"Yet if hope has flown away,
In a night, or in a day,
In a vision or in none,
Is it therefore the less gone?"

-E. A. Poe

Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2010

"Και άνοιξε, και αίμα έτρεξε από κάποια αόρατη θεική πληγή..."

“Θα σε αγαπώ για πάντα
Θα σε φροντίζω για πάντα
Θα σε ποθώ για πάντα
Φτάνει και εσύ να κάνεις τα ίδια σε 'μένα..”.



Τα λόγια του αντηχούσαν στο κεφάλι της σαν κραυγές. Τα μάτια της δάκρυζαν και οι αναμνήσεις κυλούσαν στα νεανικά μάγουλα της. Χείμαρροι τα συναισθήματα, την έπνιγαν για το ποιό θα υπερισχύσει και ποιό θα την κατακλύσει απόλυτα. Πώς μπόρεσε? Γιατί? Γιατί τέτοια μέρα, τέτοια ώρα?
Από παιδιά γνωριζόντουσαν. Γεννήθηκαν σε γειτονικά σπίτια, πήγαιναν στο ίδιο σχολείο, πέρασαν σε πανεπιστήμια της ίδιας πόλης και τελικά κατέληξαν συγκάτοικοι, και κάτι παραπάνω. Αυτή η εξέλιξη τους οδήγησε 4 χρόνια μετά στα σκαλιά της εκκλησίας και κάτι μήνες αργότερα στον πρώτο τους απόγονο. Ήταν ενθουσιασμένοι με τη νέα ζωή που μεγάλωνε μέσα της, θα έδιναν τα πάντα για αυτή μέχρι που η Χριστίνα εμφάνισε κάποιες επιπλοκές. Μια φθινοπωρινή νύχτα, οι πόνοι και το αίμα που έχανε ,τους οδήγησαν στο νοσοκομείο απλά για να τους ενημερώσουν ότι είχαν χάσει το παιδί. Από εκείνο το βράδυ η σχέση τους βάλτωσε. Ο Νίκος είχε χαθεί στη δίνη του ποτού και της παρανομίας σε σημείο που η Χριστίνα αναγκάστηκε να τον εγκαταλείψει ένα πρωί που τη χτύπησε, ακόμα μεθυσμένος από το προηγούμενο βράδυ. Φυγάς του παρελθόντος, φρόντισε να εξαφανίσει κάθε ίχνος της προσπαθώντας να βεβαιωθεί ότι δεν θα την ξαναβρεί και ότι δεν θα την ακολουθήσει.
Και όντως, όλα πήγαν καλά για τις πρώτες εβδομάδες, μέχρι που βρήκε λουλούδια στην πόρτα της, και έναν Νίκο δακρυσμένο να σιγοψιθυρίζει συγγνώμες. Μετά από μια μακροσκελής συζήτηση, άπειρες υποσχέσεις και χίλια παρακάλια, η Χριστίνα γύρισε στο σπίτι τους στην Αθήνα αφήνοντας πίσω την Καστοριά στην οποία είχε καταφύγει. Ξεκίνησαν από το μηδέν. Σαν να γνωριζόντουσαν για πρώτη φορά τότε και να ζούσαν για πρώτη φορά μαζί.


Αλλά απ'ότι φαίνεται η μοίρα είχε άλλα σχέδια τα οποία η ίδια δεν μπορούσε να προβλέψει. Σήμερα, ημέρα επετείου επανασύνδεσης ενός χρόνου ο Νίκος είχε αποφασίσει να το γιορτάσει με λίγο διαφορετικό τρόπο από αυτόν που νόμιζε η Χριστίνα...και με άλλα πρόσωπα. Οπότε, μάζεψε τα κομμάτια της, πήρε τις αναμνήσεις της, φόρτωσε και τις εικόνες δευτερολέπτων που κατέστρεψαν τα τελευταία 5 χρόνια της ζωής της και έφυγε. Δεν ήξερε που πήγαινε, δεν την ενδιέφερε, αρκεί να έφευγε από όλα εκείνα τα μέρη που της θύμιζαν οτιδήποτε δικό του. Έτρεχε να ξεφύγει από την καταστροφή της, από εκείνο το άτομο που είχε συγχωρήσει και τελικά για μια ακόμα φορά την εξαπάτησε, από τις σκιές που όσο ανέβαινε η ταχύτητα στο γκάζι, τόσο πιο κοντά της, τις ένιωθε, από όλες εκείνες τις στιγμές που δεν θα διέγραφε ποτέ και από εκείνη την ενοχλητική φωνή που γελούσε μέσα στο κεφάλι της. Η όραση της ήταν μειωμένη και η βροχή που έπεφτε από τον ουρανό σαν άπειρες μικροσκοπικές κατάρες δεν βοηθούσε. Εδώ και πολύ ώρα είχε χαθεί και σε λίγο θα της τελείωναν και τα καύσιμα, αφήνοντας την στη μέση του πουθενά. Συντετριμμένη, πήρε και την τελευταία απόφαση της ζωής της χωρίς να το ξέρει.


