμο της για το σπίτι? Ναι, σίγουρα ήταν φοβισμένη για πρώτη φορά, σίγουρα ήταν κρύα και μόνη , αλλά πάνω απ'όλα ήταν χαμένη...και αυτό δεν έπρεπε να το ξεχνάει.
Αν καταφέρεις να τον πείσεις μόνο...μόνο να σου δείξει προς τα πού...
"Ναι για εσένα είμαι εδώ!" δήλωσε μα πόλυτη ηρεμία το τέρας. Είχε σηκωθεί και τα μαύρα υφάσματα γύρω του, φαινόντουσαν σχεδόν ανεπαρκή. Κάλυπταν το περισσότερο του σώμα, μα έβλεπε καλά τα γυμνά του πόδια και τα χέρια του. Τόσο ύφασμα, και ακόμα δεν τον κάλυπτε. Ήταν πράγματι μεγάλος.
"Και όχι μόνο είμαι εδώ...αλλά ακούω ξεκάθαρα τι σκέφτεσαι. Ακούω ξακάθαρα τους χτύπους της καρδιάς σου..και νιώθω την ανάσα σου σαν ζεστό αέρα καλοκαιριού"
Τώρα την πλησίαζε με αργά βήματα, αργά και σταθερά. Έκοβε κύκλους γύρω από κάποιο υποθετικό σημείο στο κέντρο της, πλέον καθαρής από τα πεσμένα φύλλα, γής.
"Μα εσύ δεν φοβάσαι...έ?" έσκυψε, έκατσε στα γόνατα του και την κοίταξε κατάματα.
Ψύχος διαπέρασε το μικρό της σωματάκι. Τα μάτια της δάκρυσαν σε μια απεγνωσμένη και ύστατη προσπάθεια εκτόνωσης όλου αυτού του πρωτόγνωρου συναισθήματος...του φόβου.
"Ναι. Εγώ δεν φοβάμαι" απάντησε με όσο πιο σταθερή φωνή μπορούσε.
Δενφοβάμαιδενφοβάμαιδενφοβάμαι...
"Ωραία." είπε, σηκώνοντας τον τερατώδη ευατό του. "Έλα μαζί μου στο κέντρο τότε."
Χωρίς να το θέλει, μα ξέροντας ότι πρέπει, υπάκουσε. Το δεξί της χέρι έσφιξε ανεπαίσθητα την τράπουλα στην τσέπη της.
"Ξέρω ότι την έχεις. Άλλωστε γι' αυτό ήρθα..για ένα παιχνίδι. Θέλεις να παίξουμε, σωστά?"
Τα μάτια του δεν δηλωναν τίποτα καλό...ω, αλήθεια, τα μάτια αυτού του παρανοικού πλάσματος δεν θύμιζαν τίποτα καλό, τίποτα, τίποτα....
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου