Είναι τόσο εύκολο να πέσεις για ύπνο, να κλείσεις τα μάτια σου και να ταξιδέψεις. Να πάς σε χώρες άγνωστες ονειρεμένες και άπιαστες, να γνωρίσεις πλάσματα που η μόνη ομοιότητα σας είναι το βάθος της ψυχής, να ταξιδέψεις μαζί τους και να σε παρασύρουν στον βυθό των πιο ωραίων συναισθημάτων που κανείς θνητός δεν έχει ζήσει σε αυτόν τον πλανήτη...
Πλέον δεν είναι το ίδιο. Ο ύπνος και τα ταξίδια του δεν είναι πια κάτι που μπορώ να πράξω. Οι χώρες που ταξίδευα είναι πιο απειλητικές από ποτέ, σφηνωμένες βαθιά μέσα στις σκέψεις μου. Τα πλάσματα τους δεν με φιλοξενούν πια στα σπιτικά τους, και με καταδιώκουν οποιαδήποτε στιγμή φτάσουν έστω και λίγο κοντά μου. Απλώνουν τα χέρια τους, αυτά τα απαίσια κουκλίστικα χέρια γεμάτα κουρέλια, και τα κουνάνε απεγνωσμένα να πιάσουν την λεία τους.Το μίσος που βλέπω στις άδειες τους κόγχες είναι πρωτόγνωρο για εμένα. Ο τρόμος που με αντιπροσωπεύει πλέον με έχει κάνει σκιά του εαυτού μου. Σκιά ενός ανύπαρκτου και φανταστικού ευατού.
Ήταν τότε, εκείνο το καταραμένο βράδυ, που ετοιμαζόμουν να πάρω το καθημερινό ναρκωτικό μου για να κοιμηθώ. Πάντα έπαιρνα ναρκωτικά-έκανε πιο εύκολη την πρόσβαση μου στη χώρα των ονείρων. Η μνηστή μου με παρακάλεσε να μην το χρησιμοποιήσω εκείνο το βράδυ. Δικαιολόγησε την επιθυμία της με μια δικαιολογία που φαινόταν ανόητη την δεδομένη στιγμή, μια δικαιολογία που αναφερόταν μόνο στο έμφυτο γυναικείο προαίσθημα της. Την αποπήρα, σχεδόν φωνάζοντας της που παρέμβαινε στις καθημερινές μου συνήθειες, και πήρα μια σχετικά ισχυρή δόση ναρκωτικού, προσπαθώντας να αντιταχθώ στην παράλογη νόηση της συντρόφου μου. Μακάρι να την είχα ακούσει.
Ο Μορφέας δεν άργησε να έρθει. Σύντομα βρέθηκα στην Πύλη της Μετάβασης την οποία πέρασα με ευκολία, ενώ στην συνέχεια βρέθηκα στο Τούνελ που θα με οδηγούσε στην επιλογή Πόρτας, δηλαδή στην επιλογή της χώρας στην οποία θα πήγαινε. Όμως κάτι μου φαινόταν πολύ λάθος. Το Τούνελ ήταν ασυνήθιστα σκοτεινό, και το έδαφος ήταν ανώμαλο. Τα πετρώματα γύρω μου έσταζαν, μα στο σκοτάδι δεν τόλμησα να πιάσω το περίεργο υγρό που έτρεχε κάτω από τα πόδια μου με κατεύθυνση την ίδια με εμένα. Αισίως, έφτασα στην Πόρτα. Την άνοιξα νιώθοντας την πιο βαριά απ'ότι συνήθως. Έτριξε ενοχλητικά και αποκάλυψε προς έκπληξη μου μια τεράστια έκταση νεκρής γής. Η μόνη παρουσία που μπορεί να πρόσδιδε μια περασμένη στιγμή ζωής, ήταν ένα παλιό εγκατελειμένο σπίτι, στη μέση της έκτασης, μισογκρεμισμένο και σκοτεινό. Η θέληση μου είχε παραλύσει όπως σε κάθε όνειρο. Σκεφτόμουν, μα δεν ήταν εύκολο να ελέγξω τις κινήσεις μου. Οπότε απλώς ακολούθησα την ροή του ονείρου...
