"Yet if hope has flown away,
In a night, or in a day,
In a vision or in none,
Is it therefore the less gone?"

-E. A. Poe

Πέμπτη 5 Μαΐου 2011

Το τελευταίο γράμμα...


Δεν έχω χρόνο. Τελειώνω σιγά σιγά. Αυτό το γράμμα θα αποτελέσει την διαθήκη μου, το κηδειόχαρτο μου, την μετάβαση μου στον άλλο κόσμο,και τις εξηγήσεις που πρέπει να δοθούν στην δημοσιότητα. Οι ήχοι στο κεφάλι μου δυναμώνουν. Δεν έχω χρόνο,δέν έχω χρόνο...
Πρέπει να ξεκινήσω από την αρχή. Να παρουσιάσω τα γεγονότα με τα πραγματικά τους πρόσωπα. Όλα άρχισαν όταν εμφανίστηκε εκείνη... μου είχε ζητήσει να την φιλοξενήσω για λίγες μέρες. Μία άγνωστη παρουσία, με τα πιό πειστικά μάτια που έχω δεί ποτέ μου. Δεν την γνώριζα πιο πριν. Η πρώτη μας συνάντηση έγινε στο πάρκο, εκείνο το πάρκο κάτω από το σπίτι μου. Άκουγα τα παιδιά που έπαιζαν ένα καλοκαιρινό πρωινό, και για κάποιο λόγο ένιωσα κάποιον να με καλεί. Το συναίσθημα ήταν τόσο έντονο που βγήκα από το διαμέρισμα μου σχεδόν σαν υπνωτισμένος. Κατέβηκα τις σκάλες μηχανικά και πέρασα τον δρόμο χωρίς να ξέρω όντως που πηγαίνω. Τα πόδια μου πάτησαν το μαλακό χώμα και τότε την παρατήρησα. Την είδα με την άκρη του ματιού μου, να με κοιτάει καθισμένη σε μια κούνια. Τα μάτια της φαινόντουσαν τόσο κόκκινα, τόσο έντονα. Ήταν καθηλωτικό να την κοιτάς ενώ τα ξανθά μαλλιά της ανέμιζαν στον καλοκαιρινό αέρα. Το σώμα της φαινόταν τόσο εύθραυστο αλλά έβγαζε μια ανεξήγητη αύρα, τόσο ισχυρή. Με τράβηξε κοντά της σε δευτερόλεπτα. Ήξερα πώς έπρεπε απλώς να την πλησιάσω και να της δώσω το κλειδί. Το πήρε χωρίς να μιλήσει, με κοίταξε ακόμα μια φορά και κατευθύνθηκε προς το διαμέρισμα μου. Την ακολούθησα υπνωτισμένος. Ανεβήκαμε μαζί πάνω και καθίσαμε στο πάτωμα. Έκλεισε απαλά την πόρτα πίσω της, και καρφώθηκε για ακόμα μια φορά πάνω μου. Με παρατηρούσε καθώς της άνοιγα την ψυχή μου και την χώριζα σε κομμάτια. Το μυαλό, ανίκανο, ήταν ένας απλός παρατηρητής σε όλα αυτά. Πάλευε να με συγκρατήσει, μα εκείνη ήταν πιο δυνατή. Το αποσυντόνιζε, το μπέρδευε. Τότε ήταν που άκουσα για πρώτη φορά την φωνή της. Τράβηξε πίσω τα χείλη της, αποκαλύπτωντας μια σειρά από κατάλευκα δόντια ως ένδειξη φιλικότητας και μου είπε με την πιο ήρεμη φωνή της να μην αντιστέκομαι. Υπάκουσα σαν πιστός σκύλος και την άφησα να κλέψει κομμάτια μου, να τα ψάξει, να τα περιστρέψει και να τα μάθει.
Δεν είχε βαλίτσες, ούτε προσωπικά αντικείμενα. Δεν έκανε πότε μπάνιο, όμως ήταν πιο καθαρή κάθε πρωί. Σαν να ήταν από αέρα, κάθε φορά που την αντίκρυζα μου φαινόταν όλο και πιό...διαφανής. Μετά καταλάβαινε ότι την παρατηρώ και με προειδοποιούσε με τα μάτια της. Γινόντουσαν κατακόκκινα και με τρόμαζαν. Μια φορά που αρνήθηκα να την υπακούσω με πλήγωσε. Η καρδιά μου σφίχτηκε, τα άκρα μου μούδιασαν και τα πνευμόνια μου δεν μπορούσαν να με υπακούσουν. Εκείνη η μέρα, ήταν η μέρα που κατάλαβα την μοίρα μου. Τι πράξη με είχε στιγματίσει τόσο πολύ και ο Θεός μου έστελνε έναν άγγελο να με οδηγήσει στο θάνατο μου? Τι αποτρόπαια πράξη είχα τελέσει και έπρεπε να με τιμωρήσει? Έχασα την δουλειά μου, την ερωμένη μου, τους φίλους μου, και κάθε κοινωνική επαφή που είχα ώς τότε. Εξαφανίστηκα από όλους και από όλα χωρίς να αφήσω σημάδια πίσω μου.Δεν είχα επιλογή...
Με εκείνη, δεν μιλούσαμε ποτέ. Καθόμασταν ώρες ολόκληρες και κοιταζόμασταν απλώς. Δεν μου μιλούσε και κυρίως δεν με ακουμπούσε ποτέ. Τουλάχιστον τις πρώτες εβδομάδες. Tα βράδια την άκουγα που έβγαινε κρυφά. Προσπαθούσε να το κρύψει μα εγώ δεν κοιμόμουν ποτέ όσο ήταν εκείνη στο σπίτι. Την φοβόμουν πιο πολύ από κάθε τι άλλο. Η συμβίωση μαζί της μπορεί να φαίνεται εύκολη αλλά δεν ήταν. Έπρεπε συνεχώς να την κρατάω ικανοποιημένη. Ό,τι ήθελε, το ένιωθα. Ποτέ δεν το ζητούσε, αλλά το ένιωθα σαν σκοπό της ολοκλήρωσης μου. Δεν έτρωγε, και δεν κατανάλωνε ποτέ,τίποτα. Όμως ζητούσε βιβλία και περιποίηση. Μερικές φορές ερχόταν στο κρεβάτι μου και ήθελε να την αγκαλιάσω. Σιχαινόμουν τον εαυτό μου για αυτήν μου την πράξη...και για τις άλλες. Μερικές νύχτες, δεν ήθελε να βγεί, και...έτσι όπως ποτέ δεν κοιμόταν...απαιτούσε άλλου είδους επαφή. Την πρώτη φορά εμφανίστηκε μπροστά μου τα μεσάνυχτα. Με ξύπνησε ψυθιρίζοντας στο μυαλό μου. Άνοιξα τα μάτια μου γεμάτος απορία και την είδα όρθια και ατάραχη μπροστά μου. Φορώντας μόνο ένα φόρεμα, γύρισε το κεφάλι τις στο πλάι και χαμογέλασε. Μου φαινόταν πιο πολύ απειλιτικό, παρά οτιδήποτε άλλο. Ανασηκώθηκα και την ρώτησα τι ήθελε, χωρίς περιστροφές και υπεκφυγές. Έκατσε στο πλάι του κρεβατιού και με κοίταξε. Πήγα να σηκωθώ και με έσπρωξε πίσω. Έριξε το κεφάλι της μπροστά, πλησίασε, και με μύρισε. Το πρόσωπο της ήταν ανέκφραστο. Έγλυψε τον λαιμό μου και για μερικά δευτερόλεπτα είχε κλειστά τα μάτια, το ίδιο ατάραχη με πρίν. Σαν να ήθελε να ελέγξει την ιδιότητα μου και την γεύση την οποία θα αποκόμιζε από μια βραδιά μαζί μου. Η συνέχεια νομίζω είναι περριτή. Σιχαίνομαι τον εαυτό μου, τον απεχθάνομαι...κάθε φορά που έφερνα εις πέρας αυτήν την αποστολή αυτή έπεφτε πίσω σχεδόν αναίσθητη. Σαν να επεξεργαζόταν την κατάσταση, σαν να δεχόταν τις επιπτώσεις. Το είχα σκεφτεί πολλές φορές αν αυτό το πλάσμα είχε αναπαραγωγικό σύστημα. Όμως κάθε φορά καθυσήχαζα τον εαυτό μου ότι αυτό ειναι αδύνατο. Μια διαφάνεια, μια δαιμόνισσα, δεν θα μπορούσε ποτέ να κυοφορήσει οτιδήποτε, πόσο μάλλον ένα κοινό θνητό παιδί από έναν απλό άνθρωπο. Εκεί ήταν που έκανα λάθος.
Μερικές εβδομάδες μετά την πρώτη μας επαφή, απαίτησε και άλλη. Ξαναέγινε, και ξανά και ξανά και ξανά. Αποκτούσε όλο και περισσότερο θάρρος, το ζητούσε σχεδόν κάθε μέρα. Μέχρι που..μια μέρα ανακοίνωσε το χειρότερο. Θα γεννιόταν ένας απόγονος μας. Την έβλεπα πλέον πώς άλλαζε, πώς χόρευε χαρούμενα, πως περιστρεφόταν σε ρυθμούς και μελωδίες ενός άλλου κόσμου που μόνο εκείνη άκουγε. Δεν υπήρχαν αλλαγές στο σώμα της, καθόλου. Ήταν απλώς πιο ήρεμη, πιο απαλή. Δεν απαίτησε ξανά τίποτα, ήταν σαν να μην υπήρχα! Ένας ξένος, ένας που πλέον δεν της χρειαζόταν. Είχε αρχίσει να αναπτύσεται μέσα μου μια τέτοια ζήλεια. Μην γελιέστε, δεν την ήθελα εκεί. Αλλά αυτό που θα γεννιόταν, ήταν δικό μου, ότι και να ήταν! Την είδα κάτω να κοιτάζει κάποιον άλλο και να τον περιεργάζεται με τον ίδιο τρόπο που το έκανε σε εμένα...Την μίσησα πιο πολύ από ποτέ.
Δεν έχω πολύ χρόνο. Την ακούω, με πλησιάζει. Πρέπει να τα πώ γρήγορα!!!
Το παραδέχομαι την ζήλευα! Την ήθελα! Την ήθελα μόνο για εμένα, δεν άντεχα να την βλέπω να φεύγει! Μόνο ένας τρόπος υπήρχε για να την κρατήσω. Και αυτό θα ήταν παρά την θέληση της.
Το σκεφτόμουν πολύ. Δεν μπορούσε κανείς να φυλακίσει κάτι άυλο. Έπρεπε να βρώ τρόπο να την παραπλανήσω. Η θρησκεία την οποία είχα από καιρό περιφρονήσει θα μου έδινε την λύση. Έπρεπε να ξέρω αν μπορώ να την επηρρεάσω. Δεν άργησα να έρθω σε επαφή με τον πατέρα της κοντινότερης εκκλησίας. Άυπνος για μέρες, βρώμικος, και κουρασμένος, σε έξαλλη κατάσταση μπήκα στην εκκλησία και φώναζα για βοήθεια. Εμφανίστηκε ένα πρόσωπο συμπαθητικό μα τρομαγμένο. Η όψη μου δεν βοηθούσε στο να ηρεμήσει και εκείνος. Δεν του εξήγησαν καν την κατάσταση, ζήτησα απλώς αγιασμένο νερό. Με κοίταξε με δυσπιστία, μα δεν ρώτησε. Δεν με ρώτησε κάν όταν μου το έδινε. Το μόνο που μου ευχήθηκε, ήταν να είναι ο Θεός μαζί μου. Έτρεξα έξω φρενιασμένος. Γύρισα σπίτι και την βρήκα να κάθεται και να κοιτάει έξω, τον ίδιο άντρα που κοιτούσε και τις προάλλες. Βούτηξα το χέρι μου στο αγιασμένο νερό και την έβρεξα. Ούρλιαξε, πιο απόκοσμα από ποτέ, και γύρισε να με κοιτάξει. Τα μάτια της δεν ήταν κόκκινα πια. Την έβρεξα ξανά, και ξανά, και εκείνη συνέχισε να ουρλιάζει, ένα ουρλιαχτό που μάλλον άκουγα μόνο εγώ. Έπεσε κάτω λιπόθυμη. Την πλησίασα και παρατήρησα ότι κάτι παλλόταν στην κοιλιά της. Άδειασα το αγιασμένο νερό πάνω της, και το πράγμα μέσα της χτυπούσε σπασμωδικά. Πάνω στην τρέλα μου, έτρεξα στην κουζίνα, πήρα ένα μαχαίρι και....
..έπραξα με τον πιό αποτρόπαιο τρόπο που θα μπορούσα πότε να πράξω. Έβγαλα από μέσα της το τέρας που είχα δημιουργησει και το κοίταξα, λουσμένο στο αίμα όπως ήταν. Είχε τα μάτια της, μα τα δικά μου χαρακτηριστικά. Δεν αναρωτήθηκα καν πώς μπορεί να είναι τόσο ανεπτυγμένο σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Θα φαινόταν σχεδόν τερατόμορφο κάτω από φώς...μα δεν ήθελα να το δώ. Έπιασα το κεφάλι του, και το έστριψα...Ο ήχος του στραγγαλισμού έκανε την μάνα του πλάσματος να σαλέψει στην παραίσθηση της. Πέταξα το νεκρό κουφάρι στο πάτωμα και έπιασα τα πόδια της ξανθιάς οπτασίας που με είχε μαγέψει. Την έσυρα σε όλες τις σκάλες μέχρι να την κατεβάσω κάτω, ενώ άφηνε μια απαίσια ουσία που πιθανώς ήταν το δέρμα της.Άνοιξα την πόρτα της αποθήκης και την πέταξα μέσα με όση δύναμη είχα. Χτύπησε πάνω σε ένα φτυάρι και έπεσε στο πλάι σαν κούκλα.


Τώρα με καταδιώκει το νιώθω! Θέλει την εκδίκηση της! Ναι οι φωνές στο κεφάλι μου δεν θα μπορούσαν να σημαίνουν τίποτα άλλο! Το ξέρω, το ξέρω πώς έρχεται! Έρχεται! Συγγνώμη..συγγνώμη...συγγνώμη!

Δεν υπάρχουν σχόλια :