"Yet if hope has flown away,
In a night, or in a day,
In a vision or in none,
Is it therefore the less gone?"

-E. A. Poe

Τρίτη 24 Μαΐου 2011

Η αρχή κάθε πολέμου Ι




Ξύπνησε με απίστευτο πονοκέφαλο. Το χθεσινό μεθύσι δεν έπρεπε πότε να είχε γίνει. Σίγουρα η δουλειά του δεν θα γινόταν μόνη της, και όλη αυτή η χαρτούρα στο γραφείο του δεν θα παρέδιδε τον εαυτό της στην ώρα που έπρεπε. Έπιασε το κεφάλι του και έκλεισε τα μάτια σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να ηρεμήσει τον πονοκέφαλο. Είχε πάρει ήδη 3 παυσίπονα, μα επέμενε. Είχε χάλια διάθεση και πολύ κακό προαίσθημα για την σημερινή μέρα. Σίγουρα ώς τώρα δεν πήγαινε καλά. Πρωινός καυγάς με την γυναίκα του, η κόρη του εξαφανισμένη από προχθές το βράδυ και ο γιός του πιθανότατα ακόμα κοιμόταν. Μια ευχάριστη οικογένεια.

"Είσαι κάπως σήμερα ή είναι ιδέα μου?" είπε η Τζέιν από την πόρτα.
"Όχι είμαι υπέροχα. Ποτέ δεν ήμουν καλύτερα".
Ας έφευγε. Δεν μπορούσε να βρεί χειρότερη μέρα για καυγά. Οι ειρωνείες της και το ψεύτικο πονόψυχο υφάκι δεν ταίριαζε στον κόσμο του σήμερα. Καυστική όπως πάντα, δεν την άντεχε. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για το αφεντικό του.
"Συγκεντρώσου. Έχεις ρεπορτάζ σε λίγο." σχολίασε με ύφος και έφυγε με τον ήχο των τακουνιών της να βασανίζει τα τοιχώματα του κρανίου του.
Ώρες ώρες, μα το Θεό, και ο ίδιος αναρωτιέται πώς δεν την έχει δολοφονήσει ακόμα.



Ο αέρας έξω ήταν κρύος, όπως έπρεπε να είναι κάθε πρωινό Δεκέμβρη. Λαμπιόνια και φωτάκια κοσμούσαν τους δρόμους και τα ψηλά φώτα, ενώ άπειρες μινιατούρες του Άγιου Βασίλη έκαναν την εμφάνιση τους σε μπαλκόνια και σκεπές. Ο Τζον όλα αυτά τα έβλεπε ώς μια απεγνωσμένη προσπάθεια διαφυγής από την πραγματικότητα. Ας το παραδεχθούμε, ο κόσμος έτσι όπως έχει γίνει, δεν είναι πλέον ούτε φιλόξενος, ούτε ιδανικός. Ούτε καν βιώσιμος. Κάθε στενάκι είχε τον άστεγο του, κάθε παγκάκι φιλοξενούσε ναρκομανείς και οι κλοπές έδιναν και έπαιρναν. Αυτή η πόλη είχε πλέον ολοκληρωτικά καταστραφεί μετά από τον σεισμό. Μια πόλη φάντασμα χαμένη από το χάρτη ενώ όλοι προσπαθούσαν να ξεχάσουν την ύπαρξη της. Γιατί? Ποιός την θυμόταν ούτως ή άλλως?
Περπατούσε όσο πιο γρήγορα γινόταν καθώς το κρύο ήταν κάπως έντονο για τις χαμηλές αντοχές του. Δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο εκτός από τα προβλήματα του. Ποιός ενδιαφέρεται για το ρεπορτάζ? Ποιός ασχολείται με την άτυχη μάνα και το τερατόμορφο μωρό της? Μα φυσικά στην δική τους κοινωνία αυτό ήταν κάτι το πρωτόγνωρο, κάτι το πρωτότυπο. Κανείς δεν είχε ξαναδεί τερατογέννηση. Μιλάμε για μια πόλη ελαχίστων κατοίκων, που προσπαθεί να γίνει κάποια με την συνεχώς αυξημένη προσδοκία της για ανανέωση. Μία αποτυχημένη βούλα σε κάποιον παλιό ξεθωριασμένο χάρτη.