Προχώρησα πρός το μεγαλοπρεπές κτίσμα με σταθερό βήμα, παρ'όλο που ήξερα πως έπρεπε να φοβάμαι. Η όψη του έβγαζε μια περίεργη αίσθηση, ακόμα και για κάποιον που το αντιμετωπίζει μέσω ενός ονείρου. Η όραση μου φαίνεται να είχε αλλάξει χρώμα και το γενικό τοπίο έμοιαζε σχεδόν μονόχρωμο, τα έβλεπα όλα στις αποχρώσεις του γκρί. Τα πάντα γύρω μου έδεναν απόλυτα με την νεκρή , τεράστια έκταση στη μέση του πουθενά. Η τεράστια πόρτα που κοσμούσε την κεντρική είσοδο του παλιού αρχοντικού συνοδευόταν από τα κλασσικά πόμολα που έμοιαζαν με κεφάλια ζώων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, λιοντάρια παραφυλούσαν με τα στόματα ανοιχτά και τις γλώσσες έξω. Όμως στα όνειρα κανείς δεν χτυπάει για να μπεί μέσα σε ξένα σπίτια, έτσι απλώς προχώρησα και πέρασα κυριολεκτικά μέσα από την πόρτα. Σκοτάδι με υποδέχτηκε και έκανε το πνευματικό μου σώμα να ανατριχιάσει, μια αίσθηση που δεν είχα ξαναζήσει πότε σε όνειρο. Όταν μπορείς να ελέγξεις τα όνειρα σου φροντίζεις να μην κάνεις τον εαυτό σου να νιώθει άβολα σε αυτά. Όμως σε εκείνο το αναθεματισμένο το όνειρο, είχα χάσει κάθε ικανότητα μου. Σε εκείνο το αναθεματισμένο όνειρο, δεν ήξερα πώς να αντιδράσω τι να κάνω, τι να ψάξω. Την απάντηση ήρθε να δώσει ένα μονοπάτι λουσμένο στο αίμα που κατεύθυνε τον δρόμο μου μέσα στο σπίτι.
Πιτσιλιές εδώ και εκεί ή και κανονικό ρυάκι με κατεύθυναν πρός την αίθουσα του πιάνου. Η σκόνη στην ατμόσφαιρα ήταν σχεδόν αποπνικτική και έκανε τα έπιπλα να μοιάζουν άσπρα. Ο φόβος που εδώ και αιώνες έκανε κάθε άνθρωπο να τρέμει, είχε φωλιάσει μέσα μου, ενώ η καρδιά μου ακολουθούσε τον ρυθμό κάποια απόκοσμης μουσικής. Πλησίασα το χρόνια ξεχασμένο πιάνο και μια κάρτα γλίστρισε και έπεσε μπροστά στα πόδια μου. Παραξενεμένος, παρατήρησα τον χώρο γύρω μου, να βρώ την πηγή του άνεμου που έριξε την κάρτα. Τίποτα. Τα πάντα ήταν ερμητικά κλειστά. Το δωμάτιο, πιο σκοτεινό απο ποτέ, την συγκεκριμένη στιγμή δεν φαινόταν φιλόξενο. Πήρα την κάρτα και έφυγα όσο πιο γρήγορα μου επέτρεπε η ροή του ονείρου. Γύρισα στην είσοδο, που είχε παράθυρα και μια οποιαδήποτε πηγή φωτός από ένα φεγγάρι που δεν φαινόταν πουθενά. Τα μάτια μου έπεσαν κατευθείαν στην ποιότητα του χαρτιού. Δεν έμοιαζε καινούργιο και το κιτρινωπό του χρώμα πρόσδιδε τον αέρα μιας κλασσικής εποχής. Τα γράμματα ήταν καλλιγραφικά και λόγω αυτού δεν περίμενα να διαβάσω κάτι τόσο φρικαλέο και αποτρόπαιο.
