"Yet if hope has flown away,
In a night, or in a day,
In a vision or in none,
Is it therefore the less gone?"

-E. A. Poe

Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2016

Ο Φορέας

Την πρώτη φορά που την είδα, παρέλυσα από την ομορφιά της. Είχε τα πιο όμορφα χαρακτηριστικά τα πιο βαθιά μπλέ μάτια που είχα αντικρύσει ποτέ. Την έβλεπα από το κατάστρωμα του πλοίου που απομακρυνόταν αργά, μα η ίδια φαινόταν να με πλησιάζει αντί να χάνεται στην απόσταση, σαν τα μάτια της να με τραβούσαν με αόρατες κλωστές όλο και πιο κοντά της. Λίγο πριν φωνάξουν το όνομα μου και αποσπαστώ από την μορφή της, ένιωθα τα ρουθούνια μου να γεμίζουν με το άρωμα της, αυτό το χαρακτηριστικό γλυκό άρωμα των βρεγμένων από το θαλασσινό νερό μαλλιών της.
Όταν ξαναγύρισα να την κοιτάξω, δεν υπήρχε πια.
Τα όνειρα ήταν απλά η αρχή του θανάτου μου, ένα πρελούδιο που θα με αποδυνάμωνε αρκετά ώστε να με καθηλώσει για να μην αντισταθώ στα σχέδια της. Όταν ξεκίνησα να τα βλέπω, τους πρώτους δύο μήνες του ταξιδιού, το απέδωσα στο άγχος μου. Ίσως μου έλειπε το σπίτι μου, οι γονείς μου, η κοπέλα μου. Το μόνο σίγουρο είναι οτι δεν έδωσα σημασία στη φωνή που μιλούσε στα όνειρα μου και μου δήλωνε την αγάπη της, που με καλούσε να βρώ τρόπο να πάω κοντά της το συντομότερο δυνατόν, να αλλάξω την πορεία του πλοίου και να κατευθυνθώ βόρεια.
Έβλεπα μια εικόνα ενός απομακρυσμένου νησιού και εκείνη γυμνή, να είναι καθισμένη στην αμμουδιά με γυρισμένη την πλάτη της. Τα βρεγμένα μαύρα μαλλιά της χύνονταν στους ώμους και στην πλάτη της, θυμίζοντας μου την πλούσια μυρωδιά που είχα αισθανθεί την πρώτη φορά που την είδα στο λιμάνι. Στα πρώτα όνειρα είχαμε απόσταση γύρω στα δέκα μέτρα και όμως την ένιωθα τόσο κοντά μου, ένιωθα αληθινά το δέρμα της να με ακουμπάει. Ξυπνούσα με ένα βαρύ συναίσθημα ανικανοποίητης επαφής, με το κεφάλι μου μουδιασμένο σαν να έκλαιγα όλη τη νύχτα, πράγμα που επιβεβαίωσαν οι συγκάτοικοι της καμπίνας μου. Στην αρχή γελούσαμε με τις αφηγήσεις των νυχτερινών μου εξορμήσεων, ακόμα και αν ξυπνούσα ανεξήγητα βρεγμένος από πάνω ώς κάτω. Σε κάθε νέο όνειρο όμως, φαινόταν να τοποθετούμαι όλο και πιο κοντά της, μέχρι που τελικά εμφανίστηκα ακριβώς δίπλα της. Εκείνο το βράδυ ξύπνησα ουρλιάζοντας, χωρίς να θυμάμαι τι μπορεί να με είχε τρομοκρατήσει τόσο πολύ. Θυμόμουν απλά ότι την είδα όρθια, αιωρούμενη δίπλα μου ακριβώς, έτοιμη να γυρίσει να με κοιτάξει.
Όσο περνούσε ο καιρός ξυπνούσα όλο και πιο κουρασμένος, πιο βρεγμένος, πιο βρώμικος. Ένα ξημέρωμα, ξυπνώντας απότομα από το όνειρο μου, συνειδητοποίησα με φρίκη ότι ήμουν καλυμένος με φύκια! Σηκώθηκα σπαστικά, τα μάζεψα όσο πιο γρήγορα μπορούσα και έτρεξα έξω, στο κατάστρωμα για να τα πετάξω στη θάλασσα. Γυρνώντας, έπεσα πάνω στον καπετάνιο , αλαφιασμένος, πανικόβλητος και με φύκια ακόμα μπλεγμένα στα ξυπόλυτα πόδια μου. Δεν μου μίλησε, απλά κοκάλωσε τρομοκρατημένος στην άκρη του διαδρόμου, στο σκοτάδι. Τον κοίταξα, του ένευσα με το κεφάλι και μπήκα βιαστικά στην καμπίνα μου, σίγουρος στην παράννοια μου ότι η συμπεριφορά μου ήταν καθ'όλα λογική.
Την επόμενη μέρα ξύπνησα αργά, σε μια άδεια καμπίνα την ώρα που νύχτωνε. Ντύθηκα τρέμοντας ακόμα από την βραδινή μου εμπειρία και έτρεξα στο γραφείο του καπετάνιου. Τον βρήκα να διαβάζει τους χάρτες του ταξιδιού μας μαζί με άλλους ναύτες και όταν χτύπησα την πόρτα επικράτησε σιωπή σε όλο το δωμάτιο.