"Αυτό και αν είναι ο ορισμός της αισιοδοξίας ε?" σκέφτηκε, ενώ διέκρινε μια φιγούρα να περνά γρήγορα από πίσω του. Ελαφρώς αναστατωμένος λόγω της ξαφνικής ταχύτατης παρουσίας γύρισε νευρικά να κοιτάξει-αντικρίζοντας το κενό. Ίσως να μην είχε ακόμα ξεμεθύσει. Ποιός ξέρει? Συνέχισε να περπατάει με πιο αργό ρυθμό από πριν, προσπαθώντας να ορίσει στον εαυτό του την ευθεία και το πώς να περπατάει πιο φυσιολογικά. Ίσως να μύριζε ακόμα η ανάσα του αλκόολ. Ίσως να είχε ακόμα ουσίες στο στομάχι του που δεν είχαν απορροφηθεί. Ίσως..
Η φιγούρα ξαναπέρασε, αυτή τη φορά σχεδόν ρίχνοντας τον κάτω. Έτοιμος να πιστέψει ότι βλέπει όνειρο, παραπάτησε στο πλάι του πεζοδρομίου και έπεσε πάνω σε κάποιον. Τα μάτια του ξαφνικά θόλωσαν και άρχισαν να τσούζουν και να δακρύζουν επικίνδυνα. Δεν έβλεπε πλέον καθόλου μπροστά του και η αντίσταση που συνάντησε πέφτοντας, μάλλον δεν ήταν η επιθυμητή. Έπεσε κάτω σαν σακί γεμάτο με τούβλα. Χτύπησε το κεφάλι του στις πλάκες του πεζοδρομίου και λιποθύμησε.

Ήταν πια αργά το βράδυ όταν ξύπνησε σε ένα άσπρο αποστειρωμένο μέρος. Η γυναίκα του και τα παιδιά του ήταν στημένοι από πάνω του και συζητούσαν χαμηλόφωνα. Όσο και αν προσπαθούσαν να μην τον ξυπνήσουν, δεν τα κατάφεραν. Άλλωστε δεν μπορούσαν να ελέγξουν την σχεδόν υστερική φωνή της Μαίρης. Μόλις τον είδε που άνοιξε τα μάτια του πετάχτηκε έξω παρανοϊκά φωνάζοντας για μια νοσοκόμα. Η κόρη του δεν τον πλησίασε καν, και ο γιός του είχε μείνει να τον κοιτάζει μπερδεμένος. Δεν προσπάθησε να τους μιλήσει, απλώς ξανάκλεισε τα μάτια του, και ξαναέπεσε σε λήθαργο.

5 ώρες μετά, και με τον πονοκέφαλο να έχει επιστρέψει εντονότερα, ξύπνησε μυρίζοντας στην ατμόσφαιρα φάρμακα και χημικά. Δειλά-δειλά σηκώθηκε να πάει προς το μπάνιο, ατάραχος αλλά ενοχλημένος. Θα έπρεπε να το ψάξει, να του κάνουν εξετάσεις ίσως τώρα που βρίσκεται σε νοσοκομείο. Μπορεί κάτι να συμβαίνει, να έχει όγκο ή καρκίνο ή κάτι. Βαδίζοντας στο σκοτάδι με αργά και σταθερά βήματα δεν παρατήρησε την απόλυτη ησυχία που επικρατούσε γύρω του. Σαν να βρισκόταν σε νεκροτομείο, όχι σε νοσοκομείο. Η σημασία που θα μπορούσε να δώσει δεν ήταν παραπάνω από όση έδωσε. Συνέχισε να βηματίζει πρός την τουαλέτα που ήταν στο τέλος του διαδρόμου. Πρίν προλάβει να ανοίξει καν την πόρτα, δύο χέρια και ένα κεφάλι διαπέρασαν τον τοίχο χωρίς να τον σπάσουν. Σαν να ήταν ο ίδιος ο τοίχος ελαστικός και εύκαμπτος. Το γεγονός κράτησε ένα δευτερόλεπτο το πολύ. Ήταν αρκετό για να ξαφνιάσει τον Τζόν και να τον κάνει να τιναχτεί πίσω σαν νευρόσπαστο. Κόλλησε την πλάτη του στον απέναντι τοίχο του διαδρόμου και έπεσε κάτω σαν να προφυλασσόταν από βολές. Τι σκατά συνέβαινε?