Ήταν μια πλήρης περιγραφή ενός τελετουργικού που απαιτούσε αιματοχυσία, σεξουαλική διαστροφή, και βρώση νεκρών μελών. Η κατάσταση άρχισε να με προκαλεί να φύγω ουρλιάζοντας, τρέχοντας μακρυά από το σιχαμένο αυτό μέρος. Όμως το όνειρο είχε επιβάλλει τον εαυτό του πάνω μου με τον χειρότερο δυνατό τρόπο. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα που θα παρέμβαλε στην υπάρχουσα ιστορία, ήμουν δέσμιος της ίδια της πλοκής του υποσυνείδητου μου. Έτσι, χωρίς αντίσταση, τα πόδια μου σαν να ήξεραν το μέρος, σαν να το είχαν ξαναδεί χιλιάδες φορές, με οδήγησαν στην σκάλα. Τα σκαλιά απλωνόντουσαν περιστροφικά πρός τα πάνω, σε ένα μέρος που φαινόταν ακόμα πιο σκοτεινό από τα ίδια τα βάθη ενός υπογείου. Το πρώτο μου βήμα στο σάπιο ξύλο έκανε έναν ενοχλητικό θόρυβο που μου προκάλεσε ανατριχίλα σε όλο μου το σώμα. Η θέληση μου είχε παραλύσει και το ήξερα πώς θα συνεχίσω να ανεβαίνω αυτά τα καταραμένα σκαλοπάτια ακόμα και αν έπρεπε να σκαρφαλώσω σέρνοντας το σώμα μου πάνω τους. Κάθε βήμα μου ήταν και πιο αβέβαιο. Το τι με περίμενε εκεί πάνω δεν θα μπορούσα να το φανταστώ με τίποτα.
Λίγο πριν αποκτήσω ορατότητα του πάνω πατώματος ακούστηκαν γέλια. Ήμουν σίγουρος, είχα ακούσει παιδικά γέλια να μετακινούνται ζωηρά στο πάνω πάτωμα. Το βήμα μου επιταχύνθηκε και φτάνοντας επιτέλους πάνω, το μόνο που αντίκρυσα ήταν ένα παιχνίδι. Ένα μονόχρωμο αμαξάκι δεμένο στην άκρη με μια κλωστή. Έκανα ένα μόνο βήμα να το πλησιάσω, και εκείνο κινήθηκε μόνο του προς την κατεύθυνση ενός δωματίου που ήταν κλειστό. Το ακολούθησα πιστά και άνοιξα την δίφυλλη πόρτα που με περίμενε. Με υποδέχθηκε ο απότομος άνεμος που προσπαθούσε να με προειδοποιήσει να φύγω. Ήταν ισχυρός και με έσπρωχνε προς τα πίσω, όμως το όνειρο δεν θα επέτρεπε κάτι τέτοιο. Ξαφνικά έπαψε τον άνεμο και χρωμάτισε το δωμάτιο σε παστέλ παιδικές αποχρώσεις. Μουσική άρχισε να παίζει από το πουθενά και γέμισε από παιχνίδια, διακοσμητικά οροφής, κούκλες και μολύβια. Το τέλειο παιδικό δωμάτιο των περασμένων εποχών. Μια πιτσιρίκα καθόταν στο κέντρο σε ένα χαλάκι και έπαιζε με τις κούκλες της. Δεν έβγαζε κανένα ήχο, το όλο σκηνικό ήταν εντελώς άηχο. Κάθισα αρκετή ώρα και την χάζευα σαν μαγεμένος. Η ατμόσφαιρα μου θύμιζε τα δικά μου παιδικά χρόνια και με ταξίδευε σε μέρη και σε σπίτα που δεν θα ξαναπήγαινα ποτέ. Τελικώς την πλησίασα και έκατσα κοντά της. Δεν μπορούσα να διακρίνω το πρόσωπο της και εκείνη δεν φαινόταν να θέλει να με κοιτάξει. Ξερόβηξα να της αποσπάσω την προσοχή μα δεν φάνηκε να έχει αποτέλεσμα.
Η ώρα περνούσε, μα εγώ ένιωθα ότι έπρεπε να γίνει κάτι, μια κίνηση για να προχωρήσει η ιστορία. Απλά, άπλωσα το χέρι μου και ακούμπησα την μικρή στον ώμο. Εκείνη, σχεδόν μηχανικά, σαν καλοκουρδισμένο σύστημα, γύρισε αργά για να αποκαλύψει ένα αγγελικό πρόσωπο γεμάτο ανησυχία. Οράματα κατέκλυσαν τα μάτια μου. Το δωμάτιο γέμισε αίμα, το πρόσωπο του αθώου αυτού παιδιού χτυπήθηκε με ένα ρόπαλο, το σώμα του ξεσκίστηκε, το πάτωμα έσπασε και το ταβάνι κατέρρευσε. Οι τοίχοι πιτσιλίστηκαν ξανά και ξανά από μία σκιά που μου έμοιαζε τόσο πολύ μα δεν ήμουν εγώ. Σαν να έγινε σεισμός το δωμάτιο χτυπήθηκε και σείστηκε. Κούνησα απεγνωσμένα το κεφάλι μου να αποτρέψω την φρικαλέα του όψη, αλλά δεν κατάφερα να σκοτώσω την εικόνα του από το μυαλό μου. Οπισθοχώρησα κρατώντας το κεφάλι μου και με κάποιο θεικό τρόπο ακολούθησε και το δεμένο με την κλωστή αμαξάκι. Η πλάτη μου ακούμπησε τοίχο, και το παιχνίδι έμεινε ακίνητο στην ίδια θέση που το είχα βρεί εξ'αρχής. Χωρίς καν να βρώ χρόνο να συνέλθω το σώμα μου οδηγήθηκε στο επόμενο δωμάτιο.
