Πρόσφατα έπεσε στα χέρια μου το θεατρικό έργο της Κωστούλας Μητροπούλου, εν ονόματι Καμπαρέ ο Κόσμος. Δεν κρύβομαι, ήταν το καλύτερο θεατρικό που διάβασα εδώ και ΠΟΛΥ καιρό. Τα γούστα μου δεν περιορίζονται σε αυτό το θέμα, όμως πάντα εκτιμώ μια καλοστημένη παράνοια με έντονα στοιχεία χυδαιότητας χωρίς βρίσιμο, χωρίς προστυχόλογα, αλλά πραγματική μακάβρια και σκοτεινή ποίηση. Θα παραθέσω τους μονολόγους που με έκαναν να τους λατρέψω περισσότερο, παρ'όλο που υπάρχουν ακόμα πάρα πολλές σκόρπιες φράσεις και λόγια σε όλο το κείμενο, καθώς και ο μονόλογος της Θεατρίνας, που με εντυπωσίασαν εξίσου, αλλά για λόγους συντομίας και για το φινάλε(στην τελική διαβάστε το ρε,μην βαριέστε :P ) δεν θα γράψω εδώ.
Ξεκινάμε. Οι χαρακτήρες υποτίθεται ότι είναι για 20 θεατρίνους, όμως ή έφυγαν ή πέθαναν και οι υπόλοιποι 6 πρέπει να τους αναπληρώσουν. Πρώτος μονόλογος Κλεόμβροτου. Έχω παραλείψει τις πολιτικές παρεμβολές.
Το όνομα μου είναι Κλεόμβροτος. Πρέπει να σας μιλήσω.Αμέσως. Το πρόβλημα μου μοιάζει εκ πρώτης όψεως απλό. Αλλά δεν είναι. Καθόλου Μάλιστα. Με 2 λόγια, έχουμε παγιδευτεί. Δηλαδή εγώ νιώθω έτσι. Σε παγίδα. Οι λέξεις που λέω δεν είναι αυτές που θα ήθελα να πώ και οι λέξεις που δεν είπα ποτέ, ίσως να είναι οι πιο κατάλληλες για την περίσταση. Έχω μπερδευτεί. Ακούω φράσεις που δεν μου λένε τίποτα αφού δεν μοιάζουν με ελληνικά. Απάντάω με κάτι άλλο, που εγώ τουλάχιστον το έμαθα στο σχολείο και είναι σίγουρα μέρος της μητρικής μου γλώσσας, Καμία συννενόηση. Και το κακό επιδεινώνεται στις επετείους. Γενικώς στις εορταστικές ημέρες. Το έχω προσέξει. Τότε ακριβώς παθαίνω αλλεργία με συμπτώματα μανιοκατάθλιψης. Ακούγονται διάλεκτοι αγνώστου προελεύσεως και καταγωγής και εκφωνούνται πανηγυρικοί ή άλλοι λόγοι εορταστικοί. Πάντως λόγοι. Και μου έρχονται δάκρυα γιατί δεν καταλαβαίνω που βρίσκομαι και ούτε θέλω να αρχίσω ξαφνικά να ρωτάω "τι θα πεί αυτό" αφού όλοι ισχυρίζονται ότι μιλάνε ελληνικά. Η απελπισία μου μεγαλώνει και μαζί με τον αριθμό των λέξεων που με κατακλύζει. Τώρα που είμαστε μεταξύ μας και είναι μέρες εορταστικές, θα ήθελα να σας εμπιστευτώ μερικές από τις ακατανόητες λέξεις και φράσεις που μου καταστρέφουν την ζωή. Πάρτε χαρτί γρήγορα και σημειώνετε. Έτοιμοι?
"Τη βρίσκω" κόμα "καραφλιάστηκα" κόμα "κουφάθηκα" κόμα "αναδόμηση" κόμα "μου την έσπασες" κόμα "κλαδικές" κόμα " δακτύλιος" κόμα " δέσμες" κόμα " τη βάψαμε" κόμα "θεσμικός" κόμα "γουστάρω" κόμα "μικρομεσαίοι" κόμα "βασικά" κόμα "τσαμπουκάς" κόμα "επιστροφή στις ρίζες" κι άλλο κόμα "υλοποίηση" κενό, "την πατήσαμε" τελεία.
[Έξαλλος] Μερακλώνεται ένας ολόκληρος λαός χωρίς κανένα λόγο.