Τα μάτια του έμεναν κολλημένα στο σημείο του τοίχου που είδε την παρουσία. Τα χέρια του τυλιγμένα γύρω από τον εαυτό του τρέμοντας ενώ η ανάσα του ήταν πιο γρήγορη και από όταν λαχάνιαζε λόγω γυμναστικής. Δεν μπορεί να συνέβαινε αυτό. Δεν μπορεί να είχε εκείνος παραισθήσεις. Ήταν το πιο λογικό άτομο που γνώριζε με κανένα ιστορικό παράνοιας στην οικογένεια. Δεν μπορεί, δεν γίνεται. Μένοντας στην ίδια στάση για μερικά λεπτά, βεβαιώθηκε ότι όλα ανήκαν στη σφαίρα της φαντασίας του και σηκώθηκε. Παρενέργειες από τα φάρμακα, δεν υπάρχει άλλη εξήγηση. Αργά και νευρικά άνοιξε την πόρτα του μπάνιου και πλησίασε την τουαλέτα. Γύρισε στο κρεβάτι του, κοιτώντας γύρω του αμήχανα, και ξάπλωσε. Τον πήρε ο ύπνος με το φώς του ήλιου.

Μερικές μέρες μετά, και χωρίς να αναφέρει τίποτα σε κανέναν, πήρε εξιτήριο και γύρισε σπίτι του, με την υπέροχη οικογένεια του. Σαφώς, επικρατούσαν τα ίδια χάλια, τα ίδια ακριβώς με πρίν, χωρίς τίποτα να έχει αλλάξει. Η γυναίκα του τα απέδιδε όλα στο ξενύχτι και το ποτό, και πλέον δεν του μιλούσε, ενώ τα παιδιά του ήταν ακριβώς όπως τα είχε αφήσει. Στην δουλειά δεν θα γυρνούσε για μερικές εβδομάδες. Τουλάχιστον θα είχε την ευκαιρία να ηρεμήσει από την Τζέιν. Οι σκέψεις του τριγυρνούσαν συνέχεια στις ενοχλήσεις που ένιωθε, στον πονοκέφαλο και στο τραγικό συμβάν στον νοσοκομείο. Δεν είναι ξαναδεί τίποτα τέτοιο αλλά δεν ήταν φυσιολογικό. Η δικαιολογία της παρενέργειας ήταν καλή, αλλά δεν τον κάλυπτε. Μπορεί να μην ήταν παρενέργεια και να ήταν κάτι σοβαρό. Κάτι που μπορεί να μην σκέφτηκαν, ή να μην είδαν οι γιατροί για να το ψάξουν. Από μικρός είχε μια ιδιαίτερα αυξημένη διαίσθηση, μια ικανότητα που του επέτρεψε πολλές φορές να γλιτώσει από ατυχή περιστατικά και να λειτουργήσει διαφορετικά. Όμως τώρα το μόνο που ένιωθε ήταν άγχος και φόβος. Ανησυχούσε για την πνευματική και σωματική του υγεία, πιο πολύ από το αν θα φαινόταν τρελός στην οικογένεια του. Τότε ήταν που μπήκε η Μαίρη στο σαλόνι, κρατώντας ένα ποτήρι παγωμένο τσάι.