Τράβηξε το αμάξι στην άκρη, έβαλε χειρόφρενο, κάθισε μαζεμένη σαν έμβρυο στην θέση του οδηγού και έκλαψε για όλα αυτά τα χρόνια που σπατάλησε σε ένα σκάρτο άνθρωπο. Έκλαιγε, έκλαιγε, έβγαζε όλη τη κατακραυγή του κόσμου από τα σωθικά της σαν αγρίμι αιμόφυρτο στην άσφαλτο. O θυμός και η λύπη είχαν μετατραπεί σε αναφιλητά και πόνο. Δεν μπορούσε να το ελέγξει πλέον, απλώς ευχόταν να σταματήσει να την ξεσκίζει αυτό το τέρας μέσα της και αυτή η ενοχλητική φωνή να σταματήσει επιτέλους να γελάει.
Ξαφνικά, εκεί, στη μέση του πουθενά, στον άδειο δρόμο προς μια τυχαία επαρχιακή πόλη, μια λάμψη έκοψε τον ουρανό στα δύο, και από τη σχισμή βγήκε ένα κόκκινο υγρό που συναγωνιζόταν την βροχή για το ποιό στοιχείο από τα δύο θα γεμίσει πιο πολύ το χώμα. Με δάκρυα ακόμα στα μάτια, σήκωσε το κεφάλι της παραξενεμένη από την λάμψη και το χρωματισμένο υγρό γέμισε το παρμπρίζ του αυτοκινήτου. Σχεδόν ανήμπορη να αντιδράσει στο θέαμα που διαδραματιζόταν μπροστά της, έμεινε να το κοιτάζει σίγουρη πως είχε παραισθήσεις. Σε λίγο δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα πέραν του σκούρου κόκκινου σαν αίμα υγρού το οποίο λέκιαζε το τζάμι. Κατέβασε το παράθυρο της και έβγαλε δειλά το χέρι της έξω. Τα δάχτυλα της σύντομα γέμισαν αυτό το πηχτό παρασκεύασμα το οποίο είχε τρομερή ομοιότητα με το αίμα που τόσες φορές είχε αντιμετωπίσει και η ίδια. Έβαλε μέσα το χέρι της και πλησίασε να μυρίσει το υγρό. Η οσμή του ήταν φριχτή, απαίσια, σαν να είναι όντως αίμα, ένα βήμα πρίν ξεραθεί πάνω σε κάποιο πτώμα. Είχε σταματήσει το κλάμα αλλά η περιέργεια της όλο και μεγάλωνε. Τι μπορεί να ήταν αυτό? Και γιατί έπεφτε από τον ουρανό? Ποιό φυσικό φαινόμενο μπορεί να προκαλέσει τέτοια αντίδραση?
Πρώτη της σκέψη ήταν να πάρει κάποιον τηλέφωνο πίσω στην πόλη να δει τι συμβαίνει. Δεν μπορεί να το είχε δει μόνο εκείνη. Με γρήγορες κινήσεις άνοιξε την τσάντα της και άρχισε να ψάχνει το κινητό της...που δεν ήταν εκεί. Θα το είχε ξεχάσει πίσω στο σπίτι όταν έφυγε πιο γρήγορα και από τον άνεμο χωρίς να κοιτάξει πίσω. Η επόμενη κίνηση ήταν να βάλει ραδιόφωνο. Γύρισε το κλειδί στη μηχανή για να πάρει μπρός. Κενό. Απόλυτη ησυχία και ο ήχος της παράξενης βροχής. Το ξαναγύρισε. Ούτε καν προσπάθεια, ούτε καν κάποιο παράπονο της μηχανής από έλλειψη μπαταρίας. Τίποτα. Τα πράγματα άρχισαν να φαίνονται σαν σε όνειρο. Δεν γίνεται να μην παίρνει μπροστά, σίγουρα κάποιον ήχο έπρεπε να κάνει το αμάξι, ήταν σχεδόν ολοκαίνουργιο, δεν μπορεί, δεν γίνεται...