[Ήρεμα]Συνεχίζω! "χαβαλέ" κόμα "λούμπεν" κόμα ¨κινδυνολογία" κόμα "φεστιβάλ γενικής" αναπνοή, σταματάω.
Τελικά το πρόβλημα μου είναι εάν φαινόμενο που δεν αποφασίστηκε ακόμα αν θα ασχοληθεί μαζί του το Υπουργείο Ψυχικής Υγείας ή το Αθλητισμού και Παλαιάς Γενιάς. Το τελευταίο αυτό με εξόντωσε κυριολεκτικά και παραιτούμαι προκαταβολικά από κάθε αγώνα αθλητικό και μή.
[Βαθιά ανάσα] Το όνομα μου είναι Κλεόμβροτος, λοιπά στοιχεία ταυτότητας, χωρίς σημασία. Καληνύχτα σας και Χρόνια Πολλά.
Για τον δεύτερο μονόλογο δεν έχω τι να πώ. Αφορά μια εξιστόρηση του Κλόουν, ενός χαρακτήρα μιας γυναίκας που πήρε τον συγκεκριμένο ρόλο επειδή ήταν η πιό κοντή και άσχημη του θίασου. Σαν χαρακτήρας είναι βασικά ασήμαντος αλλά παίζει σοβαρό ρόλο στο background σαν πραγματικός Κλόουν.
Λένε πώς δεν πρέπει να μπλέκουμε τη ζωή με το θέατρο. Εγώ όμως απόψε θυμήθηκα κάτι που μοιάζει με θέατρο και είναι η αληθινή μου ζωή. Θα σας το πώ λοιπόν και ύστερα θα τραγουδήσουμε μαζί ένα μεγάλο σουξέ μου, τη Μπαγιαντέρα. Μην με ρωτήσετε τι θα πεί Μπαγιαντέρα γιατί δεν ξέρω, αλλά αυτή η άγνωστη λέξη μου φέρνει πάντα δάκρυα. Ας είναι. Ήταν λοιπόν στη γειτονιά που έμενα, μια γυναίκα χοντρή και άσχημη, με πολύ καλή καρδιά και τα παιδιά την αγαπούσαν και οι μεγάλοι την κορόιδευαν. Δεν είχε όνομα, η "μπαγιαντέρα", έτσι την φώναζαν, και αυτό, από εκείνο το τραγουδάκι που μου το έμαθε μετά και το έλεγα και όλο έκλαιγα, δεν ξέρω γιατί, μόνο έκλαιγα. Ένα βράδυ, η Μπαγιαντέρα άναψε όλα τα φώτα στο μικρό της σπίτι και άνοιξε τα παράθυρα και τραγουδούσε με εκείνη την καταπληκτική φωνή που είχε και όλοι φώναζαν "Σταμάτα θέλουμε να κοιμηθούμε!" και εκείνη όλο και πιο δυνατά τραγουδούσε και μ'ένα καημό, Θέ μου! Και τότε πήγανε σπίτι της δέκα άντρες με την αστυνομία και τι να δούν?
Η Μπαγιαντέρα χοντρή και άσχημη και γεμάτη μπογιές, κρατούσε στην αγγαλιά της ένα γυμνό αγόρι και του τραγουδούσε και ούτε που πρόσεξε ποιοί μπήκαν και ποιοί βγήκανε, και εκείνη τραγουδούσε και το γυμνό κορμί του αγοριού ήτανε πεθαμένο![Κλαίει, έρχεται ο Φωτογράφος να την πάρει]
Και ο τελευταίος μονόλογος, πάλι από τον Κλεόμβροτο, και προσωπικά ο καλύτερος όλου του έργου μακράν.