"Εδώ είσαι? Νόμιζα πώς θα έφευγες" δήλωσε με απάθεια καθώς καθόταν στην αγαπημένη της πολυθρόνα.
Ο Τζόν την κοίταξε απορημένος. " Μα που να πάω? Έχω άδεια από την δουλειά και έχω ακόμα αυτόν τον πονοκέφαλο.."
"Πήρες κάποιο χάπι?" απάντησε με την ίδια απάθεια με πρίν, χωρίς καν να τον κοιτάξει." Νομίζω πώς έχουμε μερικά στο ντουλάπι του μπάνιου. Μα είμαι σχεδόν σίγουρη ότι σε είδα να φεύγεις...Μάλλον θα ήταν ο μικρός. Τέλος πάντων, κάνε ησυχία τώρα γιατί θέλω να διαβάσω". Άνοιξε το βιβλίο της και έκανε ότι διαβάζει. Ο Τζόν το ήξερε ότι του κρατούσε μούτρα, χωρίς να ξέρει η ίδια ακριβώς τον λόγο. Απλά έψαχνε δικαιολογία να τον αποφύγει για ακόμα μια φορά.
"Ελεύθερα. Να σου αφήσω τον χώρο σου.."
Δεν ήξερε πώς είχαν καταλήξει έτσι. Δύο τόσο ερωτευμένοι νέοι που κάποτε θα έκαναν τα πάντα ο ένας για τον άλλο. Κάποτε, θα σκότωνε για να την έχει δική του. Όταν ήταν έφηβοι, είχε πάει μέχρι το σπίτι της με τα πόδια και είχε σκαρφαλώσει στο μπαλκόνι της για να την απαγάγει. Το είχε σκοπό να την κρατήσει για πάντα κοντά του, δική του, μακρυά από όλους και από όλα. Όμως αυτή, η τόσο ερωτεύσιμη γυναίκα, είχε καταλήξει μια κυριούλα, πικρή και γεμάτη ανασφάλειες ενισχυμένες με γκρίνια. Είχαν περάσει σχεδόν μια ζωή μαζί και ακόμα δεν είχε βρεί τον λόγο που έγινε έτσι. Δεν είχε καταλάβει καν πότε άρχισε η κάτω βόλτα.

Έφυγε από το σαλόνι και κατευθύνθηκε προς το υπνοδωμάτιο τους. Ναι, ακόμα μοιραζόντουσαν ένα κρεβάτι, μα τίποτα περισσότερο. Ανέβηκε με δυσκολία τις σκάλες, εκπλήσσοντας και τον ίδιο του τον εαυτό με το πόσο αδύναμος ήταν, και άνοιξε την πόρτα τους, απλά για να διαπιστώσει πώς κάποιος ήδη κοιμόταν στο κρεβάτι τους, στην δική του μεριά, σκεπασμένος ώς πάνω. Γούρλωσε τα μάτια στο θέαμα και κοκάλωσε. Κοίταξε πίσω του και ξανά το κρεβάτι. Κλέφτης? Βιαστής? Δολοφόνος? Και κοιμόταν στο κρεβάτι του? Άρχισε να οπισθοχωρεί, για να πάει πρός το τηλέφωνο να καλέσει την αστυνομία μέχρι που γύρισε την πλάτη του. Ξαφνικά ένα έντονο κύμα αέρα τον έσπρωξε και έπεσε κάτω από την πίεση. Μια σκιά πέρασε από δίπλα του και άκουσε τα βήματα που κατέβαιναν τις σκάλες. Πήγαινε στη Μαίρη! Πανικόβλητος και ουρλιάζοντας κατέβηκε τις σκάλες. Την βρήκε ατάραχη να κάθεται στην ίδια θέση με το βιβλίο στα πόδια της και το τσάι της δίπλα.

"Τι έπαθες και ουρλιάζεις πάλι?"
Γαμώτο, μια φορά δεν μπορούσε να τον κοιτάξει??