Ο ουρανός ξανάνοιξε. Σαν να έγινε έκρηξη στην ατμόσφαιρα, ο ήχος έκανε τα τζάμια να τρίξουν παραπονεμένα. Τα μάτια της γούρλωσαν στο θέαμα που αντίκρισε. Όργανα και μέλη έπεφταν από τον ουρανό, ατάραχα, σαν να ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα του κόσμου. Μια καρδιά προσγειώθηκε απότομα στο παρμπρίζ ενώ κάτι πιο βαρύ έκανε θόρυβο πέφτοντας στην οροφή του αμαξιού. Πλέον είχε πανικοβληθεί. Κοιτούσε γύρω της με μάτια να ξεχειλίζουν από φρίκη, κατατρομαγμένη για αυτό που μπορεί να ακολουθούσε. Κοιτούσε γύρω της σπασμωδικά προσπαθώντας να αντικρίσει κάτι,οτιδήποτε, μέσα από το πηχτό πέπλο που είχε καλύψει τα πάντα γύρω της. Η καρδιά της σφυροκοπούσε στο στήθος της και στο κεφάλι της. Οι φλέβες στο λαιμό της πάλλονταν σπαστικά και γρήγορα. Η λογική ήταν πέρα από όσα έβλεπε. Ξαναέφερε το λερωμένο χέρι της κοντά στα μάτια της. Το λιγοστό φώς δεν βοηθούσε τα μάτια της και το μυαλό της να δεχτούν ότι αυτό που ένιωθε ζεστό και πηχτό, ήταν όντως αίμα.
Οι σκέψεις έτρεχαν αδιάκοπα στα στενά του εγκεφάλου της, και η στοιχειώδης φυσική και χημεία πάσχιζαν να αποκαταστήσουν την τάξη. Μάταια. Ήταν μάρτυρας ενός φαινομένου που δεν είχε καμία υπόσταση, καμία ύπαρξη στον κόσμο αυτό. Δεν υπήρχε περίπτωση να βγει από το αμάξι. Θα περίμενε υπομονετικά να τελειώσει όλη αυτή η πληγή του ουρανού και μετά θα έβγαινε να αναζητήσει βοήθεια.
Και ο ουρανός, άνοιξε για τελευταία φορά αφήνοντας μια κραυγή στην ατμόσφαιρα. Από το πουθενά εμφανίστηκαν χέρια, παλάμες, να στιγματίζουν το γυαλί γύρω της. Χτυπήματα έπληξαν την ακεραιότητα του αυτοκινήτου, την στιγμή που ένιωθε το έδαφος από κάτω της περίεργα ασταθές. Το αμάξι με μια αποφασιστική κίνηση, γύρισε απότομα και έπεσε στο αριστερό πλάι. Άκουσε τον καθρέφτη να συνθλίβεται στην πίεση του οδοστρώματος και τραντάχτηκε ενώ ούρλιαζε σαν παρανοϊκή. Το αμάξι ξαναγύρισε για να καταλήξει σε μια αναποδογυρισμένη στάση. Και ξανά. Και ξανά. Μέχρι που άρχισε να πέφτει στον γκρεμό που είχε αγνοήσει εντελώς σε όλη την διαδρομή.
Ο αερόσακος άνοιξε, η μύτη της έτρεχε, το δεξί της μάτι σίγουρα είχε πληγωθεί και τα πλευρά της πιεζόντουσαν από κάτι βαρύ. Δύσκολα ενέπνεε και όταν το κατάφερνε πονούσε. Όταν τελείωσε αυτή η κάθοδος του τρόμου, προσπάθησε να ηρεμήσει και να συνειδητοποιήσει τι είχε γίνει. Αλλά φαίνεται ότι κανείς δεν ήταν πρόθυμος να της κάνει την χάρη. Ένιωσε χέρια να την τραβούν με βία, να την βγάλουν από το αμάξι. Χτύπησε το κεφάλι της στο μέταλλο του παραθύρου και λιποθύμησε.




Κανείς, ποτέ, δεν κατάφερε να μάθει τι έγινε εκείνο το βράδυ. Κανείς, ποτέ, δεν κατάφερε να την ξαναβρεί ζωντανή, μα ούτε και νεκρή. Πτώμα δεν βρέθηκε, όσο και αν προσπάθησε ο Νίκος, η οικογένεια της, ή οι φίλοι της να βρουν κάποια σημάδια για το που εξαφανίστηκε. Δεν βρέθηκε ούτε το αμάξι της, ούτε κάποια ένδειξη ότι είχε ταξιδέψει για οπουδήποτε. Μόνο ένας μύθος πλανιέται πλέον στην ατμόσφαιρα...ένας μύθος για έναν ουρανό που ανοίγει και για αίμα που ρέει άφθονο από κάποια πληγή...

Δεν υπάρχουν σχόλια :