Χωρίς πόρτα, χωρίς τοίχους χωρίς καν σταθερό πάτωμα, το δωμάτιο αυτό διέφερε από τα υπόλοιπα. Τα λείψανα που είχανε μείνει να ονομάζονται τοίχοι ήταν κατάλευκα και γκρεμισμένα. Το πάτωμα ήταν γυμνό και σε ορισμένα σημεία εντελώς τρύπιο, φανερώνοντας το απόλυτο κενό του θανάτου χωρίς να βγάζει νόημα υπονοόντας μια περίεργη, απόκοσμο γεωμετρία και αρχιτεκτονική. Τα βήματα μου ήταν προσεκτικά και μετρημένα, αποφεύγοντας όσο το δυνατόν περισσότερο να πατήσω πάνω σε έδαφος που φαινόταν κούφιο. Δεξιά, στο υποτιθέμενο τέλος του δωματίου, καθώς δεν είχε ολοκληρωμένους τοίχους να βάζουν τα όρια, υπήρχε ένα μικρό λευκό χρηματοκιβώτιο. Ήταν ήδη μισοανοιγμένο και η μεγάλη ροδέλα που κοσμούσε την πόρτα του ήταν σκουριασμένη. Έτρεμα να πλησιάσω από φόβο μην πέσω στο κενό που με περιέκλυε. Το χρηματοκιβώτιο έμοιαζε να αιωρείται καθώς γύρω του δεν υπήρχε τίποτα. Σαν να είχε αποκοπεί από την ελάχιστη συνοχή του υπόλοιπου δωματίου και να αιωρούταν σταθερά και απόκοσμα. Η νύχτα μπροστά μου φαινόταν καθαρή και φωτεινή, καθώς δεν υπήρχε τίποτα που να με εμποδίζει να την δώ. Άλλωστε το ταβάνι είχε καταρρεύσει χρόνια πρίν.
Λόγω του έντονου φωτισμού παρατήρησα κάτι παλιές ξύλινες σανίδες, πεσμένες στο πάτωμα και παραμελημένες. Έπρεπε πάση θυσία να φτάσω το μικρό χρηματοκιβώτιο. Ήταν σάπιες, μα ήταν κυριολεκτικά, οι μόνες σανίδες σωτηρίας μου. Έπρεπε επιτέλους να τελειώσει αυτός ο εφιάλτης. Τις μάζεψα, βγάζοντας ένα μορφασμό. Ήταν βρεγμένες, και γλιστρούσαν. Σε μία, με κάποιο τρόπο είχαν αναπτυχθεί βρύα πάνω. Τις έστησα προσεκτικά σε σειρά μπροστά μου, φτάνοντας το κομμάτι που φιλοξενούσε το λευκό ανοιγμένο κουτί. Χωρίς να κοιτάω κάτω, και απαγγέλοντας από μέσα μου παιδική ποίηση για κουράγιο, έτεινα τα χέρια μου στα πλάγια και περπάτησα όσο πιο γρήγορα γινόταν πρός τον στόχο μου. Φαίνεται πώς στα δύσκολα η θέληση μου ξαναπαίρνει τα πρωτεία στις αποφάσεις καθώς το υποσυνείδητο μου είναι δειλό και ανίκανο. Όταν έφτασα, γατζώθηκα κυριολεκτικά πάνω στο σιδερένιο κουτί και για λίγο δεν μπορούσα να σταματήσω να κοιτάω την μαύρη κόλαση που με περίμενε να πέσω σε κάθε λάθος βήμα μου. Όμως μέσα από το χρηματοκιβώτιο, ακούστηκαν περίεργοι..έμβιοι ήχοι.