"Τι κάνεις? Δεν ήρθε κανείς από εδώ? Γιατί είσαι έτσι, τι έχεις πάθει επιτέλους?" της φώναζε, ούρλιαζε με τέτοια ένταση που σήκωσε το κεφάλι της και την είδε δακρυσμένη.
"Δεν ξέρω τι έχεις πάθει...αλλά να το ξέρεις ότι δεν θα συμπεριλαμβάνει και εμένα για πολύ καιρό ακόμα! Δεν ήσουν έτσι εσύ..δεν ήσουν έτσι.." Έβαλε τα κλάματα, πήρε την τσάντα της και έτρεξε έξω.
Ο Τζόν τρελαμένος, έκλεισε τα μάτια και το πρόσωπο του πήρε μια γκροτέσκα μορφή, προσπαθώντας να κρατήσει τα δάκρυα του. Έβαλε τα χέρια του στο κεφάλι και έπεσε στην πολυθρόνα κλαίγοντας.

Οι μέρες περνούσαν με την ίδια ταχύτητα που περνούσαν πάντα. Βασανιστικά αργά. Ο Τζόν έβλεπε την μορφή στα όνειρα του, στον κόσμο γύρω του, στις φαντασιώσεις του, στις σκέψεις του. Παντού φανταζόταν την απρόσωπη σκιά να τον καταδιώκει. Πλέον δεν κοιμόταν στο υπνοδωμάτιο μαζί με την Μαίρη γιατί την ξυπνούσε κάθε βράδυ από τα ουρλιαχτά του. Έβλεπε εφιάλτες, ατελείωτους, αγωνιώδεις εφιάλτες. Δεν μπορούσε να πλησιάζει πολύ τους τοίχους και πάντα κοιτούσε πανικόβλητος γύρω του. Τα παιδιά του πλέον δεν τον άντεχαν. Τα τρόμαζε. Μα εκείνος δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο από την παγωμένη αίσθηση του αέρα, εκείνη την φρικιαστική κενή όψη που δεν μπορούσε να διακρίνει. Το ένιωθε να τον κυνηγάει παντού. Είχε προσπαθήσει να μιλήσει στην Μαίρη για αυτές τις παρουσίες αλλά εκείνη δεν ήθελε να ακούσει, δεν μπορούσε να το δεχτεί. Τον είχε χαρακτηρίσει ώς παρανοϊκό, ώς αφάνταστα τρελό που χρειάζεται βοήθεια. Χαμένος στις σκέψεις του μια μέρα, εμφανίστηκε ένας άγνωστος στο καθιστικό και ισχυρίστηκε πώς ήταν εκεί για να τον βοηθήσει. Το κακόμοιρο το ανθρωπάκι, έδειξε τόσο τρομαγμένο από το γέλιο του Τζόν που σχεδόν έφυγε τρέχοντας όταν ο Τζόν του εξήγησε ότι δεν χρειάζεται βοήθεια. Είχε απορρίψει τον κόσμο, αυτόν τον κόσμο που κάποτε φιλοξενούσε την άθλια και καταθλιπτική ύπαρξη του. Δεν πίστευε στο Θεό, αν και πολλές φορές έβριζε και βλασφημούσε τα θεία. Αλλά τώρα τελευταία θα μπορούσε να ορκιστεί πώς όλα όσα τραβούσε ήταν η τιμωρία του για όλα τα χρόνια απιστίας και βεβήλωσης του ονόματος Του.