Χωρίς να με κοιτάξει, μου ανακοίνωσε οτι γυρνάμε σπίτι. Οι ναύτες δεν σχολίασαν τα βρεγμένα μου χάλια, έσκυψαν το κεφάλι και με αγνόησαν. Τον ρώτησα αν είχε κάποια δουλειά για εμένα και μου είπε απότομα να γυρίσω στην καμπίνα μου. Δεν έφερα αντίρρηση. Γύρισα στο δωμάτιο και κατέρρευσα στο κρεβάτι μου.
Ξύπνησα μέσα στη νύχτα από τις κραυγές και την απότομη αλλαγή κίνησης του πλοίου. Βγήκα γρήγορα στους σκοτεινούς διαδρόμους, ουρλιάζοντας για τους φίλους μου, για τον καπετάνιο, όμως είχε πέσει σιγή. Έβλεπα πτώματα παντού, κορμιά βεβηλωμένα, χωρίς πρόσωπα, χωρίς χέρια, με ανοιγμένα τα στέρνα τους και βγαλμένους τους πνεύμονες, τα στομάχια τους χυμένα στο λιγδιασμένο από το αίμα πάτωμα. Ούρλιαζα για τον καπετάνιο με την φρίκη να παραμορφώνει την φωνή μου, τα δάκρυα του τρόμου να θαμπώνουν την όραση μου και εγώ να παραπατάω πάνω στα μέλη των πτωμάτων, να γλιστράω στο αίμα τους.Το χέρι μου ξαφνικά γέμισε αίμα, και με λύγισε ο πόνος στην παλάμη μου. Κοίταξα γύρω μου και οι μεταλικοί τοίχοι ήταν χαρακωμένοι, σκισμένοι από κάτι αφύσικα δυνατό και παχύ. Όλοι οι διάδρομοι του καραβιού ήταν πλήρως κατεστραμένοι από κάτι σαν παχύ, δυνατό μαχαίρι.
Και τότε, την είδα. Στεκόταν και πάλι γυμνή, στο σκοτάδι. Ήξερα ότι ήταν αυτή, ακόμα και αν δεν την διέκρινα καθαρά. Τα χέρια της...Ω Θεοί τα χέρια της, δεν ήταν ανθρώπινα πια. Δεν είχε δύο χέρια, δεν είχε χέρια καν, είχε απολήξεις που έμοιαζαν με πλοκάμια που κατέληγαν σε κοφτερές, μυτερές λεπίδες! Τα πόδια της σκίστηκαν στα δύο απότομα και με ένα δυνατό ήχο, ανοίγοντας το δρόμο για περισσότερα εξωκοσμικά πλοκάμια. Το στόμα της ήταν ανοιχτό και έσταζε αίμα, ανάμεσα στα αναρίθμητα δόντια που είχαν καταλάβει το μισό της πρόσωπο, έχασκε και ούρλιαζε το όνομα μου! Πετάχτηκε απότομα πάνω μου και εγώ λιποθύμησα.
Ξύπνησα, δεμένος στο κατάστρωμα, με τεντωμένα τα άκρα μου. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε, νιώθω απλά κρύο και υγρασία μέσα στην άδεια νύχτα της θάλασσας, σε ένα πλοίο που πλέον δεν ταξιδεύει αλλα επιπλέει. Το τέρας είναι πάντοτε δίπλα μου, κάποτε σέρνεται, κάποτε περπατάει με τις λεπίδες αλλά είναι πάντα δίπλα μου. Νιώθω το στομάχι μου γεμάτο, τα πνευμόνια μου υγρά. Κάτι κινείται μέσα στα σωθικά μου, κάτι κολυμπάει μέσα μου και μερικές φορές ανεβαίνει στον οισοφάγο μου προσπαθώντας να με πνίξει. Το τέρας γελάει και ψιθυρίζει και εγώ τρελαίνομαι, πεθαίνω, διψάω, πονάω παντού μέσα μου και νιώθω τα σωθικά μου να σκίζονται περισσότερο κάθε λεπτό που περνάει και το τέρας γελάει και σέρνει τα πλοκάμια του γύρω μου.
Ξέρω ότι κυοφορώ την ανώμαλη φύση της μέσα μου. Είμαι απλά ένας φορέας της θηριωδίας και της κτηνωδίας των πράξεων της.

Ξέρω ότι θα πεθάνω επειδή αυτά τα τέρατα τρέφονται από την σάρκα μου και το αίμα μου και δεν μπορώ να κάνω τίποτα, τίποτα πια, μόνο να περιμένω την απελευθέρωση, την λύτρωση ενός αργοπορημένου και επιθυμητού, από εμένα πια θανάτου.






2 σχόλια :

Rohanne είπε...

Μου 'χαν λείψει οι ιστορίες σου, κι αυτή είναι υπέροχη. Μπράβο. :)

Aphrodita είπε...

Σε ευχαριστώ πάρα πολύ! Με το καλό να ξαναπάρω και μπρός για περισσότερο περιεχόμενο...