Χωρίς να διστάσω έβαλα μέσα τα δάχτυλα μου και η πόρτα άνοιξε, αποκαλύπτωντας ένα χρηματοκιβώτιο γεμάτο από ζωή. Μικρές γάτες παίζανε ήρεμα η μία με την άλλη, χωρίς να σταματήσουν για να με κοιτάξουν. Δεν ενοχλήθηκαν καν από το απότομο φώς που γέμισε το στενό κουτί. Στοιβαγμένες και στριμωγμένες κατ' επιλογή, συνέχισαν να γλύφονται και να βγάζουν ελαφρά τα νύχια τους. Το θέαμα υποδήλωνε κάτι ειρηνικό και ήταν εντελώς αταίριαστο με το υπόλοιπο απειλητικό περιβάλλον. Σχεδόν με μάγεψε και χάθηκα στην μαγεία αυτής της ασφάλειας που είχα εγώ ο ίδιος επιλέξει να αφήσω πίσω. Έβαλα μέσα το χέρι μου και προσπάθησα να χαιδέψω απαλά μία από αυτές, όμως φαίνεται πώς με θεώρησαν παρείσακτο. Κάποια από αυτές άρχισε να νιαουρίζει ενοχλητικά και με κοίταξε με μάτια που φλεγόντουσαν από μίσος και σκοτάδι. Οι υπόλοιπες νιώθοντας την επικείμενη απειλή, ακολούθησαν το παράδειγμα της και ξεμπλέχτηκαν μεταξύ τους παίρνοντας μια έντονη στάση με το τρίχωμα τους τεντωμένο. Τότε ήταν που παρατήρησα ότι όλες είχαν συγκεκριμένα μέλη τους με άσπρο τρίχωμα. Κάποιες τα πόδια, κάποιες το κεφάλι και κάποιες άλλες μόνο τις πατούσες. Η πρώτη που επιτέθηκε πριόνησε με τα νύχια της το πρόσωπο μου. Σαν ιεροτελεστία αργά και ήρεμα ακολούθησαν και οι υπόλοιπες. Ανέβαιναν πάνω μου και έσκιζαν την σάρκα μου με τα νύχια τους, αργά και βασανιστικά και απόλυτα οργανωμένα. Δεν ήξερα πώς να αντιδράσω, τις έπιανα και τις πετούσα στην άλλη μεριά, τις πατούσα κάτω, τις δάγκωνα, μα πάνω απο όλα, είχα χάσει τον έλεγχο και ξερίζωνα μέλη τους. Όταν πλέον τελείωσε το μακελειό συνειδητοποίησα ότι όσα μέλη είχα αποκόψει, ήταν λευκά. Τα σώμματα τους κείτονταν ματωμένα και άψυχα, ενώ εγώ ένιωθα κουρασμένος και ξεσκισμένος. Έβαλα τα κλάματα όταν πλέον κατάλαβα ότι τα χέρια μου πίεζαν στο στόμα μου, τα αποκομμένα μέλη των άτυχων αυτών πλασμάτων. Άβουλα άνοιξα το στόμα μου και γέμισα με την μεταλλική γεύση του αίματος. Δεν θέλω να συνεχίσω την περιγραφή αυτή..οι φρικαλέες πράξεις μου ήδη με στοιχειώνουν, δεν χρειάζεται να τις θυμάμαι...
Βγήκα έξω μίζερος και αηδιασμένος από τον ίδιο μου τον εαυτό. Είχα ακόμα όμως να περάσω και άλλα δωμάτια..έπρεπε να τελειώσω το τελετουργικό. Ο διάδρομος ήταν το ίδιο αφιλόξενος με πρίν κάνοντας με να τρεκλίζω κοιτώντας γύρω μου σπασμωδικά. Ποιές πύλες της κολάσεως περίμεναν να με υποδεχθούν και τι βασανιστήριο ενάντια στην ανθρώπινη μου φύση θα έπρεπε ακόμα να υποστώ? Χωρίς καν να ανοίγω τα μάτια μου πλέον, χτύπησα με την φόρα που είχαν πάρει τα πόδια μου στην επόμενη πόρτα. Δεν ήταν σαν τις υπόλοιπες όμως. Ήταν φρεσκοβαμένη και καινούργια. Μύριζε ακόμα μπογιά και στεγνό ξύλο. Άνοιξε απότομα απόκαλύπτοντας...το τίποτα. Το απόλυτο κενό. Περπάτησα χωρίς να πέσει το σώμα μου. Τα πόδια μου στηρίζονταν πάνω σε χιλιάδες μικρές νεφέλες. Όμως δεν έβλεπα τίποτα που θα μπορούσε να με κάνει να απαρνηθώ τον άνθρωπο μέσα μου. Ίσως είχα φτάσει στο τέλος της διαδρομής. Ίσως να είχε τελειώσει η κατάρα που με βασάνιζε. Μπορεί και να ξυπνούσα τώρα και να έλεγα ότι όλα αυτά ήταν ένας κακόγουστος εφιάλτης, μια άσχημη απομίμηση των ονείρων που έβλεπα συνήθως.