Είχε πάρει την απόφαση να αυτοκτονήσει. Τι άλλη επιλογή είχε άλλωστε? Το μοναδικό που του έμενε να κάνει ήταν να ηρεμήσει επιτέλους. Στην τελική, κανείς δεν ενδιαφερόταν που ζούσε. Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε για την παραμονή του στο νοσοκομείο, κανείς δεν ενδιαφέρθηκε για το πρόβλημα του εκτός από την Μαίρη, και αυτή το έκανε με λάθος τρόπο. Άκου εκεί να φέρει ψυχίατρο σπίτι! Αλλά όταν αυτοκτονούσε θα ήταν αργά για να καταλάβει το λάθος της τόσα χρόνια. Και η Τζέιν και τα παιδιά του και όλοι. Τον είχε φέρει σε τέτοια έξαψη η όλη ιδέα που όντως πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου και έτρεξε έξω. Το έβαλε μπρός και ξεκίνησε για τον αυτοκινητόδρομο που θυμόταν ότι στο πλάι είχε γκρεμό. Στην πορεία του άρεσε πιο πολύ η ιδέα του πνιγμού οπότε άλλαξε κατεύθυνση και κίνησε πρός την γέφυρα. Μετά από λίγη ώρα άλλαξε πάλι γνώμη, και ξανά και ξανά και ξανά, μέχρι που μπερδεμένος κατέληξε σε αδιέξοδο σε κάποιον τυχαίο χωματόδρομο.
Σχεδόν αγανακτισμένος τράβηξε στην άκρη και έσβησε την μηχανή. Αναστέναξε βαθιά και βγήκε έξω να δεί που είναι και πώς θα γυρνούσε. Κενό παντού γύρω του. Δεν διακρινόταν μορφή πουθενά στον ορίζοντα, πόσο μάλλον πέρα από την τεράστια πινακίδα που τον προειδοποιούσε ότι ο δρόμος αυτός δεν κατέληγε πουθενά. Χαμένος στην προσπάθεια του να τελειώσει την ζωή αυτή, είχε ξεχάσει εντελώς τον πονοκέφαλο, καθώς και όλα του τα προβλήματα. Ήταν η στιγμή να τα θυμηθεί. Είδε καπνό και χώμα να σηκώνεται από το έδαφος και τον τύφλωσε. Τα πνευμόνια του γέμισαν σκόνη και δυσκολευόταν να αναπνεύσει. Στην αρχή δεν τον πείραζε-στο κάτω κάτω ακόμα και από ασφυξία να πέθαινε θα είχε την ίδια κατάληξη- μετά όμως άρχισε να γίνεται αφόρητο. Οι φλέβες του πάλλονταν ενώ ο ίδιος κρατούσε το λαιμό του, σαν να νόμιζε ότι με την πίεση θα επέτρεπε το οξυγόνο να μπεί ξανά στον οργανισμό του. Και εκεί τον είδε..επιτέλους τον είδε.
Τα χαρακτηριστικά του εαυτού του διακρίνονταν πλέον καθαρά στο βάθος του δρόμου. Το βάδισμα του δεν θα ήταν άλλο από το ίδιο με το δικό του. Τα ρούχα του, τα μαλλιά του, το βλέμμα του, το ύφος του, όλα ήταν μια πιστή αντιγραφή του πρωτότυπου. Κάποιος του έκανε πλάκα, σίγουρα ότι έβλεπε ήταν ένα ψέμα. Ο εαυτός του τον πλησίασε και τον κοίταξε με απέχθεια. Τον έπιασε από τον ώμο και τον ανάγκασε να γονατίσει. Ο κύκλος που διέγραψε γύρω του, αργά και βασανιστικά μπορούσε μόνο να υποδηλώνει απέχθεια και αηδία.
Είχες την ευκαιρία να εκμεταλλευτείς την ζωή που σου δόθηκε, και εσύ το μόνο που έκανες ήταν να μιζεριάσεις και να κάνεις τους γύρω σου δυστυχισμένα υπανθρωπίδια, όπως έγινες και εσύ. Έκανες τις λάθος επιλογές και δεν δέχτηκες τον εαυτό σου με τις χάρες που είχες. Είναι η σειρά μου να αναλάβω..”
Πριν προλάβει να τελειώσει την φράση του ένα έντονο ψιλό τρίξιμο κατέλαβε την ατμόσφαιρα και έκανε την φύση γύρω να ανατριχιάσει. Η γη έτρεμε και χώριζε σε μικρά κομματάκια ενώ παλλόταν σαν καρδιά. Το αμάξι τρανταζόταν ολόκληρο και αυτό έκανε τα τζάμια του να ραγίσουν και να σπάσουν.