Πρόκειται για την δική μου αυτοκτονία. Η λέξη απαγορεύεται από την εκκλησία, από το στρατό, από τους τακτοποιημένους νόμους και την πολιτεία που μισεί τα παράδοξα. Η δική μου αυτοκτονία δεν είχε κανένα τέτοιο εμπόδιο γιατί οι άδειοι δρόμοι τις νύχτες είναι φιλικοί και τα σκοτάδια αγαπημένα. Το μοναδικό πράγμα που έπρεπε να ξέρω ήταν οι αντιδράσεις αυτών που αγαπάω και που θα ήθελα οπωσδήποτε να ξέρω πώς θα ένιωθαν μόλις θα μ'έβλεπαν νεκρό! Μέτρησα τους αγαπημένους μου, ήτανε πολλοί, η μάνα μου, ο πατέρας μου, τα αδέλφια, οι φίλες, οι φίλοι, ένα κορίτσι, ένα αγόρι που μεγαλώσαμε μαζί, συνάδελφοι, παρέες, ένας ολόκληρος κόσμος Θέ μου! Και εγώ νεκρός να τους βλέπω. Ζήτησα τη βοήθεια του Φωτογράφου και εκείνος μου έβγαλε τις πιο ωραίες νεκρικές μου φωτογραφίες. Ήμουν έτοιμος. "Καθόλου προτότυπο το κόλπο" είχε πεί ο μάγος του Θιάσου και πρότεινε να βάλω μια αγγελία θανάτου. Δεν μου άρεσε η ιδέα. Τότε τους φώναξα όλους να μου πούνε την γνώμη τους. Απελπίστηκα! Λέγανε ανοησίες, πολυλογίες, άσχετες φράσεις, λόγια, λόγια και εγώ εκεί στη μέση μιας άδειας νύχτας να μην τολμάω να σκεφτώ αν είναι αλήθεια ή ψέμα αυτό το ακίνητο άσπρο πρόσωπο που ήτανε δικό μου. Έτσι ήταν που περπάτησα έξω τη νύχτα, στην πόλη, ψάχνοντας για κάποιον που θα μου έλεγε "Πρέπει να ζήσεις" ή αλλιώς "Καλύτερα να πεθάνεις" ή έστω "Πές μου γι΄ αυτά που σε βασανίζουν". Ούτε ένας δεν έδειξε ενδιαφέρον για την ιστορία μου, και τότε εγώ αποφάσισα να την κάνω τραγούδι και να σας την πώ. Οι δικές σας αντιδράσεις θα μου πούνε ναί η όχι, να μείνω ή να φύγω, να τραγουδάω ή να πάω να πνιγώ, να παίξω θέατρο ή να γίνω αεροπόρος, τέλως πάντων κάτι, αφού η ζωή μου έτσι και αλλιώς δεν έχει κανένα νόημα χωρίς εσάς, θέλω να με πιστέψετε.
Ένα νέο παιδί κρεμάστηκε γιατί κανένας δεν του είχε πει "σ'αγαπώ". Μια πόρνη έκοψε το λαιμό της γιατί κουράστηκε να παίζει τον ίδο ρόλο κάθε βράδυ και να μην μπορεί να πεί την λέξη "αγαπάω". Μια γερασμένη αδελφή ήπιε όλα μαζί τα χάπια για τον ύπνο και πέθανε. Και ήταν ο Κόσμος όλος που ντρεπόταν για αυτό το θάνατο, και για τον άλλο, και για όλους αυτούς τους καθημερινούς θανάτους των νυχτερινών δρόμων που καμία πολιτεία και κανέναν στρατός και καμία εκκλησία δεν νοιάζονται για αυτούς και ούτε τους απαγόρεψαν ποτέ, ούτε που φρόντισαν να προβλέψουν για να μην γίνουν ποτέ.
Η δική μου αυτοκτονία αγαπητό μου κοινό, είναι μια διαμαρτυρία για το χαμένο μας πρόσωπο μέσα σε μια πόλη αδιάφορη και ξένη που δυναμώνει τις μουσικές της για να καλύψει τις φωνές των ασθενοφόρων λίγο πρίν ξημερώσει. Ο φόβος κυρίες και κύριοι, ο φόβος για όλα. Μαέστρο, ο θίασος είναι όλος εδώ. Μπορείτε να ξεκινήσετε. Τελείωσα.
Υ.Γ. Η καλύτερα φράση-ατάκα ήταν από τον μονόλογο της Ντόλλυ.
Ο άντρας που αγαπούσε δεν την αγκάλιασε ποτέ με εκείνο το πάθος που είναι το Θέατρο. Ήταν λογικός και μετρημένος σαν τον κόσμο που γυρίζει γύρω μας άχρηστα και αδέξια.
Υ.Γ. Η καλύτερα φράση-ατάκα ήταν από τον μονόλογο της Ντόλλυ.
Ο άντρας που αγαπούσε δεν την αγκάλιασε ποτέ με εκείνο το πάθος που είναι το Θέατρο. Ήταν λογικός και μετρημένος σαν τον κόσμο που γυρίζει γύρω μας άχρηστα και αδέξια.
2 σχόλια :
Μου κίνησες την περιέργεια, θα προσπαθήσω να το βρω και να το διαβάσω :)
Φιλιά!
Χαίρομαι, γιατί το βιβλίο όντως αξίζει! Φιλιά και μεγειά το όνομα ;P
Δημοσίευση σχολίου