Όμως όχι..όχι, όχι, δεν θα ήμουν τόσο τυχερός. Μια λευκή μορφή διακρίθηκε εύκολα μέσα στο μαύρο αυτό τοπίο. Πέρασε μπροστά μου σαν αστραπή, αφήνοντας με να δώ μόνο την όψη του ριχτού φορέματος που κάλυπτε τα ζωτικά της σημεία. Ξαναπέρασε από πίσω μου κάθε φορά και πιο κοντά, πιο αργά, πιο έντονα...Το πιο τρομακτικό από όλα όμως δεν ήταν αυτό. Ήταν το σώμα της και η όψη της, ήταν η έκφραση της και το πρόσωπο της. Δεν είχε σώμα. Ούτε πρόσωπο. Ήταν αέρας, σκέτος αέρας που είχε στην μέση ένα μεγάλο ίσιο ξύλο σαν σκιάχτρο. Όμως το πρόσωπο της ήταν πέρα για πέρα αληθινό. Είχε το πρόσωπο της μνηστής μου.
Ένα αόματο τραβηγμένο δέρμα στόλιζε την κορυφή της φρίκης, με μια γκροτέσκα όψη τραβηγμένου χαμόγελου χωρίς δόντια. Δεν υπήρχε κρανίο πίσω από αυτό το πράγμα, μόνο ξερό, ζαρωμένο δέρμα. Σαν μια ζωντανή μάσκα, η παρουσία στήθηκε μπροστά μου σταματώντας να περιφέρεται στον αέρα. Με κοίταξε χωρίς νόημα, μα ο ιδρώτας στο πρόσωπο που και το αίμα που έχανα, μου προκάλεσαν τον μεγαλύτερο τρόμο που έχω ζήσει. Η κακοφτιαγμένη κούκλα έμεινε να με κοιτάει μέχρι που άρχισε να γελάει υστερικά και ασταμάτητα.
Δεν θυμάμαι απόλυτα την συνέχεια, δεν μπορώ να την ξέρω. Ζούσα ένα όνειρο μέσα στο όνειρο. Θυμάμαι να φωνάζω καταβεβλημένος εντελώς από την παράνοια του ονείρου ότι δεν ζήτησα αυτήν, δεν την κάλεσα και δεν την ήθελα εκεί. Εκείνη συνέχισε να γελάει και να απομακρύνεται σαν φάντασμα που χάνεται στην ομίχλη ενός νεκροταφείου. Κάποια στιγμή λιποθύμησα και όταν ξύπνησα ήμουν ξανά στην πύλη με τα κεφάλια των λιονταριών. Δεν ξέρω τι μπορεί να κάνω λάθος δεν καταλαβαίνω πώς μπόρεσα εγώ να εγκλωβιστώ σε μια τέτοια φρικαλέα αιωνιότητα. Κάθε φορά που τελειώνει το βασανιστήριο μου όμως, ξαναγυρνάω ξανά στην αρχή. Ώς τώρα έχουν περάσει μέρες και εβδομάδες και ίσως μήνες που διαπράτω ξανά και ξανά τα ίδια εγκλήματα σε εκείνο το αθώο παιδί, στα πλάσματα εκείνα στο χρηματοκιβώτιο, σε εκείνη την κούκλα με την γκροτέσκα όψη της αγαπημένης μου...Όσο και αν προσπαθώ να αποδράσω, να ξυπνήσω δεν μπορώ. Είμαι αναγκασμένος να τα ζώ..ξανά..και ξανά..και ξανά...
2 σχόλια :
Υπέροχο, πραγματικά.
Γράφεις πολύ όμορφα, μην το αφήσεις! <3
Ευχαριστώ πολύ, όχι μόνο για το σχόλιο, αλλά και γιατί το διάβασες όοολο..:P
Δημοσίευση σχολίου