Ο Τζον ακόμα κειτόταν κάτω γονατισμένος, προσπαθώντας να συνέλθει. Μια απεγνωσμένη προσπάθεια να αρχίσει να τρέχει μακρυά από τον εφιάλτη οδήγησε τον σωσία του να τον χτυπήσει δυνατά ρίχνοντας τον ξανά κάτω με πίεση.
Εκεί θα μείνεις εσύ! Δεν τελειώσαμε!” είπε με οργή που έκανε τα μάτια του να γυαλίζουν.
Τρέλα. Στις κόγχες των ματιών αυτού του όντος, αντίκρισε την τρέλα. Έτσι ήταν και αυτός όταν μιλούσε στην Μαίρη? Και ξαφνικά κατάλαβε. Αυτός ήταν. Αυτή ήταν η πραγματική του μορφή. Αυτός θα ήταν το τέλος του και θα κατέστρεφε και οποιονδήποτε υπήρχε γύρω του. Σαν έκρηξη η οποία χτυπάει το σύνολο, και όχι το άτομο. Σαν ολική καταστροφή που δεν υπολογίζει αθώες ζωές.
Εξοργίστηκε. Αν ήταν κάποιος να καταστρέψει την εικόνα του και τον ίδιο, δεν θα ήταν άλλος από τον ίδιο. Όχι κάποια φτηνή απομίμηση του εαυτού του, που τον εξανάγκασε να παραδοθεί. Η προϊστορία της πόλης του επέβαλε μάχη, πάλη πρίν πέσει στον πόλεμο. Έπρεπε να υπάρχει πόλεμος, κάποια αντίσταση! Πλέον ήταν προσωπικό.
Σηκώθηκε αδύναμα και διακριτικά. Ο σωσίας του κοιτούσε γύρω του σχεδόν με φρίκη. Οργισμένη φρίκη και τρέλα. Γυρνούσε γύρω γύρω και ούρλιαζε στον άνεμο “Δεν θα με πάρεις-όχι τώρα!”
Τον πλησίασε αδύναμα, μα αποφασιστικά. Ο πονοκέφαλος που ένιωθε πλέον είχε εξαφανιστεί, και είχε γίνει μίσος. Μίσος προς τον εαυτό του, πρός τις αποφάσεις του και το αναθεματισμένο το μυαλό του που του έπαιζε ακόμα και τώρα ένα βρώμικο παιχνίδι. Η γή σε ένα ξέσπασμα της άνοιξε σε πολλά σημεία και από μέσα βγήκαν χιλιάδες, αμέτρητοι κυριολεκτικά, κλώνοι και πρωτότυποι οι οποίοι νικούσαν ή έχαναν σε σωματικές μάχες με τους σωσίες. Κραυγές έσκισαν την ατμόσφαιρα στα δύο ενώ οι κλώνοι που εμφανίστηκαν άρχισαν να αντιδρούν όπως και ο σωσία του Τζόν. Σπαστικές κινήσεις γύρω στον χώρο, χαμένοι στις φωνές τους και την τρέλα τους. Το συνολικό θέαμα ήταν η προσωποποίηση της παράνοιας. Ο ανεξήγητος ήχος που τους έκανες να αντιδρούν έτσι φαινόταν να είναι από τα βάθη των ρωγμών στην γή ενώ φλόγες άρχισαν να αναδύονται. Οι πρωτότυποι έτρεχαν ανεξέλεγκτοι να ξεφύγουν από την φωτιά, από τους κλώνους τους που δεν είχαν ακόμα καταλάβει ότι δεν κυνηγούσαν αυτούς, και από την κατάληξη της τρέλας που θα οδηγούνταν αν έμεναν έστω και ένα λεπτό παραπάνω ακίνητοι να αντικρίζουν το θέαμα. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν στην ίδια κατάσταση με τον Τζόν. Έπρεπε να αντιμετωπίσουν την τρέλα, τις περίεργες παρουσίες και τελικώς να δούν την αλήθεια στα πρόσωπα των εαυτών τους. Γινόταν όλο και πιο λογικό. Ο Τζόν όσο έβλεπε το απόλυτο χάος, τόσο περισσότερη ικανοποίηση έπαιρνε. Άρχισε να περπατάει κατά μήκος του δρόμου, αργά και απειλητικά. Κοιτούσε γύρω του με το ύφος του δολοφόνου, ενώ χαιρόταν να βλέπει κλώνους να παίρνουν φωτιά και να λιώνουν σαν πλαστικές κούκλες. Οι πρωτότυποι άρχισαν να αντιλαμβάνονται τι έπρεπε να κάνουν. Τώρα όλοι ήξεραν γιατί ήταν εκεί που ήταν. Είχαν ένα συγκεκριμένο σκοπό να τελέσουν. Μαζικά, άρχισαν να ακολουθούν τον Τζόν και να πετάνε τους κλώνους μέσα στις αχόρταγες φλόγες. Ο ήχος δεν τους ενοχλούσε πλέον ούτε στο ελάχιστο. Οι σωσίες ούρλιαζαν και σφάδαζαν καθώς έπεφταν στα φλογερά Τάρταρα. Μερικοί πιανόντουσαν από τις άκρες και οι πρωτότυποι τους έσπαγαν τα χέρια, με απόλυτη βιαιότητα και κανένα έλεος. Η ιστορία είχε πάρει την σωστή τροπή.
Λίγη ώρα μετά, και όταν πλέον είχαν πέσει όλοι οι σωσίες, είτε αιμόφυρτοι στην άσφαλτο είτε εξαφανισμένοι στο βάθος των φλογερών ανοιγμάτων ο Τζόν σταμάτησε το περπάτημα. Έμενε μόνο να παλέψει με τον δικό του κλώνο. Με τον δικό του μισό χαμένο εαυτό.
Τον εντόπισε δίπλα από το αμάξι, παραμορφωμένο και σχεδόν σάπιο, ενώ ανά διαστήματα είχε σπασμούς. Ένας από τους πρωτότυπους τον πλησίασε και μερικοί ακόμα ακολούθησαν. Τον έπιασαν, τον σήκωσαν όπως όπως και τον πήγαν ακριβώς μπροστά στον Τζόν. Τον πέταξαν κάτω, τον έσυραν και τον παρουσίασαν, κουρέλι. Έκανε κάποιες προσπάθειες να μιλήσει, αλλά ο θεϊκός ήχος του είχε καταστήσει αδύνατη την οποιαδήποτε επικοινωνία ή κίνηση. Ο Τζόν τον κλότσησε στα πλευρά. Έκανε έναν αργό κύκλο γύρω του, και τον ξαναχτύπησε. Είχε έρθει η ώρα.
Προσπάθησες εσύ και ο ψεύτικος λαός σου να καταλάβεις αυτόν τον κόσμο. Πόνεσες, πλήγωσες, και πιθανώς κατάφερες και σκότωσες πολλούς μαχητές μου. Ως αντάλλαγμα, εξόντωσα τις δυνάμεις σου. Η στρατιά μου μπορεί να ήταν αδρανής για καιρό, αλλά τώρα ξύπνησε. Τώρα σηκώθηκε από τον λήθαργο της και ήρθε η ώρα να ξεκινήσει αυτός ο πόλεμος.”
Του έτεινε το χέρι του ώς ένδειξη συμφωνίας. Ο σωσίας, ξαφνικά σαν να σταματούσε το θέατρο, τον κοίταξε έντονα, σταμάτησε να βήχει και να σφαδάζει και σηκώθηκε πάνω, δεχόμενος την συμφωνία.
Οι δύο άντρες κοιτάχτηκαν. Αυτή ήταν η αρχή του πολέμου. Η αρχή κάθε πολέμου.





Δεν υπάρχουν σχόλια :